Ηλέκτρα Λαζάρ, Μικρή απογευματινή ιστορία

Στον Άγγελο Μαρτίνη

Ο χρόνος εκείνος που αποφάσισα να αφήσω τον χρόνο μου τον δικό μου απολύτως χρόνο να βάλω στην άκρη τη μυθολογία του συγγραφέα και να πιάσω μία δουλειά ήταν κυρίως μία περίοδο θα έλεγα τώρα μόνιμης ανάγνωσης και σιωπηρής παρατήρησης. Γιατί αυτό ακριβώς είχα ανάγκη, μία διαρκής παρατήρηση, ένα πράο μικρό χαμόγελο στο στόμα να οφείλω να κοιτάζω το κάθε τι στη μεγάλη υπόθεση αυτής της πόλης. Και δεν είναι ότι την περπάτησα ούτε την χάζεψα αυτή την πόλη, είναι ότι ακολουθούσα κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο και ήταν οι ώρες τέτοιες που το δρομολόγιο αυτό ήτανε όλη μου η μέρα και η πόλη μου έδειχνε το πιο αντιπαραγωγικό χαμόγελό της. Έτσι και οφείλω να το ομολογήσω και λέω τώρα εδώ πως εκτός από σύντομες ημερολογιακές προτάσεις και ένα – δυο ποιήματα, τίποτε άλλο δεν άφησα να βγει από μέσα μου όλον αυτό τον χρόνο που περπάτησα την πόλη όσο ποτέ άλλοτε στη μέχρι τότε μου ζωή. Μπορεί η πόλη να με έκανε αντιπαραγωγική ως συγγραφέα, ωστόσο δεν θα μπορούσα να πω ότι δεν με έχει κάνει να παρατηρήσω σχεδόν κάθε της ευθεία, κάθε της μικρή γωνιά, εκείνους τους σαθρούς δρόμους που μοιάζουν επαρχιακοί με τα λύματα να χύνονται συγκεκριμένη ώρα κάθε μέρα από το φρεάτιο στη μέση και στα αριστερά και τη μέρα. Τα διάφορα σπίτια με τα μπαλκόνια τους με τις λευκές και τις καφέ τους γλάστρες –γλάστρες και χώματα όσα και οι εποχές της πόλης και κάπου κάπου άνθρωπος πάνω σε όλα αυτά και κάπου κάπου μαζί με άνθρωπο κι ένα άψογο απόγευμα, ακαριαία όμορφο. Και τις πλατείες με τους δικούς τους ήρωες και τις δικές τους γραφικές φιγούρες, την πιάτσα τους, τα διακοσμητικά δέντρα και φυτά, έχουν κι από κει καταλαβαίνεις πολλά και απ’ τα βουβά αγάλματά τους άλλα τόσα. Κι έχουν και τις στιγμές τους στιγμές που κρατάνε όσο και η αναμονή του λεωφορείου. Και λέω τώρα εδώ ήταν απ’ αυτές τις στιγμές τις σύντομες τις παλαβές στιγμές που έχοντας ένα σχεδόν πράο χαμόγελο στο στόμα μου, μικρό όσο και χαμόγελο πήρα να χαζεύω στα αριστερά μου ένα άγαλμα των Ποντίων Αγωνιστών κι όσο το χάζευα τόσο καταλάβαινα πως κατά βάθος δεν κοιτούσα το άγαλμα και το βαρύ χειμωνιάτικο χρώμα του, αλλά έναν πιτσιρίκο με τα ίδια χρώματα του αγάλματος που κρατούσε ένα μαχαίρι στο αριστερό του χέρι και έκανε φιγούρες και μπρος πίσω και λαχάνιαζε και γυρνούσε την πλάτη και μετά τέντωνε ο άτιμος το μαχαίρι στον απογευματινό αέρα και παρόλο που φαινόταν ότι του ’χε καταφέρει ένα πολύ καλό χτύπημα εκείνος συνέχιζε και πάλι κάτω πηδούσε κι έκανε στροφές τους κάρφωνε όλους δέκα – δεκαπέντε όσους είχε ολόγυρά του κι όλους μαζί. Φανταστείτε το πράο μου χαμόγελο μεγάλωσε τόσο από έκπληξη κι από θαυμασμό που δεν κατάφερα να το ελέγξω και πράγματι δεν σας κρύβω από εδώ πως με έπιασα να χαμογελάω φαρδιά, τεντωμένα εκεί στην ακρούλα μου σα να βλέπω κάποιο τρομερό σόου και χαιρόμουν σάμπως να είχα εξασφαλίσει την είσοδό μου με πολύ κόπο. Σαν μία αληθινή αποκάλυψη στα φιλήσυχα ολόιδια απογεύματα μου. Γυρνώντας πίσω στο υπόλοιπο κομμάτι της πλατείας να βρω