Αρχείο 11/02/2012
Ποτέ ξανά ένα τραπέζι δεν έχει σταθεί με τόση ευχέρεια ανάμεσά μας
Άνη Κυπριάδη, Περπατώντας αργά στην κάμαρά μου
Ήρθες.
Ναι.
Ναι.
Πώς είσαι;
Εσύ;
Πού ήσουν;
Είχα πάει να… Προσπάθησα. Δεν… Ποτέ.
Λες ψέμματα.
Αλήθεια.
Τι αλήθεια; Ψέμματα.
Αλήθεια.
Ναι.
Τι ναι;
Σταμάτα. Δε με φοβίζουν αυτά.
Φοβάσαι;
Λίγο.
Δε σ’ ακούω. Συγγνώμη.
Δε θέλεις. Με συγχωρείς. Θυμάσαι; Ξέρεις. Σαν χαμένος πολεμιστής, εμπόλεμος ζητιάνος, παγιδεύτηκα λίγο πιο πάνω από τις νύχτες μας, αγέρωχα και με ευτέλεια κραδαίνοντας τους αιώνες. Κάθε πρωί μπερδεύω καληνύχτες.
Κλείσε τώρα τα φώτα! Τώρα! Κουράστηκα. Κουράστηκες. Γιατί δε μιλάς πια; Πού χάνεσαι; Πού χάθηκες; Μίλα μου, βρίσε με, καθάρισέ με. Δεν έχω δοκιμάσει τίποτα. Τίποτα δεν έχω μάθει. Μαζί σου τα ξέχασα όλα’ και τώρα πού πάω; Χωρίς εσένα. Κουράστηκες. Κουραστήκαμε. Δε σ’ ακούω. Γιατί δε μιλάς; Ε; Μίλα τώρα που ζω ακόμα για να σε κοιτώ’ μετά θα πάρω τα μάτια μου και θα φύγω. Θα σε κοιτάξω για τελευταία φορά. Μια φορά που να πάρει. Μη μιλάς άλλο από μέσα σου. Ταξίδεψε μαζί μου. Τώρα. Κοίτα με. Ταξίδεψε τώρα. Άκου. Το ξέρω ότι θέλεις να καταργηθούν τα ταξίδια. Να μην υπάρχει καθόλου χώρος έξω από αυτόν που ζεις. Μόνη σου να χορέψεις αλλά άκου. Κάποιος κλαίει και φωνάζει. Όχι εγώ. Κάνεις λάθος. Πάλι λάθος κάνεις, αγάπη μου. Μη με κοιτάς έτσι. Κοίτα με. Αλλά όχι έτσι, διάολε. Και τώρα που τα ξέρεις όλα, κοίτα με και μίλα μου για την αλήθεια. Ναι, γι’ αυτήν. Κι εγώ σταμάτησα να φοβάμαι, αλλά δε σταμάτησα να σου μιλώ. Κάθε μέρα σου γράφω και κάθε νύχτα έρχομαι κι αφήνω ένα βλέμμα στο μαξιλάρι σου. Πού κοιμάσαι, πού γυρίζεις; Χάθηκε το φως σου. Χάθηκε το βλέμμα σου. Σαν μπάλα έπεσε με φόρα πάνω στον τοίχο και γυρίζει πίσω πιο δυνατό τώρα αλλά ο τοίχος εκεί. Ορθός και βλάκας. Ως τοίχος. Τώρα που θέλεις να χορέψεις με τα χέρια και όχι με τα πόδια πια. Και να καταργήσεις το χορό. Και τον χώρο. Άρχισα να ζαλίζομαι. Μ’ αρέσει. Χόρεψε και μίλα μου. Σε βλέπω που φοβάσαι. Τώρα που μπορείς να χορέψεις και με τα χέρια και με τα πόδια και με το κεφάλι, φοβάσαι πως δε θέλεις να ξαναχορέψεις πια. Τόσο που ήθελες να φοβηθείς, μ’ άφησες να κρυφτώ τόσο δυνατά που έφταιγα όταν ένιωσα πως δε γινόμουν φόβος. Κοιμήσου αφού μου μιλήσεις και ζήτα μου να σε κοιμίσω. Να σε βάλω για ύπνο. Να σε κρατώ τόσο σφιχτά που να φοβάσαι όλο το βράδυ. Τώρα ξέρω κι εγώ. Και φοβάμαι κι ελπίζω να σε φοβίζω κι εσένα. Και θα χαμηλώσω τη μουσική. Να μη σε φοβίζουν οι ήχοι. Να σε φοβίζω μόνο εγώ. Μόνο εγώ να σε φοβίζω. Κι εγώ θα μεθύσω κάτω από τη βροχή των φόβων που πονούν. Σκεπασμένος μ’ εκείνη τη φλοκάτη που μια ζωή ζεσταίνει το πάτωμα που πάνω του κοιμηθήκαμε μετά από μέρες ξαγρύπνιας -εξευτελισμού για άλλους. Μέρες άγνοιας σ’ ένα τίποτα και κάτι. Σ’ αυτό που παλέψαμε και βάλαμε ένα τέλος άχρηστο και ψεύτικο, γεμάτο ηλίθιες παρακαταθήκες. Μα τι λέω; Τι προσπαθώ να αποδείξω και σε ποιον; Το χαμένο παιχνίδι της παράνοιας και της τρέλλας δίχως όρια. Έτσι νομίζω ότι το λένε. Βλακείες. Ξεσπάσματα της στιγμής, πολλές στιγμές μαζί και απόδειξη -κατάληξη ίσως;- η τρέλλα. Αλλά τι να την κάνεις την εμπειρία. Φοβισμένα μάτια και μαύροι κύκλοι να αποδεικνύουν τις ανεφάρμοστες ελπίδες και τα ισόβια βογκητά. Κλείστε τα φώτα επιτέλους. Να σπάσουν κι οι καθρέφτες. Να σπάσουν και να σπάσουν. Τώρα! ΤΩΡΑ!
