Ειρήνη Θυμιατζή, Γλυκές κυρίες

Αισθανόμουν πολύ κουρασμένος εκείνες τις μέρες. Πολλή δουλειά στο γραφείο. Το απόγευμα άλλες υποχρεώσεις στο σπίτι. Το θυμόμετρο ανεβοκατέβαινε συχνά πυκνά, ενώ ανήσυχες σκέψεις σα μέλισσες στριφογύριζαν στα αυτιά μου προκλητικά. Το πρόσωπο μου είχε χλωμιάσει παρόμοια με τα γκρίζα μου μαλλιά. Αναζητούσα κάτι να κρατηθώ, μια διέξοδο στο τούνελ, για να μην πέσω στο κενό. Κάτι να διαλύσει τα σύννεφα, να αποπλανήσει τις αισθήσεις μου να με κάνει να πιστέψω ότι μπορώ ακόμα να ευχαριστηθώ.

Την πρώτη φορά που την είδα περίμενε σε μια βιτρίνα. Ήταν λαμπερή και λαχταριστή, γεμάτη γλύκα. Είχε και κάποιες άλλες παρέα. Αμέσως την ξεχώρισα. Μού τη σέρβιραν σε εκείνο το παραδοσιακό ζαχαροπλαστείο. Μου τη σύστησαν με το όνομα Ευφροσύνη. Τα σάλια μου έτρεχαν χωρίς συστολή, όταν την είδα να ποζάρει καμαρωτή στο λευκό πιατάκι του γλυκού, παρέα με το περίτεχνο κουταλάκι. Η εμφάνιση και η φρεσκάδα βλέπετε! Σιγά σιγά άρχισα να την αναζητώ, να την πεθυμώ. Την ερωτεύτηκα εκείνη τη μέρα που είχα ξεμείνει από αγάπη και αγκαλιά. Η Ξανθίππη με είχε εγκαταλείψει για έναν άλλο. Την είχα αγαπήσει αληθινά. Πόσες σκέψεις και όνειρα δεν κάναμε μαζί… Αλλά και πολλές εκδρομές με την κόκκινη βέσπα το καλοκαίρι. Χορός στα πάρτι και στα ξενυχτάδικα μέχρι πρωίας. Γλύκες και σιρόπια, ρουφηχτά φιλιά κάτω από το φεγγάρι στην άμμο. Το χειμώνα πιάναμε τα βουνά, τα ταβερνάκια στα χωριά. Ανταλλάσσαμε επισκέψεις με φίλους. Παρέες, επιτραπέζια παιχνίδια, γέλιο, ανεμελιά. Μόνο που δεν βάλαμε κανονικά θεμέλια για το σπίτι μας…Ανεχόμουν τις ιδιορρυθμίες της. Πολλά λούσα για να αναδείξει το σώμα της. Βαψίδια και αξεσουάρ για εντυπωσιασμό. Ας της έλεγα ότι δεν χρειάζεται τόσα πολλά, γιατί είχε τους νεανικούς χυμούς της, τις καμπύλες της και ένα ταπεραμέντο ζηλευτό. Πολύ αέρα για το τίποτα, τελικά… Ήξερε να πλασάρεται για «κάποια». Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη ρουτίνα ενός δημόσιου υπαλληλάκου. Ήθελε μεγάλη ζωή και πολυτέλεια. ‘Να είχαμε ένα σκάφος, να είχαμε καλύτερο αυτοκίνητο, να πηγαίναμε στις Μπαχάμες!’ Η προσωποποίηση του ανικανοποίητου σε όλες τις εκδοχές. Κρίμα! Έφυγε με έναν ηθοποιό που γνώρισε σε μια θεατρική παράσταση στο κάστρο εκείνο το καλοκαίρι. Υποσχέσεις για περιοδείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό μαζί του, πιθανή ανάδειξη στο σανίδι, αξιοποιώντας το ταλέντο της και άλλα παρόμοια. Τώρα που το σκέφτομαι, θα γινόταν καλή ηθοποιός. Η Ξανθίππη είχε την υποκρισία ή μάλλον την υποκριτική τέχνη στο τσεπάκι της, όταν επιθυμούσε κάτι πάρα πολύ.

