Πάνος Νιαβής, Δέκα πόντους μαύρο χιόνι ―κυκλοφορεί [απόσπασμα]

Από τις εκδόσεις Αρμός

Σαν βγήκα στα «Κεδρωτά» στο ίσιωμα, αλλοφρόνησα κι  έβαλα τα σκουξίματα. Ποιος  να μ’ ακούσει μες την ερημιά. Στα «Ρόγκια» βέλαξε μια γίδα, αλλά πού εγώ μυαλά να  μαυλίσω ξανά.

Μπροστά μου ένα κορίτσι δεκαοκτώ, άντε το πολύ είκοσι χρονών, κείτονταν χωρίς  κεφάλι. Τα βυζιά του χαραγμένα με  μαχαίρι με το σχήμα σταυρού, με ανοιγμένη την κοιλιά από ανθρώπινο χέρι, «που να του το ξεράνεις από τη ρίζα, Θεούλη μου», σκέφτηκα. Ανοιγμένη κι από κάτω με τόσο μίσος  που  δεν φαίνονταν  παρά μια  μεγάλη  τρύπα μέσα σε ξεραμένα αίματα.

Παραμέρισα με μανία τις πουρναρότουφες ψάχνοντας να  βρω το κομμένο κεφάλι.

Το βρήκα σφηνωμένο μέσα σε μια κεδρότουφα. Ένα πρόσωπο νεράιδας, με μια  πυροκόκκινη πλεξίδα κοντά το ένα μέτρο, και σαν το χέρι μ’ χοντρή. Παρά την ταλαιπωρία που τη σφάξανε και τη βιάσανε, η ομορφιά  της  ήταν εκεί και φώναζε παγωμένη κι αλύγιστη  απ’  τα τόσα βάσανα να ραγίζουν ακόμη κι οι πέτρες. Όχι , εγώ που λογιζόμουν ακόμη άνθρωπος, τότε.   Θα έκαιγε  καρδιές  και καρδιές  παλληκαριών,  η δόλια, αν δεν της τα  έφερνε έτσι  η μαύρη  η τύχη  της,  να  πεθάνει  ατιμασμένη απ’ αυτούς  που πολέμαγαν, λέει,  για  «την  πατρίδα, τη θρησκεία  και την οικογένεια».

«Που να τους κάψει κακιά  αστραπή αν ήταν άνθρωποι αυτοί που τα έκαναν αυτά σε τούτο πλάσμα, Μεγαλοδύναμε», μονολόγησα κλαίγοντας.

Το ένα μάτι έλειπε, είχε  προλάβει και το είχε φάει κάποιο ζ’λαπι. Κάψα κακή με πήρε και με σήκωσε, παραλόισα. Ούτε που ξέρω πόση ώρα είχα με το  κομμένο κεφάλι της αντάρτισσας στην αγκαλιά μου.

Κάπου κύλησε μια πέτρα απέναντι και είδα τη Φλώρα τη γίδα μου να βγαίνει στο σύρραχο, «Στο αλωνάκι». Μαύλισα δυνατά και ρέκος τις έπιασε σαν με άκουσαν. Κόψανε μπιχτοκέφαλα στην πλαγιά και μου έρχονταν, π’λαλώντας.

Απίθωσα  το κεφάλι  της  κοπέλας  πάνω  σε  μια πέτρα και γύρισα στο σώμα της. Την  έπιασα από το πόδι  και την έσυρα προς το χαλιά. Παραμέρισα κάμποσες πέτρες κι  άνοιξα ένα λαγούμι. Την τράβηξα μέσα, οι γιδούλες μου είχαν φτάσει. Λείπανε δύο, ποιος νοιαζότανε εκείνη την ώρα, αργότερα τις έκλαψα κι εκείνες με τη σειρά τους, τώρα είχα άλλη δουλειά να τελέψω.

Γύρισα στο ξέφωτο κοίταγα το κεφάλι της κι έκλαιγα, για κείνην έκλαιγα, για μένα  έκλαιγα,  δεν το ξέρω ακόμα και σήμερα.

Λίγο πιο πέρα είχε μια  σοκίπα που έπρεπε να κρεμαστείς και να κατεβείς στη σοκίπα.  Έριξα με προσοχή  το  κομμένο κεφάλι, μην πέσει κάτω στον γκρεμό και  γίνει  χίλια κομμάτια και ξεδιάλεξα ένα γκρίζι από κέδρο σκληρό  για  να σκάψω  στο χώμα   να  χώσω  την  ομορφιά  της  και κείνο το μάτι το γαλανοπράσινο, το παγωμένο που  σε κοίταγε ίσα  κατάματα χωρίς το παράπονο της αδικίας του θανάτου που της έλαχε  εν ώρα «καθήκοντος».   Μια στάλα νερό «δάκρυζε» στη ρίζα του  βράχου. Μια σειρά  από μωβ κρίνα κάλυπταν το χώμα της σοκίπας.

Έσκαψα με το γκρίζι και  σήκωσα  τα κρίνα  και κάμποσο  χώμα.  Απίθωσα με  προσοχή   το κεφάλι  κάνοντας  μια κουλούρα  από κάτω την κοτσίδα της να μην της απιθώσω  το  κεφαλάκι της μες την κρύα λάσπη.  Έκανα έτσι μια να της κλείσω το μάτι αλλά  εκείνο το  έρμο παγωμένο  αρνιόταν πεισματικά να κλείσει.

«Ας  τ’ αφήσω ανοιχτό,  καημενούλα, να βλέπεις τα κρίνα ν’ ανθίζουν κάθε άνοιξη  που θα είσαι εδώ για πάντα, αγέραστη και χωρίς βάσανα και σκοτούρες πια γι’ αυτή  τη ρμουσέλα την ‘επανάσταση’», μονολόγησα .

