Εκείνο το απομεσήμερο ο ποιητής βγήκε στο μπαλκόνι του κρατώντας σε ένα πάκο Α4 όλα τα αδημοσίευτα ποιήματα του. Κοίταξε μια τον Λυκαβηττό και μια τον καθαρό Αττικό ουρανό νιώθοντας μια ανεξήγητη μα θανατερή μελαγχολία. Έπιασε έπειτα τις κόλλες και άρχισε να τις κάνει σαΐτες. Δεν τις έφτιαχνε όλες στο ίδιο μοντέλο, άλλες τις έκανε stealth, άλλες Mig και άλλες spitfire, το σίγουρο πάντως ήταν πως κανένα ραντάρ περισπούδαστων κριτικών και εκδοτικών καρουζέλ δεν μπορούσε να τις πιάσει καθώς προσγειώνονταν σε συνοικιακές βιοτεχνίες, αυλές vegan καφέ, εγκαταλειμμένα παλαιοβιβλιοπωλεία, τοξικά αφτεράδικα και μπαλκόνια χρεωκοπημένων νοικοκυριών. Όλες οι έντυπες παραστάσεις και προσλαμβάνουσες της πόλης επέστρεφαν πάλι σε αυτή.
Αφού πέταξε όλα τα ποιήματα του ο ποιητής σκαρφάλωσε στο πεζούλι του παραπέτου και κοίταξε το κενό. Γνώριζε πολύ καλά τους νόμους της βαρύτητας, αν έβγαινε από την άλλη πλευρά και άφηνε τα χέρια από την κουπαστή θα γινόταν ένα συνονθύλευμα από σπλήνες, συκώτια και κόκκαλα. Ο ήλιος έκαιγε στο αποκορύφωμα του και παρόλα αυτά η ίδια θανατερή αίσθηση των επαναλαμβανόμενων ματαιώσεων του έκαιγε τα μάτια. Σκαρφάλωσε με τις σαγιονάρες στο κάγκελο του στηθαίου κρατώντας γερά την κουπαστή.
«Καμία ματαιοδοξία δεν πρέπει να συνθλίβει την ανθρώπινη ύπαρξη, αν προβώ σε ένα τέτοιο διάβημα θα γίνω ίδιος με αυτούς που περιφρονώ»
Αναλογίστηκε φωναχτά, κατέβηκε από το κάγκελο κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και έφτιαξε τον πιο γλυκό καφέ της ζωής του…
*
©Αχιλλέας Σωτηρέλλος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.