Νίκος Α. Πουλινάκης, Δασοτόπι εύφλεκτων ουλών ―από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Νίκος Α. Πουλινάκης, Δασοτόπι εύφλεκτων ουλών, εκδόσεις Το Ροδακιό

Η μεταρομαντική ποιητική του Ν. Πουλινάκη

Ο Νίκος Πουλινάκης επανέρχεται με μια τρίτη προσωπική ποιητική συλλογή, η προηγούμενή του (Η εθελούσια ερυθρότητα των λέξεων, ΑΩ, 2018), όπου η ρομαντική διάθεση με την οποία δομεί τα χαϊκού του μεταφέρεται και στην παρούσα συλλογή. Ενενήντα τέσσερις δημιουργίες, κάποιες μακροσκελέστερες, χωρίς να λείπουν και τα εμβόλιμα τρίστιχα, στην τεχνική των χαϊκού – «Γίναν φιλιά της/αγνά μελισσοκέρια/στα σωθικά μου.» – κοσμούν τη συλλογή του, η οποία είναι αφιερωμένη στους γονείς του. Ευφάνταστος ο κόσμος του Πουλινάκη υπηρετεί το ποιητικό του σύμπαν με τη χρήση αρκετών επιθέτων, μένοντας πιστός σ’ έναν τρόπο ποιητικής έκφρασης, ο οποίος αποφεύγει τη ρεαλιστική νεοτερική και μετανεοτερική απεικόνιση. Σημαντικά στοιχεία για την μεταρομαντική ποιητική του Πουλινάκη αποτελούν οι προσωποποιήσεις οι οποίες μιμούνται συχνά τον συμβολισμό σε μια προσπάθεια βιωματικής απεικόνισης. Μου ’λαχε δάσκαλος/ένας καντηλοσβήστης καιρός/που κουνώντας επιδεικτικά το δάχτυλο/με δίδαξε κατευθείαν τα πάντα για την ποίηση. («Καντηλοσβήστης καιρός»). Η γραφή του Πουλινάκη εναλλάσσεται συχνά από σε τριτοπρόσωπη πρωτοπρόσωπη, ενώ ξεχωρίζουν αρκετές δημιουργίες οι οποίες αφήνονται στον ελεύθερο στίχο και το βιωματικό στοιχείο συναντά τη ροή τής μη επιτηδευμένης έκφρασης.

Η μάνα είναι από τα πρόσωπα που ο ποιητής ταυτίζει συχνά με τη γυναίκα. Η αγάπη της μάνας είναι που ντύνει με ευπρέπεια του στίχους του και αντικατοπτρίζει την ωραιότητα της ψυχής του, καθώς σε κάθε στίχο του που αφορά τον έρωτα, τη γυναίκα, την ίδια τη ζωή, εκφράζει το παράπονο, την έλλειψη, με σεβασμό κι αγάπη.

ΦΙΛΙ

Η μάνα μου έκανε το σταυρό της
και μ’ ένα φιλί σκέτο μετάξι
καλόπιανε το εύχυμο τ’ ουρανού. 
Για να το κάνει μασουράκι.
Ύστερα ξήλωνε το στρώμα μου
και το ’χωνε βαθιά μέσα.
Να ’χω σαν προικιό
δυο δράμια φρέσκο όνειρο
που αναπνέει την επάρκεια των αστεριών.