μια κάποια άκρη που να συνδέει αυτό τον μικρό νίντζα με κάποια ανθρώπινη παρουσία, είδα και δεν έπεσα έξω σε ένα τραπέζι αρκετά μακριά σίγουρα πιο μακριά απ’ότι βρισκόμουν εγώ σε σχέση με τον νίντζα τη μάνα του με δύο φίλες της να κοιτάζουν προς το μέρος μας στιγμιαία και να γυρνάνε στην κουβέντα τους ατάραχα, χωρίς να τους κάνει την παραμικρή εντύπωση όλος αυτός ο φοβερός πόλεμος που συνέβαινε εκείνη την ώρα στην άλλη μεριά της πλατείας στο ψεύτικο γρασίδι, μπροστά από το σκουρόχρωμο άγαλμα των Ποντίων Αγωνιστών. Ο μικρός βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου, το μαχαίρι του είχε πιάσει φωτιά μάλιστα κανα- δυο φορές γονάτισε με τα πόδια του να τρέμουν υπέροχα και να σωριάζεται στο γρασίδι πραγματικός ήρωας και μετά όλη καμάρι να τον βλέπω να σηκώνει πονηρά το κεφάλι του και να πετάγεται άξαφνα πάνω με το μονάκριβο μαχαίρι του, το οποίο ως γνήσιος νίντζα το έκρυβε πίσω στην μπλούζα του και με μαγικές διακριτικές κινήσεις ανέμιζε τη μπλούζα και τσαφ το μαχαίρι έπεφτε στο άλλο του χέρι και συνέχιζε έχοντας παγώσει τον εχθρό ή σε κάποιες άλλες φάσεις της θανάσιμης μάχης που δεν ξέρω πώς αλλά κατάφερνε και έχανε το πολύτιμο μαχαίρι του μέσα στην μπλούζα του και τότε εκείνες τις στιγμές που τον έβλεπα να προσπαθεί με τα δύο μικρά του χέρια να βρει το μαχαίρι του, ήθελα να σηκωθώ και να τον πλησιάσω. Να τον πάρω από το χέρι και να χαθούμε οι δυο μας, μακριά απ’ όλους. Να τον πάω στην πίσω μεριά του βουνού να του φτιάξω μια καλύβα και να του αγοράσω όλα τα μαχαίρια του κόσμου. Το ξέρω και δεν θα το αρνηθώ∙ γιατί όταν σηκώθηκα και τον πλησίασα με το πράο μου χαμόγελο και στάθηκα σαν μεγάλη αδερφή από πάνω του, με μία μικροαστική και αμήχανη στάση του σώματος με τα ηλίθια χέρια μου από πίσω και ελαφρώς γερμένη πιο κούτσουρο και πιο σαθρή και από εγκαταλελειμμένο σπίτι, το μόνο που κατάφερα να τον ρωτήσω είναι   ποιον πολεμάς;    και εκείνος μαζεύτηκε. Και δεν περίμενα να ντραπεί τόσο και να μαζευτεί τόσο πολύ και να σκύψει το κεφάλι του απεριόριστα – αυτός, ένας νίντζα της πλατείας, ένας φονιάς αέρηδων, ένας άτρωτος και μανιασμένος τιμωρός που όσο κι αν πέσει στη γη διπλά σηκώνεται. Αλλά μέσα στις επόμενες δευτερόλεπτες στιγμές απανωτά διαδέχονταν μέσα μου τα τι περίμενα και τι δεν περίμενα∙ και πως περίμενα να τον φωνάξει η μάνα του και περίμενα να μουρμουρίσει ο μικρός μου νίντζα κάτι στο πιγούνι του και όπως περίμενα να τρέξει αστραπή και το περίμενα να τρέξει αστραπή γιατί έτσι του πρέπει στο τραπέζι το οικογενειακό περίμενα να με κοιτάξουν και οι τρεις τους αδιάφορα και βαριεστημένα σα να ’μουν έντομο και με περίμενα να είμαι όντως έντομο και να φύγουνε περίμενα και όπως περίμενα να μπουν σε κάποιο αμάξι γιατί περίμενα να έχουν έρθει με αμάξι αυτές κάνουν μεταβολή και μπάζουν τον μικρό μου νίντζα σε εκείνο το μεγάλο κτίριο στο βάθος της πλατείας με τις απανωτές ταμπέλες ειδικών Ψυχικής Υγείας για το ραντεβού των 19:00  και η καμπάνα χτύπησε επτά φορές  και το λεωφορείο μάλλον είχε οπωσδήποτε περάσει.

*

©Ηλέκτρα Λαζάρ

φωτο: Στράτος Φουντούλης