Με αφορμή τη μοναδική γλύκα της Ευφροσύνης, αναμνήσεις νοσταλγίας ξεχύνονταν απείθαρχα από τα σκοτεινά καταγώγια. Ήταν θαμμένες για χρόνια. Λένε πως οι γεύσεις, η μουσική και ο χορός γκρεμίζουν τους τοίχους. Όπως άλλοτε σε εκείνα τα ωραία, παραλιακά ζαχαροπλαστεία της Σμύρνης παντρεύονταν -χωρίς καμία λογοκρισία και περιορισμούς- οι συνταγές της Γαλλίας και της Ιταλίας με εκείνες της Ανατολής. Κράμα πρώτων υλών, χρωμάτων και αρωμάτων. Χωρίς ταμπού και αστικούς καθωσπρεπισμούς. Εξελιγμένες επιμειξίες που δεν μπορούν να συγκριθούν με τις σοκολατένιες μπάρες δημητριακών, τα cupcakes με ροδοπέταλα, τα cookies με παπαρουνόσπορο και άλλα τέτοια παρεμφερή του σύγχρονου τρόπου ζωής. Μόνο με τις αυθεντικές καριόκες, τα σαραγλιά, τους μπακλαβάδες, τα αφράτα ραβανί και τα λοιπά σιροπιαστά, πασπαλισμένα με αράπικα φυστίκια μπορεί να ερεθιστεί ο ουρανίσκος μου πια. Ωραία και τα ζουμερά κέικ σοκολάτας, δεν λέω. Όμως, τα μικρασιάτικα γλυκά συνεχίζουν να έχουν σημαντική θέση στην καρδιά μου. Μεταφορείς ενός διαφορετικού πολιτισμού που διαπνεόταν από ανοχή στη διαφορετικότητα και συνεχώς πειραματιζόταν. Συναναστροφές στα καφεζαχαροπλαστεία, στις βεγγέρες, στις γειτονιές και στα στενά δρομάκια. Οι άνθρωποι αντάλλασαν γνώμες, ιδέες, συνταγές για φαγητά και γλυκά. Λίγη κρέμα από δω, λίγη κανέλλα από εκεί, γάλα ντόπιας παραγωγής, σοκολάτα εισαγωγής, πρώτης ποιότητας, ζάχαρη και μέλι για τα ρευστά σιρόπια, για το τραγανό φύλλο κρούστας και τόσα άλλα. Συνταγές που έφτασαν από την αντίπερα όχθη. Έλληνες πρόσφυγες του ’22 που αναγκάστηκαν να αφήσουν τα μικρασιατικά εδάφη, αναζητώντας άλλη πατρίδα. Ύστερα όλα τούτα μπήκαν στη λίστα με τις πολυάριθμες γλυκές, βελούδινες εμπειρίες. Σιροπιαστοί πειρασμοί ή σοκολατένιοι έρωτες σε διάφορες ελληνικές πόλεις, όπου στέριωσε ο μικρασιατικός ελληνισμός.

Ακόμα θυμάμαι τον ενθουσιασμό της πρώτης φοράς σε ζαχαροπλαστείο. Οι σοκολατίνες της κυρίας Βαρβάρας, με γλυκό βύσσινο στην κορφή σαν τελείωμα αλλά και μέσα στο παντεσπάνι…Σωστή πρόκληση. Γυάλιζε η φρέσκια σοκολάτα. Έτρεχαν τα σάλια, γέμιζε το στομαχάκι. Έπαιρνα μια γρήγορη δόση ενέργειας, αλλά μετά χρειαζόμουν πολύ νερό, για να μετριάσω τη μεγάλη κατανάλωση ζάχαρης. Με τον καιρό ξεθάρρευα. Όταν ήμουν νεαρός, σταματούσα στα καλύτερα ζαχαροπλαστεία της γειτονιάς με τις κοπέλες μου. «Να παίρνετε γλυκά όταν πρόκειται να επισκεφτείτε ένα φιλικό σπίτι», έλεγε από παλιά η μητέρα. Επίσκεψη στα ξαδέλφια, στις θείες και θείους, σε συναδέλφους…Η φωνή της μαμάς είχε επιτελέσει το καθήκον της. Πάντα μια κούτα γλυκά… με χρωματιστό φιόγκο, παρακαλώ! Ήταν τρόπος ζωής πια.

