Χρήστος Χατζηκωνσταντίνου, Καλοκαιρινή άδεια κι ανθρωποκτονία: Πώς η υπερκόπωση σε κάνει να αναπολείς τη Χιροσίμα

Επιτέλους! Μήνες περίμενα αυτή τι στιγμή. Εφημερίες, χειρουργεία, πανδημία, lockdown, αγαμίες. Όλα πήγαιναν χάλια. Αλλά τουλάχιστον για 2 εβδομάδες δεν χρειαζόταν να σκέφτομαι τίποτα απ’ αυτά. Το επόμενο 15νθήμερο θα ήμουν εγώ, η θάλασσα και οι κατακτήσεις μου. Ή απλά εγώ κι η θάλασσα. Οι άνθρωποι που δεν κάνουν μεγάλα όνειρα, δεν απογοητεύονται κιόλας. Αυτό το σπίτι δίπλα στη θάλασσα με την ιδιωτική παραλία που είχα νοικιάσει, ήταν ίσως η καλύτερη επιλογή που έχω κάνει στη ζωή μου όλη που είναι ένα τσιγάρο, που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω. Γιατί πραγματικά στη φάση που ήμουν, νομίζω θα σκότωνα για λίγη ησυχία.

Έβγαλα τα ρούχα μου κι έμεινα γυμνός. Ακόμα και το βάρος των ρούχων μου, μού φαινόταν αφόρητο εκείνη τη στιγμή. Ο ήλιος που έδυε, έπαιρνε μαζί του όλα μου τα άγχη και τις έγνοιες ενώ έβαφε τον ορίζοντα με ένα κοκκινωπό χρώμα. Μου θύμισε λίγο εγκέφαλο που αιμορραγεί. Γρήγορα όμως έδιωξα από το μυαλό μου αυτή τη σκέψη κι επικεντρώθηκα στο τοπίο. Τι ομορφιά! Σαν τη χαλκιδική δεν έχει έλεγε ο πατέρας μου κι είχε δίκιο. Κάθησα στην καρέκλα μου και χάζευα τα δέντρα, τους γλάρους που έκαναν μακροβούτια για να πιάσουν κανένα ψάρι και κάτι μπουκάλια βότκας που είχαν ξεμείνει στην παραλία, μάλλον από τους προηγούμενους ενοίκους του σπιτιού.

Eνώ χάζευα το ηλιοβασίλεμα, είδα στη θάλασσα μια μαύρη κουκκίδα που σιγά σιγά μεγάλωνε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είναι, ώσπου έφτασε αρκετά κοντά και κατάλαβα ότι ήταν ένας άντρας. Που κολυμπούσε προς το μέρος μου! Γρήγορα φόρεσα το μαγιό μου για να μην τον σοκάρω με τα πλούσια προσόντα μου. Όσο όμως ο άνδρας πλησίαζε, συνειδητοποίησα ότι κάτι περίεργο συνέβαινε. Υπήρχε μια έκφραση αγωνίας στο προσωπό του. Μόλις έφτασε στα ρηχά άρχισε να περπατάει σαν μεθυσμένος, τρεκλίζοντας και παραπατώντας. Πλησίασα για να δω τι συμβαίνει. Μόλις έφτασα κοντά του, λιποθύμησε.

Όχι ρε γαμώτο. Κι έλπιζα να μην χρειαστεί να ασχοληθώ με την ιατρική. Γονάτισα για να τον εξετάσω. Γρήγορα κατάλαβα ότι το κεφάλι του αιμορραγούσε. Το χτύπημα ήταν βαθύ. Δεν μπορούσα να καταλάβω σε τι οφειλόταν, ωστόσο σίγουρα θα χρειαζόταν να νοσηλευτεί. Περιποιήθηκα την πληγή του και σταμάτησα την αιμορραγία για να του δώσω λίγες ώρες χρόνο. Αλλά δεν ήξερα καθόλου τι χτυπήματα είχε στο εσωτερικό του κρανίου. Χτυπήματα που θα μπορούσαν να ήταν και θανατηφόρα. Τηλεφώνησα στο νοσοκομείο για να στείλουν ασθενοφόρο.

