Από τις εκδόσεις Βακχικόν
Η Ευαγγελία Τάτση δύο χρόνια μετά την πρώτη της εκδοτική εμφάνιση (ακακίες στη σαβάνα, εκδ. Βακχικόν 2020 επανέρχεται με μια νέα ποιητική συλλογή συμπεριλαμβάνοντας στην υπαρξιακή της αναζήτηση και την εσωστρέφεια του αστικού τοπίου. Πατρίδα, χώρα, ο εγκλεισμός, η μάνα, η ποίηση και η λειτουργία της, η μνήμη, η πίστη, έρωτας, η μοναξιά και η κοινωνική ανησυχία βρίσκουν τόπο στην εσωτερικότητα της ποιητικής της. Το ποιητικό υποκείμενο εναλλάσσεται μεταξύ πρωτοπρόσωπης και της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Το ποιητικό σύμπαν της Ε. Τάτση κινείται διακειμενικά και υπερρεαλιστικά. Σε αρκετούς από τους τίτλους της, όπως «Μεγάλη Χίμαιρα», «Η Νύχτα», «το τριζόνι και εγώ», «Η Απόγνωση της Βρεφοκόμου», παραπέμπει σε κείμενα και συνδιαλέγεται με στίχους και αποσπάσματα των Οκτάβιο Πας, του Ρομπέρτο Χουαρόθ, του Αντρέ Μπρετόν, της Αλεχάνδρα Πισαρνίκ, της Έμιλι Ντίκινσον, του Ζακ Λακάν, του Σάμουελ Μπέκετ, του Αργύρη Χιόνη, του Μ. Καραγάτση.
Η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε δύο ενότητες [«Κάκτοι» και «Πόθοι και ορχιδέες»]. Η ποίηση της Ε. Τάτση εξομολογείται, στοχάζεται, διαμαρτύρεται υπόκωφα και υπαινικτικά, αφορίζει, καθώς το ποιητικό υποκείμενο βιώνει την αγωνία του εσωτερικού χώρου και αναρωτιέται, «Τι πάει να πει χάνω» (σελ. 17). Πρόκειται για μια υπαρξιακή αναζήτηση η οποία γίνεται περισσότερο καταφανής στη δεύτερη ενότητα, στην οποία ο πρωτοπρόσωπος χαρακτήρας περιγράφει βιωματικά το εσωτερικό ταξίδι του ποιητικού υποκειμένου βαθιά συνδεόμενο με την αγωνία, μα κυρίως τη θλίψη που επιφέρει η μνήμη και η λήθη. Η ποιητική συλλογή αντλεί τον τίτλο της από το ομότιτλο ποίημα, (σελ. 55), όπου χαράζεται βαθιά η θλίψη του εσωτερικού χώρου για τους ανεκπλήρωτους πόθους μα και η εσωτερική δύναμη, που εκφράζεται ως απεύθυνση και καλλιεργεί την ελπίδα της ανθρώπινης βούλησης «Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου/ να κλαίτε φτάνει/ για να έχει υγρασία».
Στην ποίηση της Τάτση κατοικεί η υπερήφανη θλίψη του αστικού τοπίου, ανθρώπων που δεν παραδίδονται. Η υπαρξιακή της δύναμη, άλλοτε ολιγόστιχη, άλλοτε μακροσκελής, μα πάντοτε πυκνή, διαφεύγει συχνά στη θλίψη, κρατώντας χαμηλούς τους τόνους, ακόμα και όταν διαχειρίζεται το «μαύρο» χιούμορ και την ειρωνεία, «Μέσα σ’ αυτόν τον εγκλεισμό/θα είμαι κι εγώ ένα κορίτσι κατοικίδιο./κι όσο γι’ αυτά με τις καρδιές/έχω πολλά να σας πω./Ξέρω καλύτερα απ’ τη φριτέζα.» (σελ.13). Η φωνή της αν και καταγγελτική φέρει τα χαρακτηριστικά της ήρεμης δύναμης. Εκφράζει την εσωτερική δύναμη του ανθρώπου που χάνει το δικαίωμα στην αυτοδιαχείριση, βουλιάζοντας όλο και περισσότερο στην βουβή ανησυχία για τον κοινωνική εσωστρέφεια και τη μοναξιά που επισύρει. «Ενδοκρινείς των δακρύων/οι άνθρωποι που βλέπω/στεγνώνουν/σε μια απλώστρα στην έρημο./Η εικόνα σίγησε.» (σελ. 14).