Τη σκέπασα με το χώμα, απίθωσα και τα κρίνα στη  θέση τους, της είπα και όσο από το  «Πάτερ ημών» ήξερα, την έκλαψα χωρίς να ξέρω γιατί, σαν ξένη που δεν θα την έκλαιγε κανένας. Αν και κείνη την ώρα πρέπει να έκλαψα και για τα δικά μου τα   βάσανα που δεν ήταν και λίγα.

Άδειασαν τα μάτια μου απ’ τα τελευταία δάκρυα  που της  χρώσταγα και  κοίταξα πέρα  πάνω από τα βουνά:

«Ποια μανούλα κει σια παν, θα σε περιμένει, η δόλια, να γυρίσεις κοιτώντας  αξημέρωτα  ή τα σούρουπα τη δημοσιά;» είπα, λες κι ήταν ζωντανή και είμασταν φίλες κι είχαμε  πιάσει κουβεντολόι.

«Πού είναι η  Μεγαλοσύνη σου, Θεέ μου;  Για ποια δόξα  Σου έπρεπε να σε υμνήσει  εκείνη η δόλια η μάνα, που πέθανε με τον καημό πως μια  μέρα θα φανεί στην πόρτα  της τούτος εδώ ο άγγελος, που του έχωσα το κεφάλι κάτω από τις ρίζες των κρίνων  και σε λίγο καιρό στις κόχες θα ρίζωναν ξανά τα μωβ κρίνα;».

Κρεμάστηκα από ένα κλαδί κουμαριάς και σκαρφάλωσα πάνω. Ανάσανα σαν να  κουβάλησα ασήκωτη μεριά φόρτωμα ή να πέρασα μεγάλα μαρτύρια.

Μαύλισα τς  γίδες μ ‘ και κίνησα να φύγω μπιχτιά τον κατήφορο να μην πέσω ξανά   πάνω σ’ όλα εκείνα τα κουφάρια των σκοτωμένων και  να  έρθω  «πρόσωπο  με πρόσωπο»  μαζί τους ξανά.

Κοράκια και  όρνια  άρχισαν να κάνουν κύκλους πάνω τους και να κρώζουν πένθιμα. Έγινε το στομάχι μ΄ κόμπος.

Έφτασα στον πάτο στο  ρέμα του «Ιγούνια». Σταμάτησα να δω τι κάνει κείνο το δόλιο το παιδάκι, το τραυματισμένο, μες το ριζοσπήλι. Κείτονταν εκεί και βαριανάσαινε.

«Πώς είσαι;», το ρώτησα, «πονάς πολύ;».  Βόγκηξε, κάτι ήθελε να πει μα δεν μπόρεσε  ν’ αρθρώσει λέξη. Έπιασα την κόκια μ’ την πιο  ήμερη γίδα μ’ και την ανέβασα στο ριζοσπήλι. Τρόμαξε το ζωντανό κι έκανε να το βάλει στα πόδια. Την έπιασα από τα  κέρατα  και  την τράβηξα μέσα.  Δεν αντιστάθηκε αλλά είχε τ’ αυτιά  κατσιουλωμένα  να κάνει μπραφ σια πέρα, αν κάτι την τρόμαζε. Της μίλαγα  και τη  χάιδευα  στα  πλευρά  της  και γύρισα  τα  μαστάρια της  κατά το στόμα  τ΄ μεριά.

Εζάξα  λίγο γάλα με το ένα χέρι  μιλώντας στην κόκια να μην μου φύγει και με το άλλο του άνοιξα το στόμα  τ’. Έγλειψε τα χειλάκια τ΄ κι εγώ συνέχιζα να μαλάζω το βυζί της γίδας, ζουκ, ζουκ ζεστό γάλα στ’ ανοιχτό το στόμα τ’.

«Αγάντα, λεβέντη μ’»,  του είπα χωρίς να το πιστεύω. Φαινόταν πως είχε πανιάσει,  ώρες μέτραγε.

Στο τέταρτο ή  πέμπτο ζουκ, τριμτάνιασε δυνατά σαν να σεληνιάστηκε, τρόμαξε η  κόκια  μ’  και μου έφυγε τρέχοντας να βρει τις άλλες.

Ξέρασε μαύρο αίμα κι έγειρε το κεφαλάκι τ’ στο πλάι. Το  ένιωσα, έπαψε να πονάει, ν’ αναρωτιέται και ν’ αγωνίζεται για ό,τι το κράταγε στη ζωή. Τα μάτια του όμως κράτησαν όλη  την αγωνία που πέρασε. Χείμαρρος κύλαγε από μέσα τους παγωμένος η αγωνία και η απορία. Από το στόμα του έσταζε ακόμα αίμα νερωμένο απ’ το γάλα που το πότισα!

«Πάει κι αυτό, το δόλιο», είπα χωρίς δάκρυα πια.  Δεν είχα κουράγιο να το θάψω κει  παραδίπλα στο χαλιά. Του έκλεισα τα μάτια και μάζωξα τις γίδες και  τράβηξα  σιακάτ’ το ρέμα-ρέμα  για το σπίτι του Παροδώστα.

«Πάει κι αυτό», σκεφτόμουνα στον δρόμο, «απ’ αυτούς τους κερατάδες που  πεταλώνουν παχιά λόγια και τάζουν παραδείσους επί της γης. Σαν τους παπάδες κι αυτοί, μονάχα ο τόπος αλλάζει. Αυτοί  τάζουν έναν παράδεισο σε ένα ‘αύριο’ που ποτέ  δεν φτάνει, κι παπάδες στην άλλη ζωή».