– Καλησπέρα. Βρίσκομαι σε μια παραλία έξω από το Πευκοχώρι. Θα χρειαστώ άμεσα ασθενοφόρο. Είναι εδώ ένας άνδρας με πολύ σοβαρό κάταγμα κρανίου.

– Δυστυχώς έχουμε τεράστια αναμονή κύριε. Το μοναδικό ασθενοφόρο του νοσοκομείου έχει πάει να παραλάβει ασθενή και θα είναι εδώ σε 2 ώρες.

– Κοιτάξτε να δείτε, κι εγώ γιατρός είμαι και θεωρώ ότι είναι ένα περιστατικό πολύ ανησυχητικό. Χρειάζεται άμεσα βοήθεια. Η οποιαδήποτε καθυστέρηση μπορεί να αποβεί μοιραία.

– Σ’ αυτή την περίπτωση κύριε, ίσως θα μπορούσατε να τον φέρετε εσείς με το αμάξι σας;
Τρομοκρατημένος έκλεισα το τηλέφωνο. Έβγαλα μια κραυγή αγωνίας. Οι διακοπές μου είχαν χαλάσει πριν καν αρχίσουν. Το νοσοκομείο απείχε πάνω από δύο ώρες από το σπίτι μου, κάτι που σήμαινε ότι θα έχανα έτσι το πρώτο βράδυ των διακοπών μου. Απελπισμένος, κοίταξα προς τον ουρανό και ζήτησα απ’ το θεό ένα σημάδι. Το σωστό ήταν να τον πάω μέχρι το νοσοκομείο. Αλλά ο τελευταίος χρόνος με είχε αλλάξει. Τα εξαντλητικά ωράρια με είχαν κάνει να ξεχάσω το πάθος μου γι’ αυτό που έκανα. Η δουλειά μου έμοιαζε όλο και περισσότερο με αγγαρεία. Κι υπήρχαν μόνο τρία πράγματα που μισούσα να κάνω στις διακοπές μου: Να ξυπνάω νωρίς, να κάνω αγγαρείες και να πίνω τον καφέ μου με χάρτινο καλαμάκι.

Και τότε ήρθε στο μυαλό μου μια σκέψη. Και τρόμαξα με την ωμότητά της. Μια σκέψη που θα με γλίτωνε από το δρομολόγιο, από την περίθαλψη του τραυματία κι από μια ακόμη απλήρωτη εφημερία καλοκαιριάτικα. Αλλά δεν μπορούσα να εφαρμόσω αυτό που σκεφτόμουνα ελαφρά την καρδία. Ξανακοίταξα προς τον ουρανό. Θεέ μου, δώσε μου ένα σημάδι. Και τότε το είδα. Ένα γεράκι να πετάει. Σύμβολο των ρεπουμπλικάνων, μιας μοίρας της πολεμικής αεροπορίας και των τατουατζήδων χωρίς φαντασία. Όλα συνώνυμα του θανάτου.

Ήταν το σημάδι που χρειαζόμουνα. Μπήκα μέσα στο σπίτι να πάρω τα χειρουργικά εργαλεία. Επέστρεψα στην παραλία και γονάτισα δίπλα στον τραυματισμένο άνδρα. Με λεπτές χειρουργικές κινήσεις, τον έκοψα σε μικρά κομμάτια και τον έθαψα σε διάφορα σημεία της παραλίας, εξασφαλίζοντας την ηρεμία των διακοπών μου. Όταν τελείωσα με την ανίερη πράξη μου όμως, αμείλικτα ερωτήματα με κατέκλυσαν. Μήπως είμαι τρελός; Μήπως τα έχω χαμένα; Μήπως αδιαφορώντας για το πρόσωπο του τέρατος κατέληξα να του μοιάζω; Μήπως ξύπνησα το κακό που είχε πέσει σε λήθαργο μετά το 1945 και τη ρίψη της ατομικής βόμβας σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι; Μήπως λέγοντας τέτοιες μαλακίες ξεπλένω τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό; Συντετριμμένος, κατευθύνθηκα προς τη θάλασσα, και γονάτισα εκεί που έσκαγε το κύμα. Στράφηκα προς τον θεό ήλιο που έδυε κι αναφώνησα: “Θεέ μου, τι έκανα”

*

©Χρήστος Χατζηκωνσταντίνου

φωτο: Στράτος Φουντούλης