ΝΑ ΣΠΑΣΟΥΝ! Όλοι οι καθρέφτες του κόσμου. Όλος ο κόσμος να σπάσει και να μπει σε ποτήρια και να κλειστούν τα ποτήρια στα ντουλάπια του υπογείου και να χωθούν τα ντουλάπια στη γη, στον κάτω κόσμο που είναι ψέμμα. Μόνο λάσπες, νερό κι αλάτι. Άνοιξε και δες. Δεν είναι πολύ μακρυά η πόρτα του τάφου. Όχι δεν είναι τάφος πια. Είναι εκείνο το απαίσιο και φριχτό ανεμοκατέβασμα (ανεβοκατέβασμα λες;) της απέραντης καλοσύνης σου. Ναι, αυτό είναι. Δε μιλάς πια και καλά κάνεις. Άνοιξε όμως να δεις. Μην κρυφοκοιτάς. Πρέπει να δεις και να σε δουν που βλέπεις. Είναι ανάγκη για την ώρα. Δεν ξέρω σε τι θα μετασχηματιστεί. Τι θα γίνει από δω και πέρα. Από δω και πάνω μάλλον. Εκείνος ο αρουραίος που σου διηγούμουν κάποτε -άλλες εποχές αυτές- τα ’φαγε τα ψωμάκια του. Κι εμείς. Αλλά εμείς είμαστε κάστορες. Παιδιόθεν. Κοίτα και θα τις δεις τις γάτες που σε απειλούν με τα μουστάκια τους. Εγώ δεν ξέρω να ζω πολύ. Μόνο λίγα πράγματα μπορώ να σου πω και καλά θα κάνεις να βγεις και να δεις. Έστω να βγάλεις μόνο το κεφάλι σου. Αλλά ξεκάθαρα πράγματα. Όχι λαθροοράσεις και τα ρέστα. Να σε βλέπουν και να είσαι περήφανος. Μια πετριά από δω μια από κει’ πού να σταθείς. Μπορείς, δεν μπορείς. Και να μπορούσες δηλαδή πού να βρεθεί ίσκιος. Ούτε ήλιος έμεινε. Ούτε μύτη που να μην άνοιξε. Αίματα και μύξες. Μη σιχαίνεσαι. Δεν κάνει καλό στην λαθροφθαλμία που θες να αποκτήσεις. Θέλεις δε θέλεις. Η θάλασσα δεν μπορεί να σηκώσει τίποτα. Η θάλασσα τέλος. Γι’ αυτό σου λέω: βγάλε το κεφάλι σου τουλάχιστον και δες. Να σε βλέπουν όμως. Σ’το ξαναλέω. Κι αν ξανασυναντήσεις τους αρουραίους, μην τους δώσεις σημασία. Δεν υπάρχουν κι αυτοί όπως κι η θάλασσα. Μαζί πάνε αυτά. Ομού, λέγαμε στο σχολείο. Κι αυτή η ζέστη δε λέει να κοπάσει. Κουράστηκα να περιμένω το χέρι που το φυσάει ο αέρας και το στέλνει στο διάολο. Όπου να ’ναι θα ’ρθει. Εσύ εκεί: βγες και δες. Να σε βλέπουν που κοιτάς. Εντάξει; Μη ρωτάς για μένα: εμένα δε με φοβίζει τίποτα πια. Έχω καταργήσει το φόβο και τώρα δεν έχω την ανάγκη να φοβηθώ. Δεν υπάρχει η διέξοδος απ’ τον κόσμο της αφοβίας. Σε τούτη τη στιγμή θέλω να πιω και να φωνάξω αληθινά, για πρώτη φορά. Να φοβηθούν οι άλλοι απ’ τις φωνές. Να γλυτώσω από κείνους που λυπούνται αυτόν που του λείπει κάτι. Να γίνει τώρα η ζήλια λύπηση. Κι η λύπηση μοναξιά. Je sais la réponse.
Attende.
J’attende και πάω. Κι ας είναι το άλγος στο νόστο θυσιασμένο.
***
©Δημήτρης Αθηνάκης
photo©Vachon, John 2007
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.