Μίκης Αναστασίου, Ο λογιστής ―Μυθιστόρημα, εκδόσεις Ενύπνιο, σελ. 286.
Περιγραφή
Ο Θανάσης, ένας σαραντάχρονος αλκοολικός λογιστής χωρίς φιλοδοξίες, ζει µια µίζερη, µοναχική ζωή, µεταλαµβάνοντας καθηµερινά την ιδέα της αποτυχίας του και της φθοράς που επιφέρει ο χρόνος στο πρόσωπό του. Απολυµένος από τη δουλειά του, εγκαταλελειµµένος από τη συµβία του, µπλέκει σε µια ερωτική περιπέτεια µε µια παράξενη γειτόνισσα, τη Μαρία, που, παρότι δεν είναι πεπεισµένος για την αγαθή της προαίρεση, κοντά της νιώθει ότι βρίσκει ένα γιατρικό για την απελπισία του και ότι γίνεται ο άλλος που πάντα ήθελε να είναι. Η καχυποψία του απέναντι στη Μαρία, η κακοφορµισµένη σχέση µε τον παιδικό φίλο και µέντορά του, το ασφυκτικό κλίµα στη νέα του δουλειά, η ανέχεια και η µειονεξία του τον διαβρώνουν ύπουλα και, όταν μαθαίνει την αλήθεια για τη Μαρία, ο Θανάσης καταρρέει. Πέφτει κάθε µέρα και πιο χαµηλά και, από άµυνα ή διαστροφή, σχεδόν απολαµβάνει την πτώση του, σαν να βρήκε την αληθινή του κλίση…
✳︎ ✳︎ ✳︎
Ο κεντρικός ήρωας του µυθιστορήµατος, εκείθεν των θρησκευτικών βεβαιοτήτων, της παράδοσης, της ιερότητας του αίµατος, των στέρεων νοηµατοδοτικών αρχών, σέρνεται εική και ως έτυχε, χωρίς να έχει τόπο να σταθεί, τραυµατισµένος ανεπανόρθωτα από µια πρωταρχική απώλεια, µεταφυσική, ηθική, ψυχολογική, κοντολογίς υπαρξιακή. Και σε ένα µεγαλύτερο βάθος, η απώλεια αυτή δεν αφορά µόνο το άτοµο του παρηκµασµένου δυτικού πολιτισµού, αλλά τον άνθρωπο εν γένει και τη µεταφυσική του αθλιότητα, αυτήν τη ριζική αναπηρία που επέχει θέση ουσίας.
Αλλά ο απορφανισµένος κόσµος δεν είναι απαραίτητα ένας κόσµος αποµαγευµένος. Το µεταφυσικό βίωµα µπορεί να είναι εξίσου ισχυρό σε ένα άκεντρο σύµπαν, γιατί το µυστήριο, ως ανεξιχνίαστη καταγωγή, ως πολυσήµαντη σιωπή στην καρδιά τού είναι – και του ανθρώπου – εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτήν την ακροσφαλή ισορροπία ανάµεσα στο θαύµα και το µηδέν ενσαρκώνουν τα πρόσωπα του µυθιστορήµατος, αυτήν την ισορροπία προσπαθεί να εκφράσει η γλώσσα του κειµένου.