Το μεγάλο κουτί γέμιζε είτε με πάστες παλαιού τύπου είτε με εκείνες που είχαν το παχύ παντεσπάνι εμποτισμένο με λικέρ. Υπήρχαν, βέβαια, περιπτώσεις που οι φίλοι μου προτιμούσαν γαλακτομπούρεκο με χειροποίητο φύλλο, τραγανιστό, φρέσκο βούτυρο, γάλα και ξύσμα λεμονιού. Δεν τους χαλούσα χατήρι. Έτρεχα να βρω το φρεσκότερο. Άλλοτε πάλι πήγαινα στις θείες μου με μπακλαβάδες που τους λάτρευαν. Κάθε φορά αγωνία μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Ορισμένες φορές έσταζαν τα σιρόπια από το ταψί στο αυτοκίνητο, κολλούσαν τα χέρια μου. Όταν ένα Φεβρουάριο ήρθαν συγγενείς μας από την Αθήνα, έτρεξα να τους προσφέρω με καμάρι μεγάλα κομμάτια, βγαλμένα από το ταψί που ήταν ακόμα ζεστό. Τόσο φρέσκα ήταν. Στην πρώτη μπουκιά, όμως, εκείνοι αποφάνθηκαν. ‘Εμείς δεν έχουμε συνηθίσει τέτοιες γεύσεις. Το γαλακτομπούρεκο έχει μια παράξενη μυρωδιά. Ίσως μάς πέφτει βαρύ το γάλα προβάτου’. Άφησαν αφάγωτα τα κομμάτια στα πιατάκια. Έβραζα από μέσα μου, θυμάμαι, αλλά δεν είπα τίποτα. Είχαν μια υπεροψία αστικού τύπου. Ακόμα και στις τηλεφωνικές συνομιλίες το καταλάβαινες. «Εμείς εδώ είμαστε Αθήνα!» έλεγαν με περηφάνια, προσπαθώντας να υπενθυμίσουν ότι είναι αστοί και όχι μικροαστοί φαντασμένοι ή επαρχιώτες. Κάποτε ήταν κι αυτοί…με απώτερη καταγωγή μικρασιατική. Οι καιροί άλλαξαν όμως. Προ ημερών παρακαλούσαν να βρούμε ελαιόλαδο βιολογικό, σε καλή τιμή. Να τους το στείλουμε, να μην αγοράζουν τυποποιημένο από το σούπερ μάρκετ. Πόσο ήθελα να τους πω: ‘Ελάτε να βοηθήσετε, ελάτε να μαζέψετε ελιές, να δείτε πώς βγαίνει το λάδι’. Κατά βάθος θα ευχαριστιόμουν αν έβλεπα τα χέρια τους λαδωμένα και γρατσουνισμένα και τους ίδιους με φόρμες δουλειάς!

Η σχέση με τα ζαχαροπλαστεία έμελλε να είναι καθοριστική για το υπόλοιπο της ζωής μου. Μεγάλος πια, όσο πιο πολύ λαχταρούσα μια Ευφροσύνη, τόσο συχνότερα την ήθελα στο σπίτι μου. Υποκατάστατο της Ξανθίππης που έφυγε και μ’ άφησε για έναν θεατρίνο…Τώρα που το σκέφτομαι, ήμουν ευάλωτος τότε. Την είχα αγαπήσει. Δεν μπόρεσα να αντέξω την απώλειά της. Βαθύς ο πόνος. Εκεί, στη μοναξιά της πολυθρόνας μου άρχισε το αθώο φλερτάκι να γίνεται σχέση κανονική. Αμελητέα η φθορά…Μερικά κιλά παραπάνω, κάποιοι υψηλοί δείκτες. Νευρικότητα, κούραση. Ούτως ή άλλως, με το χρόνο εγκαθίστανται και αυτά, ειδικά αν δεν κινείσαι πολύ.

