Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Το χιόνι των Αγράφων ―από την Κατερίνα Παπαδημητρίου

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Το χιόνι των Αγράφων, εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2022

Μια  ιστορία «αλλιώς»

Το τέταρτο μυθιστόρημα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη με τίτλο «Το χιόνι των Αγράφων», είναι η ώριμη λογοτεχνική κατάθεση του συγγραφέα στα ελληνικά γράμματα. Προηγήθηκαν: «Το παραμύθι του ύπνου», η «Αστοχία υλικού», από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το 2008 και το 2010 αντίστοιχα και τα «Έξοδα νοσηλείας», από τις εκδόσεις Ενύπνιο, το 2020, Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, του οποίου η θεματική δεν ξεχωρίζει για την καινοτομία της, καθώς διαπραγματεύεται το θέμα του εμφυλίου στα πέτρινα χρόνια που ακολούθησαν τη γερμανική κατοχή.

Ωστόσο, ο Χατζημωυσιάδης επιχειρεί να αναπτύξει τη θεματολογία του σε πέντε ενότητες με μια άψογη αρχιτεκτονική, την οποία χειρίζεται με αξιόλογη ωριμότητα και γνώση των αφηγηματολογικών τεχνικών. Πέντε άνθρωποι, πέντε παράλληλες ιστορίες, κινούνται άκρως ρεαλιστικά, καθώς η κτηνωδία εναλλάσεται με το επέκεινα, δεμένο συχνά στην αχλή του ονείρου και της παραμυθίας. Η πλούσια εικονοποΐα, η εξαιρετικά ρεαλιστική γλώσσα, οι ομιχλώδης ατμόσφαιρα εξιστορεί αλήθειες που δεν ειπώθηκαν, από έναν λογοτέχνη, ο οποίος επιχειρεί να αφηγηθεί έναν πόλεμο που απέχει μακράν ηλικιακά από τον ίδιο.

Τον Δεκέμβρη του 1947 και τον Γενάρη του 1948 ένα τάγμα αόπλων, με 1300, επιστρατευμένα κυρίως, μέλη ΔΣΕ, κινείται, κυρίως στους  ορεινούς όγκους της Όθρυος, του Κίσσαβου, του Ολύμπου, των Πιερίων και του Γράμμου, σε μια σαραντάημερη πορεία θανάτου. Η αφήγηση του Χατζημωυσιάδη επιχειρεί να καταλύσει το ιδεολογικό υπόβαθρο ενός πολέμου, που τώρα μοιάζει μακρινός. Φωτίζει ανθρωπιστικά και πάντα από απόσταση, την τυφλή αυτοκτονική πορεία ανθρώπων που κλήθηκαν σε έναν διχαστικό πόλεμο, όχι πάντα με τη συναίνεσή τους.

Το αφηγηματικό σύμπαν, του Χατζημωυσιάδη αφηγούμενο πια τον άνθρωπο και τις πληγές του, τις πληγές που έμελε να σημαδέψουν μια ολόκληρη εποχή που διαίρεσε την Ελλάδα, δεν επιτρέπει στον εργαλειακό λόγο την χειραγώγηση. Αυτό που επιχειρεί είναι μια βαθιά τομή στην ίδια την ύπαρξη, διαιρώντας αφηγηματολογικά τις πέντε ιστορίες του. Ρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός και ποιητική γλώσσα προσδίδουν στην αφήγησή του την ιδιαιτερότητα και την αρχιτεκτονική που θα ταίριαζε σε έναν καταξιωμένο λογοτέχνη. Ακροβατώντας συχνά μεταξύ ονείρου και σκληρής πραγματικότητας, η γλώσσα του αποδίδει εκείνη την εικονοποιΐα που, δικαίως, θα παρέπεμπε σε αντίστοιχα έργα του Μαρκές και του Χουάν Ρούλφο.

Ο Χατζημωυσιάδης θέτει στο μικροσκόπιο τον ίδιο άνθρωπο και την ψυχή του και διαπραγματεύεται την αλήθεια. Εκείνη, την αλήθεια που τα ιδεολογικά μανιφέστα απέκρυψαν, την αλήθεια του Σωτήρη, του Κυριάκου, τον Χαραλάμπη, του Αποστόλη, της Σωτηρία, του Αβράμη και του Γεωργιάδη, την οποία απογυμνωμένη από κομματικά διατάγματα και γραφειοκρατικές φιοριτούρες. […] «Σε μια οικογένεια με τρία παιδιά παίρνουν το ένα, σε οικογένεια με τέσσερα τα δύο. “Και αν δεν θέλουν;” Ρώτησε κάποιος. “Δεν έχει, σύντροφε, δεν θέλουν”», θα απαντήσει ο Γούσιας στη σελ. 25 της πρώτης ιστορίας, βασικός χαρακτήρας της αφήγησης, υπεύθυνος για πολλές αλήθειες που στηλιτεύουν την ιδεολογική αγιοποίηση ενός αγώνα που θυσίασε, μεταξύ άλλων, και την αγνότητα μιας ιδεολογικής ταυτότητας.

Ο έρωτας, ναι, ακόμα και ακόμα κι αυτός μεταξύ του ίδιου φύλου, ο κοινωνικός ρατσισμός, τα κοινωνικά στερεότυπα, η άδολη αδελφική αγάπη, η νεανική αθωότητα, συναντούν, ψηλά, στις απάτητες κορφές, τη σκληρότητα του πολέμου και την κατάρριψη των ιδεολογικών υποστηλωμάτων, σέρνοντας στις αποσκευές τους την ενδοοικογενειακή βία, την παιδική, ακόμα και τη σεξουαλική κακοποίηση, τη περιθωριοποίηση, τον ανθρώπινο πόνο και την κοινωνική απομόνωση.

