Ολυμπία Θεοδοσίου, Νύχτα περασμένη σε μεστή κλωστή

Στο τελευταίο σπίτι του δρόμου
ξενυχτούσαν τη ζωή,
είχε αφήσει την πνοή της
πάνω στην σκονισμένη
σκαλιστή σερβάντα
και είχε τραβήξει
για το πευκοδάσος.

Της άρεσε
η ευωδιά του μελιού
που έρεε άφθονο
από τις αλύγιστες βελόνες.

Στο σπίτι μπαινόβγαινε λαός,
όλοι κρατούσαν από ένα λουλούδι
και το άφηναν στο πάτωμα,
ήθελαν να φτιάξουν
το μονοπάτι της επιστροφής.

Η νύχτα έξω βάδιζε
πάνω στα αχαρτογράφητα
ποτάμια της πλάσης,
χνάρια δεν άφηνε,
έτσι φυλούσε την μοναξιά της
από τα όρνια,
κι έπινε γουλιά-γουλιά
το φεγγάρι.
Στο σπίτι συνέχισαν να έρχονται
άγνωστοι άνθρωποι,
συνεννοούνταν με απόλυτους
γεωμετρικούς όρους.
Όλοι κάθονταν στο πάτωμα,
οι καρέκλες φορούσαν
ρούχα βαριά, ανήλιαγα.

Λίγο πριν το ξημέρωμα
στο κατώφλι της ανοιχτής εξώπορτας
πρόβαλε η ζωή,
έτρεξαν όλοι να την προϋπαντήσουν,
τους είχε λείψει η χροιά της φωνής της
πάνω στην σάρκα τους.

*

Γέννηση ενός κύκλου

Θέλω να κόψω ένα κομμάτι από τον ήλιο, κατά προτίμηση το πάνω δεξιά -όπως τον κοιτάζω εγώ-. Η αζάρωτη σάρκα μου πεινά για πληγές και προπατορικά αμαρτήματα, θέλει να ερωτοτροπήσει με τέρατα μυθικά, ξεριζωμένα από την κοιλιά της Κίρκης. Εγώ σε εμβρυακή στάση ακούω γουρούνια να σκούζουν, έτσι απομνημονεύω την πρώτη μου λέξη -Πρέπει-. Αρχίζω και χτυπιέμαι μέσα στην ρώγα του σταφυλιού, στην οποία κατοικώ εδώ και εννέα μήνες. Ο ποταμός που με ταξιδεύει στο κατόπι του χρόνου θεριεύει και με εξορίζει από το σεληνιακό τοπίο της μητέρας μου. Βρίσκομαι επιτέλους ελεύθερη σε έναν φυλακισμένο κόσμο. Η ώρα είναι δύο το μεσημέρι κάνω τα πρώτα μου βήματα στο πρωτόπλαστο ικρίωμα. Μια θηλιά αχνοφαίνεται -για να μην σας λέω ψέματα, ο κύκλιος λογισμός ήδη έρπει στον ανοιξιάτικο λαιμό μου-.

*

©Ολυμπία Θεοδοσίου

φωτο: Στράτος Φουντούλης