✳︎
(Απόσπασμα από το 2ο κεφάλαιο, σελίδες 40-43)
ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑΚΙΑ
Όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι, προσπάθησε να υπολογίσει πόσα τσιγάρα είχε καπνίσει από το πρωί. Αυτό τον βοηθούσε να κοιμηθεί – σαν το μέτρημα των προβάτων, όταν ήταν μικρός – καθώς έτσι κρατούνταν μακριά οι απρόσκλητες σκέψεις που διαβρώνουν το μυαλό ενός ανθρώπου που ξαπλώνει μόνος σε ένα κρύο κρεβάτι, οδηγώντας τον σιγά-σιγά από το καθησυχαστικό σκοτάδι μιας συνηθισμένης νύχτας στην αβάσταχτη διαύγεια της αϋπνίας – στο κατάφωτο σκοτάδι. Θυμόταν ότι είχε καπνίσει πέντε μέχρι να φτάσει στη δουλειά (δύο στο σπίτι με τον καφέ, δύο στη στάση κι άλλο ένα μόλις κατέβηκε από το λεωφορείο) και περίπου άλλα τόσα μέχρι να έρθει το αφεντικό, σύνολο δέκα το πολύ. Στις επόμενες εφτά ώρες θα κάπνισε είκοσι με είκοσι πέντε (τρία με τέσσερα κάθε ώρα, αυτό δεν άλλαζε) και στη διαδρομή μέχρι το σπίτι δύο ή τρία, σύνολο ας πούμε τριάντα οχτώ. Από κει κι έπειτα είχε χάσει τον λογαριασμό, αλλά ο ύπνος δεν ερχόταν ακόμα, έπρεπε να συνεχίσει. Τρία ή τέσσερα μέχρι να κατέβει στη γειτόνισσα, μπορεί και παραπάνω, άλλα δύο – ή τρία; – στο σπίτι της (θυμήθηκε τα χείλη της που γυάλιζαν μετά από κάθε γουλιά, αλλά αυτές δεν είναι σκέψεις για κάποιον που προσπαθεί να κοιμηθεί, μια φορά τα έγλειψε κιόλας, μπορεί και δύο) σύνολο – είχε μπερδευτεί – σαράντα πάνω-κάτω, πενήντα μάλλον (άρχισε να νυστάζει επιτέλους, αλλά έχουμε δρόμο ακόμα) μέσος όρος σαράντα πέντε, αλλά τι σημασία έχει, θα πεθάνει όταν θα έρθει η ώρα του, πέντε ή έξι αφότου γύρισε στο σπίτι, δεκαέξι μάλλον ή ίσως πάνω από είκοσι, «οι καπνιστές πεθαίνουν πρόωρα», γράφει στο πακέτο, τριάντα τρία μέσος όρος, σύνολο ενενήντα ή εκατό, μπορεί και διακόσια, «οι άνθρωποι πεθαίνουν πρόωρα», θα αποκοιμηθεί όπου να ‘ναι, αλλά αυτό δεν πρέπει να το σκέφτεται γιατί θα τα καταστρέψει όλα, τα κατέστρεψε κιόλας, πάμε πάλι από την αρχή αλλά χωρίς τσιγάρα, καλύτερα τα προβατάκια.
Θυμήθηκε τη γυναίκα που είχε συναντήσει στον δρόμο· την είδε ξαπλωμένη δίπλα του χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του, τον κοίταζε κι εκείνη, αλλά το βλέμμα της του ήταν δυσάρεστο και για να την ξεχάσει σκέφτηκε ότι το δωμάτιο της Μαρίας βρίσκεται ακριβώς κάτω από το δικό του. Τώρα θα κοιμάται στο στενό της κρεβάτι, σκεπασμένη μέχρι τον λαιμό, σ’ αυτό το κρεβάτι που σχεδίαζε να ξαπλώσει κι ο ίδιος, αλλά τα πράγματα ήρθαν αλλιώς – πάλι καλά. Ένιωσε μια τρυφερή συμπάθεια για τη γειτόνισσα και απόρησε που μέχρι τώρα του ήταν τόσο αδιάφορη. Η έλξη που του ασκούσε όταν καθόταν απέναντί της, μέσα σε κείνο το σαλόνι που ήταν μαζί και κρεβατοκάμαρα – τώρα το καταλάβαινε – δεν ήταν η συνηθισμένη έλξη ενός ξένου σώματος που εξανεμίζεται μόλις αυτό γίνει οικείο και χάσει το πλεονέκτημα της απόστασης. Ή μάλλον ήταν και αυτό, αλλά κυρίως ήταν κάτι άλλο, κάτι ευρύτερο από την τυραννία του φύλου της, ευρύτερο από την ίδια τη Μαρία, υπόσχεση και ματαίωση εν τω άμα, και – τώρα το καταλάβαινε – υπενθύμιση αυτού που του λείπει, που δεν ξέρει τι είναι αλλά νιώθει καθαρά την έλλειψή του. Και ίσως η γοητεία της εκμηδενίζεται όταν η Μαρία βγαίνει από το σπίτι, ακόμα κι όταν στέκεται στην εξώπορτα με το ένα πόδι έξω, γι’ αυτό δεν την είχε προσέξει μέχρι τώρα, ίσως – όχι ίσως, σίγουρα – στην εξώπορτα εμφανίζεται η Μαρία που του πιάνει συνέχεια την κουβέντα και τον κάνει να βαριέται, ενώ η άλλη Μαρία, σιωπηλή και αθέατη, στέκεται δυο βήματα πιο μέσα και περιμένει. Αλλά αυτά είναι ανοησίες, αύριο το πρωί θα γελάει, αν θα τα θυμάται, αλλά δεν πειράζει, αρκεί να τον βοηθήσουν να κοιμηθεί, σαν τα προβατάκια που μετρούσε μικρός.
