Ανέβαινε κάθε ξημέρωμα στην οροφή του μοναστηριού σκαρφαλώνοντας στην αχτίδα ενός αστεριού. Η ώρα ήταν πάντα η ίδια χειμώνα καλοκαίρι. 06:36. Το πρωί ήταν πάντα η ώρα του 6 και δεν υπήρχε πιο μαθηματικά σωστή στιγμή παρά εκεί που συναντούσε ως πολλαπλάσιο τον εαυτό του.
Ο αέρας των Άνδεων ήταν πάντα παχύς στην αρχή της μέρας, ώστε μπορούσε να τον ψηλαφίσει μόλις ξεπέζευε από την μύτη του αστεριού. Και τελειωμό δεν είχαν τα θαύματα!
Τις μέρες που άνοιγαν τα χωρίσματα μεταξύ θεών και ανθρώπων και χύνονταν στις μύτες των βουνοκορφών ελλειψοειδή σφαιρίδια που γρύλιζαν δαιμονισμένα, όταν ξεφουσκώναν ξύνοντας την γυαλιστερή φλοίδα τους στα κοφτερά κρημνίσματα των κορυφών.
Ο Βιρακότσα, αφού γύριζε καμιά δωδεκαριά φορές γύρω από το κεφάλι του, πετούσε φρενιασμένος από το Κίτο ως το Κούσκο και την Αρίκα για να επιστρέψει με τα φτερά πεσμένα για τις πόλεις-μιάσματα των γκρίγκος, αμίλητος και άτονος σαν ξεθυμασμένο κρασί. Κι ευθύς αμέσως τα ουράνια έκλειναν ξανά.
Ευτυχώς, που ο Μιγκέλ κρατούσε ξανά ρεζέρβα ένα σύννεφο για τον γιο του. Ήταν ροδαλο και μεταξένιο, σαν εκείνα που αποξεχνιούνταν στον ουρανό τις πρώτες μέρες της άνοιξης. Θα του το χάριζε, αφού μεγάλωνε λιγάκι να δει κι εκείνος τον κόσμο με τα μάτια του.
Ίσως να πειθόταν τότε και ο ξανθός θεός για το μυκτήρισμα της συντριβής του…
*
©Μένη Πουρνή
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.