Σημαντική ωστόσο, παραμένει η εικονοποιητική δύναμη των στίχων του: Με απίστευτη δύναμη/ακούμπησε την παλάμη της/στο πάνω δεξιό μέρος της καρδιάς μου/σαν να ορκιζόταν την ανάστασή της.». («Ανάσταση»), καθώς και η αφηγηματική ικανότητα του ποιητή, άλλοτε με μια δόση παραμυθίας: Στα πολύ παλιά χρόνια/ζούσε ένας κόσμος απλός/που ευωδίαζε μοσχολίβανο. («Ένας κόσμος») και άλλοτε αφηγούμενος μικρές ιστορίες: Μόνη κι έρμη σαν καραβοφάναρο/ στον εξώστη αγριεμένου πελάγους («Γυναίκα»). Η απώλεια, οι αναμνήσεις, το βίωμα, το διακείμενο, οι σκέψεις του ποιητή, σε μια προσπάθεια να επικοινωνηθούν, συχνά με μια αιωρούμενη ασάφεια, τον οδηγούν συχνά στην απεύθυνση: Κύριε Τσέχωφ, τα σέβη μου./Καλώς ήλθατε στη γειτονιά μου./Όμως, λυπάμαι αργήσατε. («Αιματοκύλισμα») και άλλοτε απευθυνόμενος σε κάποια αόρατη απειλή: Σωστά το άκουσες!/Έχω ανοιχτή την αορτή του κόσμου./Κατά τη διάρκεια της επέμβασης/με λαβίδες ρίγους αφαιρώ/εκ γενετής αθηρώματα θλίψης. («Αορτή»), ή ακόμα και στους αναγνώστες: «Θα σας εκμυστηρευτώ κάτι/που δεν γνωρίζατε μέχρι τώρα.» («Τύχη»).

Με παρόμοιο τρόπο αναφέρεται στην απώλεια σε αρκετά ποιήματα, αναφερόμενος στους γονείς του, σε πρόσωπα που εκλείπουν.  Είχα μια μάνα πανέξυπνη./Σπίρτο αναμμένο. Ευαίσθητη, ανυποχώρητη/κι αποφασισμένη να με δείρει/άμα της πατούσα τον κάλο. («Είχα μια μάνα»), ενώ συγκλονιστική εμφανίζεται η απεύθυνση στον πατέρα του: Πατέρα, γιατί χολοσκάς;/ Γύρισε πλευρό. Έτσι γεια σου./ Κι αύριο θα είσαι περδίκι./ μην ξεχνάς πως σε λίγες μέρες/ έχουμε να  αλωνίσουμε/ τόσες μα τόσες αστραπές. («Αστραπές»), και σε συναισθήματα και επιθυμίες, Έθαψα μέσα μου εγκαίρως έναν προικισμένο ουρανό./Να τον χορτάσω. Να τον χωνέψω. («Τα σπλάχνα μου»). 

Η απώλεια λοιπόν, ο έρωτας κι ο θάνατος πολιορκούν την ποίηση του Πουλινάκη νοσταλγικά, βιωματικά και αόριστα. Ο κόσμος του αφορά, πράγματι, έναν προικισμένο ουρανό, ο οποίος ταξιδεύει ανένταχτος και μέσα από κάθε νέα του συλλογή βαίνει όλο και πιο δομημένος, με την αφηγηματική χροιά να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος υπέρ της περίτεχνης λεξιπλασίας καθώς ο ελεύθερος στίχος πολιορκεί το ποιητικό του σύμπαν, υποσχόμενος μεστότερες συνθέσεις.

Η θεματική λοιπόν, είναι εκείνο που οι στίχοι του Πουλινάκη αναζητούν, ώστε να αναδείξουν τον κόπο που καθρεφτίζουν οι ειλικρινείς δηλώσεις και η απέραντη ευαισθησία του σε μια ενότητα. Η ποίηση του Πουλινάκη αναζητά διέξοδο και είναι ευτυχές το γεγονός ότι στην παρούσα συλλογή το βρίσκει σε αρκετά σημεία της, ενώ η προσωπική εξομολόγηση όταν υπηρετεί τον στόχο της, χωρίς την έντονη συνδρομή της καλλιλογίας, δημιουργεί ποιήματα όπως αυτό με τον τίτλο ΓΚΕΜΙΑ ΕΠΟΧΗΣ.

Έχασα τὰ γκέμια τῆς ἐποχῆς μου
καὶ μὲ κατάπιε ἡ λασπουριά της.
Τώρα κρατῶ σφιχτὰ μὲς στὶς χοῦφτες μου
τρεῖς στίχους σὰν μοσχοκάρφια
πέντε-ἔξι βρώσιμες ἐλιὲς οὐρανοῦ
βουτηγμένες στὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Γιὰ νὰ μὴ γίνω φτυσιὰ στὰ χείλη τοῦ ἔρωτα.
Γιὰ νὰ μὴν πῶ τὸ ψωμί ψωμάκι
ὅταν θὰ μὲ βροῦν σὲ κάποιο χαντάκι ξυλιασμένο.

*

©Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου