Γεώργιος Σκούρτης, Είναι προς θάνατον ―κυκλοφορεί [αποσπάσματα]

Από τις ΑΩ εκδόσεις

Σκιές της Αθήνας

Οι σκέψεις σου, τα όνειρα, ο ήχος μιας σειρήνας
Ειν’ όλα αυτά που κρύφτηκαν στη λόχμη της Αθήνας
Κι αφήνονται τα θέλω σου σα στέγες ρημαγμένες
Πάνω σε μέρες πού ‘ρχονται και φεύγουν τρομαγμένες.

Σε πότισε το βλέμμα τους συνήθειες της πιάτσας
Στεγνώνεις με τα ρούχα σου στο σύρμα της ταράτσας
Και η στιγμή που πέρασε και πηρέ τ άγγιγμά του
Κυλάει μες τις φλέβες σου μια νύχτα του Σαββάτου

Σ’ ένα κουτάλι γέμισες με σκόνη τις αγάπες
Και απ’ τη φλόγα έλιωσες γεμάτη οφθαλμαπάτες
Και το κορίτσι που φύγε να έβρει την χαρά του
Κυλάει μες τις φλέβες σου τη νύχτα του Σαββάτου

*

Χρόνος και κόρη

Ο χρόνος κυκλοδίωκτος τυλίγει το κορίτσι
Και η σφιχτή του αγκαλιά το σώμα της μαργώνει
Στην πλούσια την κόμη της τα χέρια του βυθίζει
Και οι ξανθιές πλεξούδες της στο άγγιγμα ξασπρίζουν
Τα πράσινα τα μάτια της σουδάρι τα σκιάζει
Σαν η βαριά ανάσα του στο πρόσωπο ζυγώνει
Δροσόσταλα τα χείλη της που σκύβει να φιλήσει
Μα το λυγρό του φίλημα φαρμάκι σε ποτήρι
Βαθύληιες οι λαγόνες της ανθόσπαρτοι λειμώνες
Που σαν θωπεύει γίνονται αλήια πεδία
Χωρίζ’ η ώρα απ ‘ το λεπτό η ήρα απ ‘ το σιτάρι
Και το γυμνό κρανίο της μυρσίνες το στολίσαν

*

«Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά»

Στον Ρήγα Φεραίο

Ως λάμπουν τα χρυσά φλουριά, τ’ αμύθητα λογάρια
λάμπουν οι νέοι στολιστοί λάμπουν οι τσαουσάδες
φορούν στα χέρια τα πλουμιά στο στήθος τα τσαπράζια
τις φέρμελες κολλαριστές γεμάτα τα κεμέρια.
Φορούν κι οι κόρες υφαντά στ’ αθά είναι ντυμένες
έχουν τις μπόλιες κεντητές και λαχουριά φουστάνια
και τα δετά μαγδάνια τους γαϊτάνια τα στολίζουν.
Ένα πουλάκι κάθισε στης εκκλησίας τον τρούλο
δεν κελαηδούσε σαν πουλί μηδέ σαν χελιδόνι
μον’ κελαηδούσε και ‘λεγε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα:
«Ποιος είδε λάντζα στο βουνό στο πέλαγο κονάκι
οι νέοι να ναι στολιστοί φκιασιδωμένοι ούλοι
να ‘χουν τις μπόλιες κεντητές και λαχουριά φουστάνια
να ‘χουν στα χέρια τα πλουμιά γεμάτα τα κεμέρια;
Ειν’ το χρυσάφι φυλακή, μπουντρούμι το ασήμι
γαϊτάνια σαν πλεκτή τριχιά πισθάγκωνα τους δένουν
και τα γιορντάνια σίδερο μολύβι στο λαιμό τους
που το κεφάλι τους σκυφτό στο χώμα το κρατούνε
να μη σαλέψει η ματιά τους κάμπους ν’ αγναντέψει
να βρουν δερβένι για ‘αδερφό τη ρούγα να βρουν βλάμη
και το μπουγάζι να βρουνε και μπιστικό και φίλο
να συλλογούνται ‘λεύθερα καλά για να λογιάζουν».

Λογάρια = θησαυροί  τσαουσάδες = Οθωμανός λοχίας (μετωνυμικά απαιτητικός άνθρωπος) / πλουμιά = στολίδια  τσαπράζια = χρυσά – ασημένια κοσμήματα φορούσαν σταυρωτά στο στήθος / φέρμελη = γιλέκο κεντημένο με χρυσό ή μετάξι κεμέρι = ζώνη ή πουγκί για χρήματα / αθά = άνθη  μπόλια = κεφαλομάντηλο  λαχούρι = ύφασμα με χαρακτηριστικό σχέδιο / μαγδάνι = μεταξωτό – αραχνοΰφαντο πέπλο γαϊτάνι = μεταξωτή –  βελούδινη κορδέλα  λάντζα = βάρκα  κονάκι = σπίτι  φτιασιδωμένοι = μοστραρισμένοι (αρνητικά)  γιορντάνι = περιδέραιο  δερβένι = στενό  ρούγα= στενός δρόμος  βλάμη =  αδελφοποιτός – σύντροφος  μπουγάζι = στενή δίοδος ανάμεσα σε δύο βουνά  μπιστικό = έμπιστος.