Η γυναίκα στο αφηγηματικό σύμπαν του Χατζημωυσιάδη «απαλλάσσεται» από το στρατιωτικό χιτώνιο της επιστράτευσης και αποδίδεται στον αναγνώστη παραδομένη στα κοινωνικά στερεότυπα που την ακολουθούν ακόμα και ως «ίση», ως  συναγωνίστρια. Γίνεται σκεύος ηδονής, είδος αναλώσιμο, και το μόνο που την εξομοιώνει με το «Άλλο», είναι η αξόδευτη ζωή που αφήνει βορά στα όρνεα του βουνού, μισοθαμμένη στο χιόνι, για να γλιτώσει την βάρβαρη κακοποίηση,  καθώς το θεωρητικά «ίσο» της, το Άλλο, τελειώνει στον πάτο κάποιας λίμνης, ή πίσω από μια σφαίρα του εκτελεστικού αποσπάσματος, προς γνώσην και συμμόρφωσην, κι ας ήταν μόνο ακόμα ένα παιδί.

Ας ήταν ακόμα άγουρο και ας ήταν να μην πέθαινε, μα να ζει στην άκρη του ονείρου, στην υπόσχεση που έδωσε, σ’ εκείνους  που δεν πρόδωσε και εξορίστηκε να υπηρετεί έναν θεό που δεν πίστεψε, που τον απόδιωξε νωρίς. […]«Τρεις πυροβολισμούς πρόλαβε ν’ακούσει.», ο Κυριάκος, «Τρεις φορές πρόλαβε να επαναλάβει την ερώτηση. Ποιος; Ποιος; Ποιος;», σελ.39. Είναι η Αμαλίτσα, η Σωτηρία, η Θεανώ, που μοιράζονται τον ίδιο θάνατο με τον Κυριάκο, τον Χαραλάμπη, τον Αποστόλη, τον Σωτήρη, τον Αβράμη, ακόμα και με τον Γεωργιάδη, […] «Οι εικόνες γίνονται ένα κουβάρι, στροβιλίζονται μες στο μυαλό του… Η αίτηση χάριτος, η απόρριψή της, η αντίδραση των συντρόφων του, το άχτι που του είχε ο Γούσιας γιατί ανέφερε στον Βαφειάδη τις ατιμίες του με τις αντάρτισσες,…». Η ιστορία δεν συγχωρεί και όταν η λογοτεχνία καλείται να την ομολογήσει δεν μπορεί παρά να είναι αληθινή.

Οι περιγραφές του Χατζημωυσιάδη δεν φείδονται ρεαλιστικής αποτύπωσης και οι εικόνες είναι συχνά σκληρές, μα διαθέτει το ταλέντο να διαφεύγει σ’ έναν κόσμο ονειρικό, αναζητώντας την παρηγορητική και ταυτόχρονα μαγική επίδραση της ανάδρομης αφήγησης. […] «Ο υδάτινος κόσμος της είχε φανταστικά πλάσματα με τη μορφή υποζυγίων, μια γριά μάγισσα με τη μορφή της μητέρας της, τον καλό πρίγκιπα με τη μορφή του δράκοντα με τη μορφή του πατέρα της… όπως συμβαίνει συχνά στα παραμύθια… όταν ένα χέρι την άρπαξε  απ’ τα μαλλιά και την τράβηξε… όπως το χέρι του πατέρα της, κάθε φορά που την έκλεινε στην στάνη, πασπάτευε το σώμα της και κατέβαζε το παντελόνι του.»

Ο Χατζημωυσιάδης καταθέτει τη λογοτεχνική του άποψη για μια ιστορία που τη βίωσε δεχόμενος τον τραγικό της απόηχο. Τον πόνο που καταστάλλαξε αφηγείται, όταν αποδίδει στη μνήμη του Κωνσταντή ό,τι του αναλογεί από ένα ευπρεπές μνημόσυνο, και το αίμα έχει μνήμη κι επιστρέφει στα χέρια του Χαράλαμπου που απασφαλίζει πια τη χειροβομβίδα της ψυχής του. Δεν σκοτώνει, ίσως και να το κάνει, ο ίδιος αναγνώστης θα αποδώσει δικαιοσύνη κατά το δικό του υπερκείμενο. Ο Χατζημωυσιάδης, θέλει τον αναγνώστη συνοδοιπόρο στην ανάδρομη πορεία του.

Είναι η  ώρα που ο Κυριάκος γυρεύει μιαν απάντηση, […] «Ποιος, πατέρα, θα το βρει το δικό σου δίκιο;», η ώρα που η Σωτηρία φορά το φύλο του χαμένου δίδυμου αδερφού της, […] «Έβγαλε ένα μαχαίρι, έκοψε τα μαλλιά της και τα ’ριξε πάνω του… “Ποια Σωτηρία;”, τον ρωτάει… “Σωτήρης”,… Ακούω μονάχα Σωτήρης.”», η ώρα που,[…] «Ο Χαραλάμπης στέκεται για λίγο μπροστά στο μεγάλο παράθυρο του εντευκτηρίου,… σφίγγοντας στα χέρια το ντουφέκι. “Σαν παράξενα λαλούν οι κοκόροι. Πετούμενο δεν είν’ στον ουρανό κανένα να πετάει”, έρχονται στο μυαλό του τα λόγια της μάνας του.»

 Είναι η ώρα της δικαιοσύνης απαλλαγμένη από την τυφλότητα και τα δεινά που φέρουν τα άκρα, η ώρα που η ανθρώπινη ύπαρξη έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια της την ουσία._

*

©Κατερίνα Παπαδημητρίου