Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Δυο λευκά Μαντήλια*

Αγγελική Χατζημιχάλη

Με φόντο το παραδοσιακό κατσούλι που κοσμεί σαν μια ιστορική συνέχεια τα κεφάλια των κοριτσιών στα χωριά του Ρουμλουκιού, γύρω από τον παλιό βάλτο των Γιαννιτσών.

Ανταπόκριση,
Η διεθνής, λαογραφική έκθεση πραγματοποιείται φέτος στην αθηναϊκή Ριβιέρα. Ο χώρος, κατάλληλα διαμορφωμένος έχει δεχτεί κάθε πιθανή διακόσμηση. Κάθε χώρα διαθέτει το δικό της περίπτερο. Ευρύχωρες κατασκευές στα χρώματα των εθνών, φορτωμένες με παραδοσιακές φορεσιές, σκεύη, παιχνίδια, βιβλία με σελίδες γυρισμένες σαν φλούδες αρχαίου πορτοκαλιού, ζαχαρένιες κούκλες από το Κάιρο της ένδοξης εγκατάλειψης. Κορίτσια και αγόρια σε υποδέχονται με ένα διαχρονικό χαμόγελο που σου υπόσχεται μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Κορίτσια και αγόρια με όπλο τους την πολιτιστική παράδοση, αντιστέκονται στις πυρετώδεις επιθέσεις, στο αίσθημα του κινδύνου που αναδύει η εποχή μας. Η εκδήλωση θυμίζει φιέστα. Όλες οι γλώσσες του κόσμου συναντιούνται σε τούτο το σημείο του κόσμου, ο Πορτογάλος χωρικός συναντά για πρώτη φορά την κυριακάτικη φορεσιά ενός κατοίκου των χωριών της Ημαθίας. Ένας Πολωνός, πιθανότατα κάποιος προϊστορικός στρατάρχης, με μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στην θέση του κεφαλιού της κούκλας που φορεί το δέρμα του. Η φορεσιά του γάμου στα ελληνόφωνα χωριά της ιταλικής πόλεως Λέτσε, στέκει πλάι με την δωρική στολή του Ρουμλουκιού, που φορέθηκε από γυναίκες συνώνυμες του θάρρους. Τα έχει καταγράψει όλα η ιστορική έρευνα που αφθονεί για τα χωριά που καρφιτσώνονται τριγύρω από τον παλιό βάλτο των Γιαννιτσών, μια έκταση σεβαστή.

Η έκθεση διατρανώνει πέρα από κάθε αμφιβολία την ολοζώντανη σχέση που μπορεί να οικοδομήσει ο καινούριος άνθρωπος με την παράδοσή του, με το κύμα που βρέχει το νου και την καρδιά του. Δεν έχει πει κανείς όμως πως στο περίπτερο που είχε στήσει η ελληνική αντιπροσωπεία, υπήρξε μεταξύ άλλων διακοσμήσεων, η μακεδονίτικη κατατομή ενός κοριτσιού. Ήταν μια χτυπητή αντίθεση στα πένθη , στην τεχνητή ευτυχία των διαδρόμων, των ενημερώσεων, των συνεντεύξεων τύπου.  Φορούσε το κατσούλι της και έστεκε σε ένα ψηλό κάθισμα, έτσι που να αποκαλύπτονται οι λεπτομέρειες της στολής και την ίδια στιγμή, εκείνα τα άφταστα μάτια κάτω από την ξύλινη κατασκευή. Η περικεφαλαία που ο θρύλος λέει πως ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος φόρεσε στα κεφάλια των γυναικών της Ημαθίας για την ανυστερόβουλη προσφορά τους στις εμπόλεμες συρράξεις, κρατούσε κλειδωμένο τον μαργαριταρένιο καταρράχτη μιας Ερωφίλης.

