Πασχάλης Αυγερίδης, Ο Δρόμος του Καπνού

Όταν ήμουν μικρός δεν απαντούσα ποτέ στην ερώτηση “Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου”. Το λεξιλόγιό μου δεν ήταν αρκετό για να το εξηγήσω. Τι σημασία έχουν όμως οι λέξεις; Εγώ ήξερα, καταλάβαινα. Ήσουν ένας προσκυνητής του Δρόμου του Καπνού. Ακολουθούσες παντού τα ίχνη του, χανόσουν στα σοκάκια του, και τα πυκνά του σύννεφα δεν σε έκαναν να δακρύζεις. Έψαχνες την απάντηση σε μια ερώτηση που ούτε καν εσύ ήξερες. Κάποτε η αναζήτησή σου θα έφτανε στο τέλος της και τότε θα γυρνούσες πίσω, θα μ’ αγκάλιαζες και θα μου έδινες ένα φιλί.

Ήσουν μακριά, αλλά δεν μου έλειπες γιατί μου μιλούσες συχνά. Ένας αιωνόβιος Φοίνικας έμπορος σε ένα λιμάνι της Λιβύης που δεν μπορείς να βρεις σε κανέναν χάρτη σού είχε χαρίσει ένα μαγικό πούρο φτιαγμένο στη Μεσοποταμία την εποχή που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα γραφή. Τις νύχτες το άναβες και τυλιγόσουν στις γκριζογάλαζες αποχρώσεις των καπνών που βγαίναν απ’ τα χείλη σου. Στεκόσουν εκεί με τις ώρες συνθέτοντας νοερά το μήνυμά σου και όταν τελείωνες το σύννεφο έτρεχε να με βρει. Όταν έφτανε δεν είχε απομείνει απ’ αυτό παρά μόνο μια αχνή μυρωδιά φθηνού τσιγάρου. Αλλά ακόμα κι αυτό ήταν αρκετό για να μου φέρει τον μισοσβησμένο ψίθυρό σου.

Προσπάθησα κι εγώ να σου στείλω κάτι. Μια νύχτα έκλεψα ένα πουράκι με γεύση φράουλα από την τσάντα της μαμάς. Κάθισα σταυροπόδι σαν φακίρης και το άναψα με έναν πλαστικό αναπτήρα. Είχα ήδη φτιάξει στο μυαλό μου όλα όσα ήθελα να σου πω. Αν όλα πήγαιναν καλά εκείνη την νύχτα θα λάμβανες το γράμμα μου που θα μύριζε φράουλα σαν επιστολή δεσποινίδας της βικτωριανής εποχής. Έτσι θα μάθαινες πόσο σ’ αγαπούσα και πόσο σε θαύμαζα. Δεν τα κατάφερα όμως. Ο βήχας μου έσβησε με τους σπασμούς του όλα όσα ήθελα να σου πω.

Μετά μεγάλωσα, άλλαξα. Δεν άκουγα πια τις λέξεις σου στα ίχνη του καπνού. Μάλλον το πούρο θα είχε τελειώσει. Έτσι προχώρησα αντίθετα από εσένα, προς την κατεύθυνση που προχωράνε όλοι. Νόμιζα πως ήμουν ευτυχισμένος, όλοι είναι ευτυχισμένοι άλλωστε. Οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ύπνο και στο ενδιάμεσο… τίποτα. Τώρα καταλαβαίνω. Ξέρω. Εδώ και καιρό ο καπνός πυκνώνει γύρω μου και με καλεί να τον ακολουθήσω. Το μόνο που απομένει είναι… ξέρεις τι.

Πάω στο δωμάτιό του και αυτός κοιμάται βαθιά όπως εγώ τότε. Τον αγκαλιάζω και αυτός μου χαμογελάει μισοκοιμισμένος.

“Ο μπαμπάς πάει να πάρει τσιγάρα” του λέω. Κάποτε θα καταλάβει.

*

Ο ©Πασχάλης Αυγερίδης γεννήθηκε στο Διδυμότειχο το 1989. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο ψηφιακό περιοδικό fractal (2021), στη συλλογή με τα 50+9 βραβευμένα διηγήματα των εκδόσεων Ιανός Ημερολόγια καραντίνας το 2020. Το διήγημά του «Η πρώτη περίοδος» έχει κερδίσει έπαινο στον διαγωνισμό πεζογραφίας του περ. Κέφαλος (2019).

Φωτο: Στράτος Φουντούλης