Η κοινωνική ανισότητα καταγγέλλεται και «Η πικρή ιστορία των παπουτσιών» αφηγείται την προσωποποίηση του κόσμου τούτου. Η κοινωνικές τάξεις ταυτίζονται με τη σωματική αδυναμία, «Ο κόσμος δυστυχώς/γεννήθηκε με μια συγγενή δυσπλασία/-με πιο κοντό το δεξί του πόδι-…», ένα εκ γενετής φυσικό ελάττωμα ενοχοποιείται για αδυναμία του κόσμου να ισορροπήσει, ν’ αγαπηθεί ισότιμα, ν’ αλληλοφροντιστεί. Οι «άνθρωποι περπατούν στην πλατεία Ι & ΙΙ» το επιβεβαιώνουν και το ποιητικό υποκείμενο λυπάται και πάλι και το αστικό τοπίο υποβαστάζει αυτήν τη λύπη σ’ ένα ακόμα παγκάκι. Λυπάται για την αδιέξοδη πορεία, αφού η επιστροφή σ’ εκείνο που ορίζεται ως η προσωπική «εστία» δεν οριοθετείται από μια μεσοτοιχία. είναι ένας «ομφάλιος λώρος στην πλάτη». Οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν την απουσία του ορίζοντα, αλλού τα μάτια κοιτούν και κάπως έτσι, «Στην πλατεία που δεν έχει πουλιά/εξαφανίζονται οι άνθρωποι/σαν τα δέντρα που μόνα τους/γίνονται πέτρες.»
Συχνά η ποιητική της αφήγηση συντροφεύεται από εικόνες που παραπέμπουν σε όνειρα, που φέρουν το χρώμα της λύπης. Ακολουθεί μοτίβα, τα οποία με όχημα τον συμβολισμό αφηγούνται τη θλίψη της απώλειας και μια αναπόφευκτα επιζητούμενης λήθης. Τα πουλιά και η λύπη, οι πεταλούδες, τα παγκάκια, είναι στοιχεία που επαναλαμβάνονται στην ποιητική αφήγηση της Τάτση, όπως ο «Ο κρότος της άρθρωσης». «Οι λέξεις είναι κρεμασμένα πουκάμισα/ στα ερείπια των ποιημάτων ακούω μόνο τον κρότο του ισχίου μου/ ακούω το κλάμα του γκιώνη». Αλλά και στην [Ακολουθία του Γιώνη (παραβολή)], «Οι άνθρωποι κουβαλούν ένα πουλί στους ώμους τους…/Κανείς δεν βλέπει/ εκείνο που στέκει στον ώμο του/εκτός από τους λυπημένους/που κουβαλούν έναν γκιώνη/και τον ακούνε να κλαίει/γι’ αυτό είναι λυπημένοι/ο γκιώνης όμως δεν τους βλέπει/και κλαίνε για πάντα που τους έχασε.» Στο Ο γκιώνης και η λύπη την ακολουθούν και στη δεύτερη ενότητα, [Το κόκκινο παγκάκι (ακολουθία)], όπου το ποιητικό υποκείμενο συνδιαλέγεται με τη λύπη της ενδεχόμενης απώλειας, «Όταν θα έχει φύγει η μάνα μου/ εγώ ακόμα θα φεύγω/ επιστρέφοντας/ σε κείνη τη λύπη της/ που είναι μέσα στη νύχτα/ που ακούω τον γκιώνη».
Στο «Κορίτσι με τον παπαγάλο» το πουλί αλλάζει ώμο, δεν χάνεται, απλά μεταφέρει τη θλίψη ενός «προαναγγελθέντος θανάτου. Ο έρωτας έχει ημερομηνία λήξης και ο παπαγάλος αποτελεί σύμβολο της γνώσης που αποκτάται βιώνοντας. Πρόκειται για μια θλιβερή διαπίστωση που θα παπαγαλίσει το πουλί, ένα έμφυλο μοτίβο-στερεότυπο, που μετατρέπει τον εσωτερικό χώρο από ερωτική φωλιά σε θλιβερή ρουτίνα. «Πρόσφατα νοίκιασαν το διαμέρισμα του τρίτου. Κάθε πρωί μοσχοβολάει έρωτα η σκάλα…./Αύριο θα μιλήσω στο κορίτσι./Τους αγαπώ./Πρέπει να μάθει για τον γκρίζο παπαγάλο, τον πιο έξυπνο απ’ όλους που/κουβαλά στον ώμο της. Σε λίγο καιρό το αγόρι της θα της πει “πάμε μια βόλτα;” Τότε ο/παπαγάλος θ’ απαντήσει “πρέπει να σιδερώσω”. Το αγόρι μόνο και το κορίτσι θα σιδερώσει.»