Η δική της είναι κατάφορτη με άνθη και κατά τόπους έχει καμωμένα χάλκινα λουλούδια και σπείρες φτιαγμένες με την τεχνική της εφυάλωσης. Από μέσα φαίνεται μπουκωμένη με βαμβάκι και αγνό μαλλί. Και στο νεύμα του κοριτσιού που σε μια στιγμή αλλάζει θέση και γκρεμίζει όσα ξέραμε μέχρι τότε για τον κόσμο, συναντώνται θεσπέσιες μορφές του ελληνισμού, τα σύμβολα ξανανιώνουν, η φύση δανείζει το σχήμα της σε εκείνο το κορίτσι με στην κατάμεστη αίθουσα. Τα χρώματά της τα αφαιρεί από την ελληνικότητα που δεν στάθηκε ποτέ κίνδυνος για τον εαυτό μας. Προσθέτει την ατμόσφαιρα της ρωμιοσύνης, αυτού του ενδιάμεσου, σωτήριου σταθμού που γεφύρωσε τα πέτρινα μας χρόνια. Ο Γιάννης Ξανθούλης κάποτε έγραψε, «αν βάλεις όλες τις λύπες σε μια ιστορία, αντέχονται». Η περικεφαλαία του κοριτσιού αφηγείται ένα παραμύθι και προσβλέπει στην ομορφιά, αυτήν την ευλογημένη ατέλεια του Θεού που αφοπλίζει κάθε ευφυΐα και κάθε μονόλογο.

Αν δεν ήταν σε εκείνη την έκθεση, θα μπορούσε να προσμένει τον εχθρό σκαρφαλωμένη σε κάποια φυσική ντάπια. Μοιάζει με αρχαίο φρυκτωρό που σε λίγο θα ανάψει την φωτιά. Για να δουν εκείνοι που πέρασαν πως κάτι σώθηκε από τον τρόπο και τον σκοπό της ζωής τους, πως δεν είναι πια νεκροί αλλά ένα ρεύμα υπόγειο, κάτω από τα πόδια μας, μια πηγή που αναβλύζει ακόμη, πράγματα αναγκαία που δεν αφανίζονται μες στην ατέρμονη πορεία.

Αν δεν ήταν εκείνη η έκθεση, θα την έλεγαν Ρηνιώ – όλα τούτα γράφτηκαν μονάχα για εκείνη και την ομορφιά της που σφράγιζε το ανθρώπινο παράπονο -, θα είχε ακουμπήσει την θλίψη της στο πέτρινο παράθυρο, μια ροδιά κάτω από τα σύννεφα και καθρεφτισμένος ουρανός. Ίσως να την έλεγαν Λυσιστράτη και στα πανηγύρια ενός αρχαίου Αυγούστου την περικεφαλαία της να είχε βγάλει, τα μαλλιά της να είχε λύσει, μορφή φτιαγμένη από ποιητές και χειρωνάκτες.

______________
[*]   Το κατσούλι, όπως αποκαλείται η περικεφαλαία είναι φτιαγμένη με δυο άσπρα μαντήλια, τον νταρμά και το τσεμπέρι και ένα άσπρο, το μοφέσι. Το σχήμα της  το δίνει ο σαγιάς, μια ξύλινη ελαφριά κατασκευή που παραγεμίζεται με βαμβάκι και μαλλί. Ο σαγιάς εξωτερικά είναι διακοσμημένος περίτεχνα, ενώ κάθε φορά το παίνεμα του κατσουλιού με κοσμήματα και ζωγραφιές περιόριζε ο σκοπός και η ιδιότητα της γυναίκας στην τοπική κοινωνία. Η νιόπαντρη το φορούσε ολοπλούμιστο ενώ οι ανύπανδρες και τα κορίτσια δεν επιτρεπόταν να το φορούν. Είχαν τα μαλλιά τους πιασμένα κοτσίδες ή άλλοτε με τσεμπέρι και ονειρεύονταν την στιγμή που θα πάρουν στα χέρια του το πολυπόθητο κατσούλι, σημείο αναφορά στην γυναικεία ενδυμασία και την λαϊκή ιστορία, αυτήν που δεν καταγράφεται αλλά μας σαρώνει με τον παλμό της.

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→