Μόνο κάποιες φορές, για να σπάει η μονοτονία, έφερνα μικρή παρέα στην Ευφροσύνη. Ένα ποτήρι λικεράκι ή ένα προφιτερόλ να της κρατά συντροφιά και να την παρηγορεί όσο τη γευόμουν αργά αργά, για να την απολαμβάνω. Για να πω την αλήθεια, παρέα αναζητούσα κι εγώ. Ένα βιβλίο στα χέρια και βυθιζόμουν σε ταξίδια ονειρικά, σε μέρη μαγικά, σε καφέ αμάν, καφέ σαντάν και άλλα τέτοια. Ύστερα πάλι ξεροστάλιαζα αν έβλεπα κάποιο κομμάτι της ξεχασμένο στο πιατάκι. Εδώ που τα λέμε, καλή η Ευφροσύνη, μα ορισμένες φορές καλύτερη η σκληρή Μαρκησία. Με σοκολάτα σαν παγωμένη γκανάζ. Δεν υστερούσε σε χάρη και γλύκα. Απεναντίας! Απλά οι πρώτες αγάπες δεν ξεχνιούνται εύκολα.

Είναι τα τελευταία χρόνια που αναζητώ ταυτόχρονα μία Ευφροσύνη και μια Μαρκησία για το σπίτι μου. Εκλεπτυσμός και στις γεύσεις, μεγαλώνοντας. Αν με άκουγε κανείς να ζητώ μια Μαρκησία, μια Ευφροσύνη και μια Πάβλοβα, θα νόμιζε ότι βρισκόμουν είτε σε θεατρικό σκηνικό είτε σε κανένα ‘κόκκινο’ σπίτι παλιάς εποχής είτε σε άλλο κόσμο, όπως αυτόν του καρναβαλιού! Αλήθεια, πόσο ντελικάτη, αεράτη είναι και η Πάβλοβα! Με κάτασπρη επιδερμίδα. Αφράτη μπαλαρίνα, με φράουλες στολισμένη. Την καμαρώνω στο πιατάκι της και την ποθώ διακαώς, όταν είναι φρέσκια και λαχταριστή, με διαβεβαίωση του εκλεκτού ζαχαροπλάστη, του κ. Γεράσιμου. Εκεί στα στενά της παλιάς πόλης, σταθερή αξία το εργαστήριό του εδώ και χρόνια. Σημείο συνάντησης ανθρώπων παλιάς και σύγχρονης κοπής που προστρέχουν, αναζητώντας γλυκές και γρήγορες απολαύσεις.

Ασυνείδητα -τώρα που το σκέφτομαι- ήθελα να υπάρχουν σε χάρτινη κούτα στο ψυγείο μου, όλες μαζί. Νόμιζα ότι ήταν αντίδοτο για τις δύσκολες στιγμές συναισθηματικής μοναξιάς. Πότε έβγαζα τη μία στην πασαρέλα του ατομικού δίσκου μου και πότε την άλλη. Αρκεί να ήξερα ότι τις έχω κοντά μου. Δεν τις καταβρόχθιζα όλες μαζί. Απλώς τις θαύμαζα. Αν μη τι άλλο, δεν τους έλειπε η γλύκα και μου προσφέρονταν αδιαμαρτύρητα.

