Ζωή Κατσιαμπούρα, Έλα να σου πω

Να σου τα πω, λοιπόν, τώρα έτσι που καθόμαστε κι έχουμε την ευκαιρία.

Ο θείος μου και άλλοι ψαράδες από απέναντι έρχονταν και ψάρευαν εδώ, από πάντα. Κι όταν το  ’14 αγρίεψαν τα πράγματα εκεί, τους  πήρε και τους έφερε εδώ, την οικογένεια, γιατί είχε φίλους.

Και μείνανε στης Χριστοδούλας, είχε σπίτια αυτή και κτήματα και με το παραπάνω. Είχε και ένα γιο που αργότερα σκοτώθηκε, αξιωματικός, στον Σαγγάριο. Είχε και μια θυγατέρα, που την  είχε παντρέψει με τον Νικόλα τον Μπουχλή και έκανε ένα κοριτσάκι η καημένη και πέθανε. Αυτός είχε μάνα Κασαμπαδιώτισσα και πατέρα από δω, ντόπιο, παπά, από το σόι, έλεγαν, των Αγαλλιανών, του άγιου Γνάτιου. Και ήταν και δάσκαλος εδώ. Την κόρη της Χριστοδούλας πώς την έλεγαν; Δεν θυμάμαι. Μπορεί να μη μου το είπε καν η μάνα μου το όνομά της.

Το μωρό, το εγγόνι της Χριστοδούλας,  είχε επιζήσει, αλλά ο πατέρας του, στα μαύρα του τα χάλια πήγαινε, για παρηγοριά ίσως, συχνά στο Αψηλό το μοναστήρι. Κι εκεί ο ηγούμενος που συνέχεια του λαλούσε «Να γίνεις παπάς, να γίνεις παπάς, Νικόλα», τον έπεισε. Αλλά πώς να γίνει παπάς έτσι; Έπρεπε να παντρευτεί. Του βρήκαν τη Σουζάνα από την Ανεμώτια, έγινε και παπάς εκεί δυο χρόνια και ύστερα ήρθε εδώ, στο σπίτι το προικώο της Χριστοδούλας.  Έκαναν  τρία παιδιά, όταν ήρθαν  οι δικοί  μου εδώ  είχαν κιόλας το πρώτο τους ένα κοριτσάκι, και το ορφανό το κοριτσάκι, η μάνα μου τα μεγάλωνε που λένε, όλη τη μέρα στο σπίτι τους ήταν. 

Κι έφτασε το ’19 και πήγε το ελληνικό  στον τόπο μας και γύρισαν και οι δικοί μου  και τα βρήκαν, άσ’ τα μην τα ρωτάς πώς τα βρήκαν.  Δεν πρόλαβαν να σιαχτούν, να νοικοκυρέψουν  κι ήρθε το έρμο το ’22.  Άντε πάλι η μάννα μου κι ο πατέρας της εδώ, η γιαγιά μου είχε πεθάνει. Πάλι στης Χριστοδούλας.  Που κι αυτή μαραμένη ήταν, μισότρελη, με δυο παιδιά πεθαμένα, πήγε και παντρεύτηκε έναν αληταρά, έναν ναμκιόρη,  που την έδερνε και πουλούσε τα κτήματά της, χάλια η γυναίκα, μόνο τους δρόμους δεν είχε πάρει, πέθανε λίγο μετά και σύχασε. Και τι άλλο βρήκε; Τον Νικόλα πάλι χήρο! Με τη γρίπη είχε πεθάνει το κοριτσάκι από τον πρώτο γάμο και η Σουζάνα το ακολούθησε, στη γέννα, πάει κι αυτή και το μωρό.

Όλοι ορφανοί και μαυρισμένοι. Η μάνα μου τώρα μεγάλωνε στ’ αλήθεια τα παιδιά τα ορφανά. Κι όταν αργότερα παντρεύτηκε και πήγε να μείνει στον  γιαλό, όπου εγκατέστησαν τους πρόσφυγες, τα παιδιά σε αυτήν κατέφευγαν κάθε φορά μαλωμένα ή χαρούμενα.

Και γω, όταν γεννήθηκα, για μεγάλα ξαδέρφια τα λογάριαζα τα παιδιά του παπα-Νικόλα που τον είχα και δάσκαλο και δεν με μάλωσε ποτέ. 

Έτσι για να ξέρεις. Δεν είμαστε σόι εξ αίματος που λένε, αλλά από αγάπη και βοήθεια.

Και ξέρεις κάτι;  Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο γυρίζει πίσω η σκέψη μου, στο τόπο της μάνας μου που δεν γνώρισα, στα χρόνια της εδώ τα ταλαιπωρημένα, στους ανθρώπους που τη βοήθησαν και τους βοήθησε και μιλούσε για αυτούς ως να πεθάνει. Γερνάω, βέβαια. Όλοι οι γέροι έτσι κάνουν…

*

©Ζωή Κατσιαμπούρα

φωτο: Στράτος Φουντούλης