Οι σκέψεις του άρχισαν να βυθίζονται, ίσως ήταν ήδη βυθισμένες εδώ και ώρα, αλλά αυτό δεν τολμούσε να το σκεφτεί και προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε πλύνει τα δόντια του πριν ξαπλώσει. Άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε, χωρίς να εκπλαγεί ιδιαίτερα – ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι της Μαρίας. Μάλλον, τελικά, ήπιε την τρίτη μπίρα και μετά δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Εκείνη δεν έχασε την ευκαιρία και τον κοίμισε στο κρεβάτι της. Μα πού είναι; Σίγουρα θα κοιμάται στο δωμάτιο της Κατερίνας. Αποφάσισε να πλύνει τα δόντια του με την οδοντόβουρτσα της Μαρίας – αυτή πώς έπινε από το ποτήρι του; Μα πώς θα καταλάβει ποια είναι η δική της; Θα ήταν ανήθικο να χρησιμοποιήσει την οδοντόβουρτσα της Κατερίνας, είναι παιδί ακόμα. Και μάλλον τον σιχαίνεται. Άκουσε έναν άνθρωπο να ανασαίνει δίπλα στ’ αυτί του και ανατρίχιασε – τόση ώρα δεν είχε αντιληφθεί ότι στο πλάι του κοιμόταν η Ιωάννα. Τα μαλλιά της ήταν κομμένα κοντά κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου. «Γι’ αυτό δεν απαντούσε στο τηλέφωνο», ξεκαθάρισαν μεμιάς όλα μέσα του. Έπρεπε να σηκωθεί και να φύγει – μόλις ξυπνήσει αυτή θα αρχίσει να τον ρωτάει τι δουλειά έχει στο κρεβάτι της γειτόνισσας. Η Ιωάννα άλλαξε πλευρό, το κρεβάτι έτριξε και από το διπλανό δωμάτιο άκουσε τη φωνή της μητέρας του που τον καλούσε. Πετάχτηκε αλαφιασμένος και στηρίχτηκε στους αγκώνες του – φυσικά δεν είχε καμία δουλειά στο κρεβάτι της γειτόνισσας και δίπλα του δεν κοιμόταν κανείς. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και το λαρύγγι του είχε στεγνώσει, δεν μπορούσε να καταπιεί. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα για να πιει λίγο νερό. Άναψε το φως κι έμεινε αποσβολωμένος – η Μαρία στεκόταν ξυπόλυτη μπροστά στον νεροχύτη κι έπλενε τα πιάτα σιγοτραγουδώντας. Είπε μαλακά το όνομά της για να μην την τρομάξει, εκείνη δεν τον άκουσε, πήγε να το ξαναπεί λίγο πιο δυνατά, αλλά ανατρίχιασε ολόκληρος. Μια κατσαρίδα έτρεχε στην πλάτη της, ανέβηκε μέχρι τον σβέρκο της και χάθηκε κάτω από το λεπτό ύφασμα. Έβγαλε μια κραυγή και ξύπνησε.
Άναψε το φως και αφουγκράστηκε – το μόνο που ακουγόταν ήταν το καθησυχαστικό μουρμούρισμα του ψυγείου, ήταν μια συνηθισμένη νύχτα. Διψούσε, αλλά φοβόταν να πάει στην κουζίνα. Ένα ουίσκι θα τον βοηθούσε – μισό – αλλά το απαγόρευσε στον εαυτό του. Έμεινε ανακαθισμένος στο κρεβάτι με το φως αναμμένο. Αν η Μαρία δεν είχε κοιμηθεί ακόμα, τότε ίσως είχε ακούσει την κραυγή του – το κρεβάτι της είναι ακριβώς από κάτω. Εκτός κι αν η κραυγή ήταν μέρος του εφιάλτη του. Σιγά-σιγά ηρέμησε και έσβησε το φως. Άρχισε να μετράει τα προβατάκια των παιδικών του χρόνων που τον κοιτούσαν απορημένα, και κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε χωρίς να ξυπνήσει ξανά μέχρι το πρωί.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.