Ο ψηφιακός πίνακας απέναντι έδειχνε μείον οχτώ βαθμούς κελσίου, η Μπρατισλάβα κοιμόταν, αγκαλιασμένη στο ψύχος ενός ξηρού και βάρβαρου χειμώνα, οι σταλακτίτες κρέμονταν από τα στόματα των μεσαιωνικών τεράτων και τις υδρορροές ενώ στο βάθος οι γυάλινοι ουρανοξύστες του όψιμου οικονομικού εκσυγχρονισμού αντίκριζαν με υπεροψία, και ίσως έναν ανομολόγητο φθόνο, την καρδιά της παλιάς πόλης που οι ντόπιοι αποκαλούσαν Stare Mesto.
Η πληθωρική φιγούρα του ξεπρόβαλε στην είσοδο του φουαγιέ επιταχύνοντας τους παλμούς της καρδιάς μου, ήταν άραγε οι αναμνήσεις μας, ο μεγάλος ορειχάλκινος σταυρός που κρεμόταν στο φουσκωμένο από τα αναβολικά στήθος του, η αμηχανία των υπόλοιπων, αν και λιγοστών πελατών, στη θέα του που η γνωριμία μας κατά έναν μεταφυσικό τρόπο τη μετατόπιζε πάνω μου;
Κι ύστερα βγήκε ο βρυχηθμός, τρεις συλλαβές που σαν αρμοί σκεβρωμένης αμαξοστοιχίας δόνησαν το χώρο και ταρακούνησαν τις σκονισμένες φιάλες νοθευμένης αλκοόλης πίσω από το μπαρ. Νίκολας! Τα χέρια του άνοιξαν σαν κουπιά, με έσφιξαν μέσα τους δοκιμάζοντας τις αντοχές των οστών μου, ένιωσα τα πνευμόνια μου να συνθλίβονται, τα πλευρά μου να κλυδωνίζονται, το φτηνό άφτερ σέιβ του να τρυπάει τη μύτη μου. Αυτό ήταν το θηρίο, που ανάμεσα στις πολλές ταυτότητες που άλλαζε εγώ τον γνώριζα με την πραγματική του: Vlad…
Θα μου μιλούσε πάλι για κάποιο μεγάλο κόλπο, ήμουν σίγουρος, καταδικασμένο να τσακιστεί σε βράχια εμμονών και παγόβουνα βρεφικών παρορμητισμών. Θα κλέβαμε άραγε τα αρχεία του Βατικανού, την πινακοθήκη της Χάγης, τα αρχαία του Βουθρωτού; Τα όνειρα του Vlad ήταν σαν τολύπες λαθραίου χαρμανιού, της σχημάτιζε η μέθη και της διέλυε η πραγματικότητα. Κι ό,τι έμενε στο τέλος ήταν η αμετακίνητη υγρασία των καπηλειών μα φυσικά και η εικόνα της Ankica. Κάποια μέρα θα έπιανε την καλή, θα γυρνούσε τροπαιούχος και θα την έκανε δικιά του.
Καθίσαμε μέχρι το πρωί στο φουαγιέ πίνοντας αψέντι, τσιμπολογώντας πίκλες και μυρωδάτο, μοναστηριακό, καπνιστό τυρί. Και το ξημέρωμα ελάχιστες βεβαιότητες μας είχαν απομείνει. Δηλώσαμε άγνοια για την ύπαρξη του θεού, το αν ο Ερυθρός Αστέρας είχε την καλύτερη ομάδα τη χρονιά της διάλυσης η ή κρουπιέρισα σε εκείνο το καζίνο της Ποντγκόριτσα τον έπαιρνε παρά φύσιν. Μόνο για κείνη την εύπλαστη κι αόριστη θηλυκή μορφή ήμασταν σίγουροι, που άλλοτε έπαιρνε το σχήμα της καταστροφής και άλλοτε της λύτρωσης…
*
©Αχιλλέας Σωτηρέλλος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.