Θανάσης Κούρτης, Γραφειοκρατικά ζητήματα

Το εκτελεστικό απόσπασμα παρέλαβε τον κρατούμενο πρωί πρωί, με το πρώτο φως, και τον μετέφερε μέσα από ένα δάσος προς άγνωστη τοποθεσία. Μπροστά πήγαιναν δύο οπλίτες με τα ντουφέκια χιαστί, στη μέση αυτός, άλλοι δύο οπλίτες ακολουθούσαν πίσω του και τελευταίος, τέρμα πίσω, ο αξιωματικός της εκτέλεσης καβάλα στο άλογό του, που ήταν λιγάκι νευρικό από όλη αυτή την αργοπορία και ξεφυσούσε τινάζοντας τη μούρη του, βγάζοντας μεγάλες ποσότητες πρωινής άχνας από τα ρουθούνια του. Ήταν ένα υπέροχο πρωινό, λίγο υγρό μα διαυγές, μπορούσες να ξεχωρίσεις ως και την πιτυρίδα πάνω στα λευκά γένια του Θεού. Τα βήματα της πομπής δεν ακούγονταν καθόλου στα μουσκεμένα χαμόφυλλα και στο χορτάρι, μα τα πουλιά μέσα στο δάσος οργίαζαν με τις τρίλιες τους και ο ήλιος είχε ήδη πετάξει σχοινί και ανέβαινε.

Έφτασαν σε μια γέφυρα. Τον έστησαν απέναντι. Οι τέσσερις του εκτελεστικού αποσπάσματος κατ’ εντολή του προϊσταμένου τους, όπλισαν και σημάδεψαν. Ο αξιωματικός πλησίασε τον μελλοθάνατο με μια μαύρη κορδέλα. Πήγε από πίσω του και του ’δεσε τα μάτια. Εκείνος έκανε να γκρινιάξει ότι δεν την θέλει την κορδέλα αλλά τί σημασία είχε πια;

Γρήγορα διαπίστωσε πως η κορδέλα δεν ήταν και τόσο χοντρή και μπορούσε να αχνοβλέπει κάτω από αυτή. Τη φλόγα δηλαδή που έμελλε να βγει από τις άκρες των ντουφεκιών, οπωσδήποτε, θα την έβλεπε. Θα προτιμούσε, πάντως, λίγο μπαμπάκι για τα αυτιά. Και πάλι δεν μίλησε.

Ο αξιωματικός απομακρύνθηκε μερικά μέτρα στο πλάι. Με το σήμα μου! είπε αυστηρά προς το απόσπασμα και σήκωσε το δεξί του χέρι. Μόλις το κατεβάσει δηλαδή.

Κύριε Λοχαγέ… πετάχτηκε ένας από το απόσπασμα. Δεν τον ρωτήσαμε την τελευταία του επιθυμία.

Σωστά! έκανε ο αξιωματικός και πήρε μια γκριμάτσα απογοήτευσης, σαν να τα βάζει με τον εαυτό του. Τέσσερα απλά πράγματα είχε να κάνει όλα κι όλα: να οδηγήσει τον καταδικασθέντα σε ερημική τοποθεσία, να τον ρωτήσει αν έχει κάποια τελευταία επιθυμία, να του δέσει τα μάτια και να δώσει το παράγγελμα. Μάλιστα, τώρα που τα ξανασκεφτόταν, διαπίστωνε πως είχε κάνει κι άλλο λάθος: έπρεπε πρώτα να τον ρωτήσει για την τελευταία του επιθυμία και έπειτα να του δέσει τα μάτια. Σκατά. Πήγε πάλι από πίσω του και του έβγαλε την κορδέλα. Θέλεις κάτι τελευταίο; τον ρώτησε μέσα στο αυτί και πήγε και στάθηκε μπροστά του.

Ο μελλοθάνατος ένιωσε εκείνη την ώρα τον ήλιο να βγαίνει πίσω του. Μια ανατριχίλα στο πίσω μέρος του κρανίου του. Τα τρεμάμενα σαγόνια του πρόδιναν ταχυπαλμία. Ίδρωνε και κρύωνε, σχεδόν σπαρταρούσε, σαν εμπύρετος. Βρήκε τελικά το κουράγιο να απαντήσει: Ναι… Θέλω να ζήσω, είπε με διακεκομμένη φωνή.

Ο αξιωματικός τον κοίταξε μέσα στα μάτια. Αρκετή ώρα. Ο ήλιος είχε ανέβει κι άλλο, διέτρεχε ήδη σαν χάδι από καυτή παλάμη την ραχοκοκκαλιά του μελλοθάνατου.

Καλώς. Πήγαινε. Κάτω τα όπλα, πρόσταξε στο απόσπασμα. Και τον άφησε να φύγει. Εκείνος έκανε δειλά τα πρώτα πέντε έξι βήματα και ύστερα άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος. Οι τέσσερις οπλίτες άφησαν στην άκρη τα ντουφέκια, χαλάρωσαν την εξάρτυση και άναψαν τσιγάρο επί τόπου. Ο αξιωματικός πήγαινε πέρα δώθε με τα χέρια σταυρωμένα στην πλάτη, κοιτούσε τον ουρανό και έδειχνε, στ’ αλήθεια,  προβληματισμένος. Δεν τα θυμόταν καλά. Αύριο θα ξανάριχνε μια ματιά στο πρωτόκολλο των εκτελέσεων.

*

©Θανάσης Κούρτης

φωτο:ν Στράτος Φουντούλης