The Garden of Proserpine by Algernon Charles Swinburne ―μετάφραση Ασημίνα Λαμπράκου

Algernon Charles Swinburne

Εδώ, που ο κόσμος τελεί σε καρτερία·
Εδώ, που όλη η φασαρία μοιάζει
Ανέμων πεθαμένων κι εξαντλημένων κυμάτων, ανταρσία
Σε αμφίβολες αναπολήσεις ονείρων·
Το πράσινο λιβάδι κοιτάζω να φουντώνει
Για θεριστές και σπορείς,
Τον καιρό του θερισμού και της συγκομιδής,
Ένας κόσμος χειμάρρων που κοιμάται.

Από δάκρυα και γέλια έχω κουραστεί,
Κι ανθρώπους που γελούν και θρηνούν·
Από ό,τι να έρθει στο εξής, μπορεί
Γι’ άντρες που σπείραν να επωφεληθούν·
Από ημέρες και ώρες έχω εξαντληθεί,
Άκαρπων ανθέων βλαστάρια, ανεμοσκορπισμένα,
Επιθυμίες, όνειρα κι εξουσίες
Κι όλα εκτός από θάνατο.

Εδώ, έχει θάνατο για γείτονα η ζωή,
Και μακριά από μάτι ή αφτί
Κυματισμούς ξεψυχισμένους κι υγρών ανέμων μόχθο,
Αδύναμα πλοία και πνεύματα πλοηγεί·
Άσκοπα οδηγούν, και κατά που
Δε γνωρίζουν εκείνον που προκαλεί εκεί·
Μα τέτοιοι άνεμοι προς τα εδώ δε φυσούν,
Και τίποτε τέτοιο δεν ευδοκιμεί.

Ούτε ένα γέννημα, χερσότοπου ή λόχμης,
Άνθος από ρείκι κανένα, ή κληματαριά,
Αλλά παπαρούνας ανάνθιστα μπουμπούκια,
Σταφύλια της Προσπερίνας πρασινωπά,
Παρτέρια περιφραγμένα από ανεμοδαρμένες καλαμιές
Όπου κανένα φύλλο δεν ακμάζει ούτε κοκκινίζει
Σώσε το σε περίπτωση που αυτή συνθλιβεί
Διότι άντρες νεκροί θανάσιμα κερνούν κρασί.

Χλωμοί, δίχως όνομα ή αριθμό,
Σε καλαμποκιού άγονη περιοχή,
Γέρνουν σε ύπνον ελαφρό
Ολονυχτίς έως ότου φως να γεννηθεί·
Και σαν μια ψυχή αργοπορημένη,
Που σε κόλαση και παράδεισο δεν είναι ταιριασμένη,
Από σύννεφο κι ομίχλη ελαττωμένη
Εμφανίζεται μέσα από σκοτεινότη αυγινή.

Ακόμη και αν σαν επτά ήταν κάποιος δυνατός,
Κι εκείνος επίσης με το θάνατο θα κατοικήσει,
Μηδέ με φτερά στον παράδεισο θα εγερθεί,
Κι ούτε για πόνους στην κόλαση θα κλαψουρίσει·
Ακόμη και σαν τριαντάφυλλο να ήταν κάποιος δροσερός,
Η ομορφιά του ξεθωριάζει και τελειώνει·
Και, ακόμη κι αν, πολύ στηρίζει η αγάπη,
Αυτό τελικά δε θα ευχαριστήσει.

Πέρα από τη βεράντα και την πύλη, χλωμή
Στέκεται, στεφανωμένη με φύλλα ελαφρά,
Αυτή, που δρέπει ό,τι θνητό της δοθεί
Με χέρια αθάνατα ψυχρά·
Γλυκύτερα είναι τα άτονά της χείλη
Από ότι της αγάπης που φοβάται να υποδεχτεί
Στους άντρες που τη συναντούν όπως της είναι ταιριαστοί
Από χώρες και έτη πολλά.

Τον έναν και τον άλλον περιμένει,
Όλους τους άντρες που έχουν γεννηθεί·
Τη μητέρα της γη ξεχνά (αφηρημένη)
Των σπόρων και των φρούτων τη ζωή·
Και άνοιξη και σπόρος και χελιδόνι
Φτερό φορούν για ’κείνην κι ακολουθούν
Εκεί που ανώφελα ηχεί τραγούδι του καλοκαιριού
Και βάλθηκαν να περιφρονούν ό,τι ανθεί.

Εκεί πάνε οι έρωτες που στη φθορά περνάνε,
Οι παλιοί έρωτες με τα πιο εξαντλημένα φτερά·
Κι όλα τα νεκρά χρόνια προς τα εκεί τραβάνε,
Κι όλα τα υλικά τα καταστροφικά·
Νεκρά όνειρα από μέρες που έχουν λησμονηθεί,
Μπουμπούκια τυφλά που από χιόνια έχουν αποτιναχθεί,
Φύλλα άγρια που από ανέμους έχουν αποσπασθεί,
Αφανισμένων ανοίξεων, σκορπίσματα ερυθρά.

Δεν είμαστε βέβαιοι για την πικρία,
Σίγουρη δεν ήταν ποτέ η χαρά·
Το σήμερα θα πεθαίνει στου αύριο (την αιθρία)·
Στο δέλεαρ του κανενός ο χρόνος περπατά σκυφτά·
Και αγάπη, θαμπή κι ανήσυχη μεγαλωμένη,
Με χείλη απλώς μισοθλιμμένα
Αναστενάζει, και με μάτια αφηρημένα,
Που από τους έρωτες κανείς δεν διαρκεί, κλαίει σπαραχτικά

Από τόση λαχτάρα για ζωή,
Από ελπίδα και φόβο αυτοτελείς,
Ευχαριστούμε με σύντομης δοξολογίας προσευχή
Οτιδήποτε κι αν ίσως είναι οι θεοί
Επειδή παντοτινά καμιά ζωή δε διαρκεί·
Επειδή ποτέ δεν ανασταίνονται οι νεκροί·
Επειδή ακόμη κι ο ποταμός που ’χει πολύ κουραστεί
Στη θάλασσα ελίσσεται σε κάποιο σημείο ασφαλής.

Τότε και μόνο τότε, ούτε άστρο ούτε ήλιος θα αφυπνιστεί,
Μήτε κάποια του φωτός αλλαγή:
Μηδέ ήχος από νερά που έχουν αναδευτεί,
Καμία ματιά και ήχος κανείς:
Ούτε φύλλα χειμωνιάτικα ή εαρινά,
Μήτε ημέρες ή πράγματα καθημερινά·
Ο αθάνατος ύπνος μοναχά
Σε μια νύχτα παντοτινή.

*
μετάφραση ©Ασημίνα Λαμπράκου

_____________
Algernon Charles Swinburne (5 April 1837 – 10 April 1909) was an English poet, playwright, novelist, and critic. He wrote several novels and collections of poetry such as Poems and Ballads, and contributed to the famous Eleventh Edition of the Encyclopædia Britannica.
Swinburne wrote about many taboo topics, such as lesbianism, cannibalism, sado-masochism, and anti-theism. His poems have many common motifs, such as the ocean, time, and death. Several historical people are featured in his poems, such as Sappho («Sapphics»), Anactoria («Anactoria»), and Catullus («To Catullus»).