Όταν τύχαινε να βρω καμιά αληθινή ερωμένη, περαστική και πρόσκαιρη –καμία όμως σαν την Ξανθίππη μου- συνήθως εκνευριζόταν με το άκουσμα άλλων θηλυκών ονομάτων. Άκου Μαρκησία, Ευφροσύνη, Πάβλοβα! Λες και το ΄σκασαν από κανένα μεσαιωνικό παλάτι! Ντροπή σου, μου έλεγε η μια μετά την άλλη. Τόση εξάρτηση από το γυναικείο φύλο; Ακόμα και στο πιάτο σου τις θέλεις…δυο και τρεις μαζί. Μόνο τις Κυριακές, μετά το φαγητό φρόντιζα να στολίζω το μακρόστενο, πορσελάνινο δισκάκι μου με μια Μαρκησία, μια Πάβλοβα στη μέση και μια Ευφροσύνη στην άλλη άκρη. Όλες γένους θηλυκού. Η λευκή όμως κρατούσε τη χρωματική ισορροπία. Θα υπέθετε κανείς πως οι ερωμένες αισθάνονταν να απειλούνται από δαύτες, τις γλυκές κυρίες που είχα συλλέξει από τις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων. Ορισμένες φορές σαν να τις αντιμετώπιζαν με ανταγωνιστική διάθεση. Εγώ πάλι έκανα πως δεν καταλάβαινα. Κατά βάθος γελούσα και το διασκέδαζα. Παραδέχομαι ότι υπήρχαν κάποιες στιγμές που δεν είχα υπομονή. Ειδικά αν ένιωθα κόμπο στο στομάχι ή μια ακατανόητη ταχυπαλμία να με κυνηγά. Έπεφτα με τα μούτρα στην Ευφροσύνη ή/και την Πάβλοβα, εναλλάσσοντας τα κουταλάκια μου. Ένα για τη σοκολάτα και ένα για τη σαντιγύ. Άλλες φορές, τις ήθελα ακόμα και μέσα στο αυτοκίνητό μου. Ακούγεται ξεδιάντροπο μα δεν είναι. Κάλυπτα τη συναισθηματική μου πενία με προϊόντα υψηλής ζαχαροπλαστικής τέχνης. Μετά σκουπιζόμουν βιαστικά σαν έμπαινα στο σπίτι. Ήθελα να κρύψω τα σημάδια της λαιμαργίας ακόμα και από τον ίδιο μου τον εαυτό. Μόνο αν τύχαινε να έχουν ξεμείνει μερικές μπουκιές στη χάρτινη κούτα, συνέχιζα το έργο της πρόσκαιρης ηδονής. Έβαζα τα δάχτυλα, αναζητώντας τα απομεινάρια της σοκολάτας ή της σαντιγύς, όπως κάνουν ανέμελα τα μικρά παιδιά. Έγλειφα χωρίς αναστολές. Άλλοτε κολλούσα απευθείας τη γλώσσα μου στην κούτα. Οποία απόλαυση!

Θυμάμαι την ανεμελιά και τη χαρά των παιδικών χρόνων, όταν τις Κυριακές απολαμβάναμε όλοι μαζί σαν οικογένεια τα λαχταριστά εκλέρ και τα γαλακτομπούρεκα στα τραπεζάκια κάτω από τα ψηλά δέντρα στην πλατεία του πλατάνου. Ήταν πραγματικά καλός ζαχαροπλάστης ο Κυριάκος, εκλεκτός φίλος του πατέρα μου. Είχαμε εμπιστοσύνη στα έργα των χειρών του. Δεν ήταν όλοι καλοί ζαχαροπλάστες στην πόλη μου. Δεν είχαν όλοι μεράκι και μπέσα στη δουλειά τους. Ακόμα και σήμερα, μερικοί κατά καιρούς μου πασάρουν μπαγιάτικα γλυκά και δεν ξαναπάω. Αυτοί χάνουν!

Άλλοι πάλι έχουν ειλικρίνεια και μου λένε: ‘Αυτή εδώ δεν σου κάνει σήμερα. Έλα αύριο το απόγευμα που θα βγάλω ολόφρεσκες’. Στέκομαι στην ουρά και περιμένω. Τώρα πια είμαι σίγουρος ότι δεν είμαι μόνος. Πολλοί σαν και μένα έχουν συναντήσει διάφορες ερωμένες σαν και αυτές τις κυρίες, λευκές ή μελαμψές. Ποζάρουν σε βιτρίνες ζαχαροπλαστείων της Αθήνας, του Πειραιά, της Ξάνθης, της συμπρωτεύουσας, της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης και των περιχώρων, ακόμα και του Ρεθύμνου κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Πολλοί κύριοι αναζητούν κυρίες αξιοπρεπείς σαν και αυτές. Αχ Ξανθίππη, πού να είσαι τώρα! Ήσουν μια από τις αιτίες που στράφηκα στις άλλες…

*

©Ειρήνη Θυμιατζή 17.2.2023

φωτο: Στράτος Φουντούλης