Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Τι νομίσατε κύριε Βλάση;

Μικρό θεατρικό
αστικής προελεύσεως 

Σκηνογράφος: «Θα μπορούσε κανείς να τους φανταστεί κάτω από τα φώτα της σκηνής, σε ένα παράπηγμα που παραδέρνει ο άνεμος. Μα για την έκπληξη και την ουσία, τις δίδυμες, άσπονδες αδερφές, για την χάρη τους μόνο, οι τρεις άνδρες βρίσκονται σε ένα σαλόνι, καθώς πρέπει. Ο Φίλιππος Δρακτονταειδής, περιγράφει και πολύ μου ταιριάζουν, τα φορέματα στα καπλάνια από το Σαμπαχάρ, τα ποτήρια Μουράνο, τα παιχνίδια του βαρόνου Μινχάουζεν και οι κούκοι της Γενεύης, καλοταϊσμένοι από χρόνο. Πούδρες και βάζα με μάντολες όλων των γεύσεων και των προελεύσεων. Οι τρεις τους κάθονται στο ανάκλιντρο και κάνουν μια αποτίμηση του αγώνα τους. Για να δούμε λοιπόν».

(Όλα τα παραπάνω τα λέει ο σκηνογράφος που κάνει μια επίδειξη της ραχοκοκαλιάς της παράστασης, ας πούμε σε ένα τσούρμο ερωτευμένα παιδιά που όλο στρέφουν τα νώτα τους στον ήλιο, στον ήλιο. Ο σκηνογράφος συνεχίζει. ) 

«Στο μεταξύ οι τρεις άνδρες είναι αναρχικοί, μπαχαλάκηδες, περιθωριακοί, επαναστάτες, βιρτουόζοι του χαμού, φοιτητές, εργαζόμενοι, άνεργοι, άεργοι, μετανάστες, αστυνομικοί, τυχαίοι, ρομαντικοί. Θα αδικήσω κάποια τάξη και δεν θα το ‘θελα.

Ας δούμε, τώρα τι συζητούν οι τρεις φίλοι».

Πρώτος Άνδρας (Λορέντζο ίσως): Τελειώσαμε με το κουρείο του φασίστα. Τα παιδιά το κάψανε. Τώρα ο φασίστας μπορεί να μυξοκλαίει μα έχει πάρει ένα επαναστατικό μάθημα. Ο κόσμος κάπως άλλαξε, το’νιωσα σας λέω! (καπνίζει και χάνεται μες στην ρουφηξιά του)

Δεύτερος Άνδρας (Ερμής): Και γιατί του φουκαρά το χαλάσατε; Κουρέας δεν είπες; 

Πρώτος Άνδρας (Λορέντζο): Μα δεν κατάλαβες; Είχε ένα κάδρο του βασιλιά και ένα χρυσό δαχτυλίδι. Σήκωνε την σημαία κάθε φορά που ερχόταν ο Ευαγγελισμός, ήταν φασίστας. Και το κυριότερο; (συνωμοτικά) Κρατούσε πάντα την τσατσάρα με το δεξί του χέρι και άμα την άφηνε, σταυροκοπιότανε. Ήταν φασίστας. 

Τρίτος άνδρας (Ντίνος): Καλά του κάνατε. Έτσι και ο μανάβης. Ήταν καπετάνιος, λέει. Του δόθηκε χάρη και μια αδειούλα για μανάβικο στην διασταύρωση Φυλής και Δεριγνί. Τίποτε σπουδαίο, ίσαμε για να ζήσει. Άντε ρε Βλάση, το’καμες το κουμάντο σου, του λέγανε μα εκείνος φορούσε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο αυτί του και όλο μιλούσε για την ανθρωπιά και την δικαιοσύνη. Στο αριστερό του πέτο είχε τα χαρτιά του, στο αριστερό, τ’ακούς; Τ’ακούω να λες! Την χάρη δεν την άφησε ποτέ από τα χέρια του, σίγουρος, βέβαιος πως θα ‘ρθει ο καιρός και θα την ζητήσουνε.

Δεύτερος Άνδρας (Ερμής): Καλά του κάνατε. Ακούς εκεί καπετάνιος. Και εμείς τι; Άφραγκοι, αδειανοί εμείς; Ε, λοιπόν για το αριστερό σου πέτο και μόνο για αυτό θα σου το κάψω το μαγαζί κυρ Βλάση. Στάχτηκε έγινε, βοηθήσανε και οι παλέτες να πούμε. 

Και οι τρεις μαζί με μια φωνή: Εμπρός του κόσμου οι κολασμένοι (και το ουίσκι να ρέει άφθονο). Να κατεβούμε στο κέντρο, να το γλεντήσουμε. Ένα κουρείο λιγότερο, ένα μανάβικο, μια μπουτίκ της συνοικίας λιγότερη μπορεί να κάνει την διαφορά στην αλλαγή της ζωής μας, στην αλλαγή των πραγμάτων. 

Μόνο ο Λορέντζο: Να πάμε. Μ’ άκου εκεί, κέντρο. Άκου φίλε μου, πρέπει να είσαι μια ομάδα, ένα φύλλο, ένας Θεός, να ζεις κάτω από μια σημαία. Ότι στέκει στο κέντρο θα το πάρει το ποτάμι. Τι πάει να πει κέντρο; Ε λοιπόν δεν σου επιτρέπω και απόψε θα σου βάλω φωτιά από αγάπη για την ανθρωπότητα.

Και οι τρεις μαζί με μια φωνή: Θα το πάρει το ποτάμι!

Μόνο ο Ντίνος, κάπως μελαγχολικά: Και μένουμε εμείς με την μετριότητά μας να ενοχλούμε, στο κέντρο της ζωής που προσπαθεί, ένα αγκάθι.

Λορέντζο και Ερμής, με μια φωνή: Ζήτω η μετριότητά μας, ζήτω ο θείος, ζήτω ο θείος! 

(Τώρα οι τρεις του φεύγουν από την σκηνή και πίσω τους ανάβει ζωγραφισμένο από παιδικά χέρια το πορτραίτο του θείου Μολότοφ. Η παράσταση τελειώνει. 

Ο σκηνογράφος αλλάζει γρήγορα θέμα. Απευθύνεται σε ένα τσούρμο παιδιά ερωτευμένα παράφορα ή στην πλατεία, λίγη σημασία έχει αφού αυτή η παράσταση δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ και το κοινό αδιάφορο. Συνεχίζει. ) 

Τώρα αν θέλετε μπορείτε να με ακολουθήσετε. Απ’εδώ αρχίζει η μαγεία των παρασκηνίων, μια αλλιώτικη χώρα. Ελάτε.

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης