[..]Ο πατέρας μου δεν ήταν αυτό που λέμε «έμπορος». Προερχόταν από καλή νησιώτικη οικογένεια, ανήκε δηλαδή στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν έχουν ανάγκη να κοπιάσουν πολύ για να ζήσουν. Το εμπόριο ήταν ένας συμβιβασμός, μια επιλογή που δεν βασίστηκε στην ικανότητά του να αγοράζει φτηνά και να πουλά ακριβά, αλλά στην προτίμησή του να κάθεται πίσω από ένα γραφείο, να κάνει τα βασικά για την ενημέρωση του Βιβλίου Αποθήκης και του Καθολικού, και κατά τα άλλα να κλείνει την ώρα που τα καταστήματα έκλειναν και να συναντά τις παρέες του.
Η πραγματική του αγάπη ήταν η μουσική, που ποτέ δεν μπόρεσε να σπουδάσει επειδή οι δικοί του είχαν εναντιωθεί κάθετα στην επιθυμία του να κάνει μαθήματα με μια ντόπια δασκάλα του πιάνου και αργότερα να μπει σε Ωδείο στην Αθήνα. Έφυγε από το νησί για να σπουδάσει στην Ανωτάτη Εμπορική, πάντα ελπίζοντας να γίνει δεκτός στο Ωδείο, ακόμα και σε μια ηλικία που πια δεν είχε νόημα. Έχοντας παντρευτεί και συμβιβαστεί με τη ματαίωση του ονείρου του, σχημάτισε μια καλή δισκοθήκη και αγαπούσε να διευθύνει την ορχήστρα που φανταζόταν απλωμένη μπρος του, στο μικρό σαλόνι του σπιτιού μας, κραδαίνοντας μια βελόνα του πλεξίματος της μητέρας μου. Κυριακές στην Κρατική, στον Ορφέα, και σπανιότερα με τη μητέρα μου στη Λυρική. Κάτω από τον αποτυχημένο έμπορο κρυβόταν ένας γεννημένος μαέστρος.
Η μητέρα μου, που ζούσε κάτω από τη συνεχή απειλή της πτώχευσης, και είχε αναλάβει να κουμαντάρει τα λιγοστά χρήματα που έφταναν στο οικογενειακό ταμείο, κατά βάθος θα προτιμούσε κι αυτή να με έβλεπε να αναλαμβάνω την επιχείρηση, με την ενέργεια του νέου ανθρώπου και την απαραίτητη επιμέλεια, για να αισθανθεί ασφάλεια. Και τούτο, παρά το γεγονός πως η δική της αγάπη για τη ζωγραφική ήταν που καθόρισε τόσο νωρίς τις προσωπικές μου καλλιτεχνικές επιλογές. Είχε αμέτρητα άλμπουμ από τα μεγάλα μουσεία, το Πράδο, το Ερμιτάζ, το Λούβρο, την Άλτε Πινακοτέκ, το Βατικανό, την Ουφίτσι, την Ακαντέμια της Φλωρεντίας, και πολλά άλλα, όπως του Ορσέ, της Νάσιοναλ Γκάλερι και της Τέιτ Γκάλερι του Λονδίνου. Την έβλεπα να τα φυλλομετράει και να ξεχνιέται στις ανοιχτές τους σελίδες, τις ώρες που δεν είχε δουλειές στο σπίτι, αναπολώντας τα λίγα που είχε επισκεφτεί, παλιά, στο Παρίσι και στο Λονδίνο, και ονειροπολώντας τα ταξίδια που τώρα πια δεν μπορούσε να κάνει για να δει από κοντά και τα άλλα.
Γεννημένη στο Ξυλόκαστρο, από κερκυραίικη οικογένεια, είχε παιδεία γαλλική καθώς έβγαλε το σχολείο στις Καλόγριες του Σεν Ζοζέφ της Χαριλάου Τρικούπη. Η λεπτή ομορφιά της και η εξαιρετική της καλλιέργεια μάγεψαν τον πατέρα μου, που την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και σύντομα παντρεύτηκαν. Ήταν μόλις δυο χρόνια πιο μικρή από εκείνον.
Μεγάλο θαυμασμό έτρεφε για τον ζωγράφο Φαίδωνα Καραλή, τον παιδικό φίλο και συμπατριώτη του πατέρα μου που πότε πότε ερχόταν στην Αθήνα από το νησί της κοινής καταγωγής τους, την εποχή που εγώ πήγαινα ακόμα στο δημοτικό. Όταν μας επισκεπτόταν, η μητέρα μου πάσχιζε να του αποσπάσει μερικές ώρες και να μιλήσει μαζί του για ζωγράφους, τεχνοτροπίες, πίνακες και εκθέσεις. Για τον πατέρα μου «ο Φαίδων» ήταν υπόδειγμα, κάποιος που, αν και τώρα ζούσε απομονωμένος στο χωριό του, είχε τολμήσει και είχε καταφέρει να γίνει αυτό που πάντα ήθελε: ένας καλλιτέχνης, ένα σπουδαίος, κατά τη γνώμη του πατέρα μου, ζωγράφος. Τον θαύμαζε και τον ζήλευε μαζί.
Εκθέσεις στην Αθήνα είχε πραγματοποιήσει τρεις ή τέσσερις, οι κριτικές για τα έργα του ήταν άλλες καλές, άλλες χλιαρές και άλλες ξεκάθαρα εχθρικές. Η τελευταία του, όπως είχα ακούσει από τους δικούς μου, αποδοκιμάστηκε από τους τεχνοκριτικούς που χαρακτήρισαν την αλλαγή της τεχνοτροπίας του (ως τότε ιμπρεσιονιστικής μάλλον) σαν μίμηση του Ντε Κίρικο. Φαίνεται πως αυτή ήταν η χαριστική βολή στην ούτως ή άλλως αμφίρροπη αυτοπεποίθησή του (ή στην καλλιτεχνική του αυταρέσκεια) και δεν έκανε ποτέ ξανά έκθεση, προτιμώντας την απομόνωση στο χωριό του, εκεί όπου ήταν πραγματικός άρχοντας, παλιό σόι, με το μεγαλύτερο και ωραιότερο σπίτι, ζωγραφίζοντας ξανά τους ελαιώνες του νησιού που τον είχαν κάνει γνωστό παλιότερα.
Η δική μου κλίση στη ζωγραφική φάνηκε νωρίς. Στο σχολείο έπαιρνα τους καλύτερους βαθμούς στα Τεχνικά, οι δάσκαλοι με είχαν για παράδειγμα, οι ώρες της προσωπικής μου αργίας περνούσαν μέσα σε χαρτιά, νερομπογιές, παστέλ και χρωματιστά μολύβια, πάνω σε ένα γραφείο που θύμιζε παλέτα από τα πασαλειμμένα χρώματα· και τα χέρια μου ποτέ δεν κατάφερναν να μείνουν τελείως καθαρά, χωρίς λεκέδες από τις μπογιές. Η ζωγραφική με κρατούσε όλη μέρα σκυμμένο πάνω από το θαύμα, στην αρχή ενός απλού λευκού χαρτιού, αργότερα των μπλοκ ιχνογραφίας, μετά των πιο καλών χαρτιών. Στην κλασική ερώτηση των μεγαλύτερων «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις» απαντούσα με απόλυτη βεβαιότητα «Ζωγράφος!».[…]
*
©Αλέξης Πανσέληνος
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.