Στο τέλος της πρώτης ενότητας η ποιητική σύνθεση «Μητρική συνάρτηση» αναφέρεται και πάλι στη μάνα επιτρέποντας στην ποιητική αφήγηση να κινηθεί και πάλι βιωματικά καταλήγοντας, «Όταν οι άνθρωποι γερνούν/μικραίνουν πολύ, πάρα πολύ/τόσο που χωράνε στην καρδιά μας.» Οι πεταλούδες, τα κόκκινα παγκάκια άλλοτε αποκαλύπτουν και άλλοτε αποκαλύπτονται, μα πάντοτε αφηγούνται. Οι μνήμη και η λήθη, η λύπη και η θλίψη στους στίχους της Τάτση υψώνεται σε χρώμα πορφυρό, κάθε που θέλει να τιμήσει τους αγαπημένους της. «Κάθε μέρα συναντιόμαστε/σε εκείνη την πλατεία/με τα μεγάλα δέντρα/ – δίπλα στο καινούριο μου σπίτι-/στα κόκκινα παγκάκια της/καθόμαστε όλοι/οι εξαφανισμένοι.» Στις «Αποκαλύψεις», η αυτοαναφορικότητα στοχεύει στα όνειρα που λοξοδρομούν ακολουθώντας την ανάγκη για αποκατάσταση, την υποταγή στις προσταγές συντήρησης ενός βιοτικού επιπέδου, «ένα κορίτσι που αποφάσισε να σπουδάσει θετικές επιστήμες απαγγέλλοντας Κάλβο.», καταλήγει στη διαπίστωση ότι, «Στο τέλος του πειράματος/όλοι θα γίνουμε πεταλούδες/που χωρούν σ’ ένα εικοσιτετράωρο/ κι όλα τα δίκτυα θα έχουν καταρρεύσει.»
Υπερρεαλιστικές εικόνες, περιγράφουν τη φύση, συνδέονται με τον άνθρωπο και τη ζωή του, «Το μέγεθος ενός μικρού αυτοκινήτου/έχει η καρδιά της γαλάζιας φάλαινας/εκεί ζούμε…», αναμετρούν τη μικρόνοη προοπτική του, το περιορισμένο εσωτερικό οπτικό του πεδίο ορμώμενη από ένα παράδειγμα, δηλωτικό της αντίθεσης. Η κορυφή του υπο- ωκεάνειου βουνού Mauna Kea στη Χαβάη, η οποία είναι κατά πολύ υψηλότερη κι από την κορυφή του Έβερεστ, «…στο βάθος ταου ωκεανού/θα μεγαλώσουμε/ανεξερεύνητοι», (Το τραγούδι των Κριλ).
Τα σύμβολα συνοδεύουν το ποιητικό σύμπαν της Ευαγγελίας Τάτση ως την εσχατιά της ποιητικής της συλλογής, το ίδιο και οι υπερρεαλιστικές της εικόνες. Έχοντας πραγματοποιήσει – βιώσει πολλαπλούς εγκλεισμούς, η έξοδος επιχειρείται με την ορμή που έχουν τα όνειρα. Ο εσωτερικός χώρος υποδέχεται την ανένταχτη ορμή της άγριας φύσης μ’ ένα περικείμενο του Αργύρη Χιόνη. Ένα άγριο άλογο γίνεται το όχημα της έμφυτης τάσης του ανθρώπου για ελευθερία και η ελπίδα εισβάλει ως το ζωογόνο φως του ήλιου. Η ποιήτρια πιστεύει βαθιά στον ορίζοντα και τον προτάσσει, απευθυνόμενη στον αναγνώστη, ελπιδοφόρα. (Σκιά του αλόγου).
όμως
αυτό το άγριο άλογο μπροστά σου
σε περιμένει να το στρέψεις στον ήλιο
η σκιά του αλόγου σου
θα με λύσει από το φως
που δεν βλέπεις._
*
©Κατερίνα Παπαδημητρίου
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.