Ήταν Σάββατο. Η εκκλησία γιόρταζε την Ανάσταση του Λαζάρου. Άρχιζαν οι πασχαλιάτικες διακοπές. Επιστροφή στην πατρική γη, εγκατάλειψη της Αθήνας και των υποχρεώσεων στο Πανεπιστήμιο.
Πρωινή κάθοδος στην καφετέρια. Ντυμένος ατημέλητα. Έτσι ήταν τότε. Δεκαετία του 1970.
Ο αιώνιος συνάδελφος ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Ο δάσκαλος με την εφημερίδα. Καθηγητής μου στο Γυμνάσιο. Μαθηματικός. Με σήκωνε στον πίνακα και με προσφωνούσε «Κύριε Συνάδελφε». Είχε προδιαγράψει το μέλλον μου. Επιβεβαιώθηκε όταν μπήκα στο Μαθηματικό της Αθήνας.
Κάθισε δίπλα μου και ξεκίνησε την κουβέντα με ευχή. «Χρόνια Πολλά». «Έχουμε κανέναν Λάζαρο και γιορτάζει σήμερα;», ρώτησα με τον δέοντα σεβασμό.
«Γιορτάζω εγώ», απάντησε. Μου εξήγησε: «Δεν με λένε Λάζαρο, αλλά και το κουστούμι του φόρεσα και τον έδειρα.»
Συνέχισε την περιγραφή: «Ήταν το 1951. Σάββατο του Λαζάρου. Μετά το σχολείο συμφωνήσαμε να πάμε κινηματογράφο. Δύσκολο. Η οικογένεια φοβόταν. Η σκοτεινή αίθουσα ήταν επικίνδυνη…. Μάλλον, ακριβό το εισιτήριο για τα οικονομικά μας. Η μητέρα μου υποχώρησε, αρκεί να ντυνόμουνα καλά. Το σινεμά στα μάτια της ήταν μεγάλη «έξοδος». Φόρεσα κουστούμι. Δεν ήξερα, πότε μου το είχε φτιάξει. Νόμιζα ότι είχε ραφτεί για μένα. Μόνο για μένα.
Οι μαθητές ανεβαίναμε στην γαλαρία. Ο εξώστης ήταν σχεδόν αποκλειστικά για μας. Καπνίζαμε ασυστόλως και κάναμε ό,τι άλλη βλακεία μας κατέβαινε.
Μια παρέα τρεις συμμαθητές. Ρεφενέ ένα πακέτο τσιγάρα μικρό.
Η ταινία με ιππότες. Πολύ ξιφομαχία και μεγάλες σκηνές με επελάσεις ιππικού. Δεν είχε αρχίσει πολύ ώρα, όταν ένας τεράστιος άνθρωπος μπήκε στο μπροστινό κάθισμα, ήρθε κοντά μου και άρχισε να ουρλιάζει: «Το κουστούμι μου, κλέφτη». Σάστισα. Ήξερα ότι τον φώναζαν Λάζαρο και ότι καθόταν συνέχεια έξω από ένα καφενείο, που ήταν του αδερφού του. Διατήρησα την ψυχραιμία μου. Όταν σήκωσε το χέρι του, απάντησα καταλλήλως. (τότε πέταγα ακόντιο).
Με τη φασαρία διέκοψαν την προβολή της ταινίας, άναψαν τα φώτα και κατέφθασε ο κύριος Τάσος ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου. Μόλις είδε τον Λάζαρο, του είπε αυστηρά να κάτσει κάτω. Μας πήρε και τους τρεις έξω. Εξήγησε. «Έχει γυρίσει από τον πόλεμο τρελός και με τους τρελούς δεν τα βγάζεις πέρα. Η ταινία θα παίζεται και αύριο. Ελάτε να την δείτε ό,τι ώρα θέλετε, αλλά πριν μπείτε, να έρθετε να με βρείτε εμένα.»
Ένιωθα ντροπή. Χάλασα τη σαββατιάτικη έξοδο των συμμαθητών. Αναζήτησα την αιτία. Από μισόλογα περάσαμε στην πλήρη αποκάλυψη: Το Λάζαρος ήταν παρατσούκλι. Πριν από τον πόλεμο τον έλεγαν Λεωνίδα. Η μέρα που του σημάδεψε την ζωή, ήταν τον Απρίλιο του 1941. Ο Λεωνίδας υπηρετούσε σε μια μονάδα έξω από το Τεπελένι, όταν έφτασε το σήμα της συνθηκολόγησης. Οι στρατηγοί είχαν αποφασίσει να συμφωνήσουν, με τους Γερμανούς, αφοπλισμό του στρατού και επιστροφή στα σπίτια τους. Ο Λεωνίδας αποφάσισε να μην παραδώσει τα όπλα, αλλά να γυρίσει μόνος του. Χάθηκε. Αντί για νότια, τράβηξε κατά τα Τίρανα. Μια Αλβανική Μιλίτσια τον βρήκε να τριγυρνάει οπλισμένος και πεινασμένος μέσα στα χωριά που έλεγχε. Τον συνέλαβαν. Τον κράτησαν αιχμάλωτο. Σκλάβο. Τον υποχρέωναν σε ένα σωρό σκληρές δουλειές.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος και άλλαξε το καθεστώς στην Αλβανία, τον απελευθέρωσαν. Με λίγη καθυστέρηση τον έστειλαν στην Ελλάδα. Το καθεστώς του Έμβερ Χότζα ήθελε να δείξει πως οι αντίπαλοί του ήταν χειρότεροι. Ο Λεωνίδας θα ήταν η απόδειξη.
Ταλαιπωρημένος έφτασε πίσω. Κανείς δεν τον συμπόνεσε. Του έβγαλαν το παρατσούκλι Λάζαρος, επειδή αναστήθηκε. Η μητέρα του τον θεωρούσε όλα αυτά τα χρόνια για πεθαμένο και του είχε φτιάξει και τάφο, του έκανε μνημόσυνα, τρισάγια και όλα τα συναφή. Ο Λάζαρος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Καθόταν. Από το καφενείο του αδερφού του, στην παραλία, έβλεπες ένα πολύ ωραίο ηλιοβασίλεμα. Τα μάτια του κοίταζαν ασάλευτα με τις ώρες τον ήλιο να δύει.
Η μητέρα του είχε μοιράσει τα προπολεμικά ρούχα του Λάζαρου. Το κουστούμι το είχε πάρει η δική μου μάνα για «Να το έχω, όταν μεγαλώσω».
«Κι ο Λάζαρος τι απέγινε;».
«Μια 25η Μαρτίου, φόρεσε τα τσολιαδίστικα που ντυνόταν προπολεμικά για τις παρελάσεις, πήγε σε ένα βρωμερό σημείο του λιμανιού, είχε δέσει και μια πέτρα στο λαιμό και φούνταρε. Η φουστανέλα ήταν το μόνο προπολεμικό του ρούχο, που δεν το είχε μοιρασει η μητέρα του.»
*
©Τόλης Κοΐνης
φωτό: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.