Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Ξαγρυπνάτε αδελφοί

από ένα βιβλίο ή από μια εποχή,
αν προτιμάτε, γεμάτη σκοτεινά
σκετσάκια

[Ένας χαρακτήρας με κατακόκκινα μάτια, χλωμός από απίστευτες κακουχίες στηρίζει το κουφάρι του σε ένα αυτοσχέδιο μπαστούνι. Τρέμει ολόκληρος και κάθε τόσο τινάζει το πρόσωπό του, σαν να μην θέλει να θυμάται, σαν να μην θέλει. Πίσω του φέγγει η μαρκίζα, «Κέντρον η Ξαγρύπνια». Το φως της κάνει το πρόσωπο εκείνου του συντριμμιού να μοιάζει ακόμη πιο αδύνατο, με όρη και κατάμαυρες λίμνες. Ο άνδρας μιλά, οπλισμένος με το κουράγιο που κάποια αιτία του στέρησε.]

Ταλαιπωρημένος άνδρας: (προχωράει ένα δυο βήματα εμπρός στην σκηνή) Γέμισε ο τόπος από τέτοια κεντράκια. Μα τι να σου κάνουν όταν βαραίνουν τα ματόφυλλα σου. Κανείς και ποτέ δεν κέρδισε την μάχη. Σβήνουν οι θόρυβοι και ένας μικρός θάνατος, ένας ωραίος αλλά μικρός θάνατος. Μα δεν πρέπει, δεν πρέπει με καμιά δύναμη να υποκύψεις. Οι φυλλάδες το ‘παν καθαρά. «Εν τω μέσω της νυκτός, βρίσκει η αρρώστια τον τρόπο, όταν οι άμυνες υποκύπτουν». Μεσολάβησε μια αμηχανία και έπειτα που πεθαίνανε μερικοί, πήραμε να το συζητούμε. Άμα πεθάνανε περισσότεροι, δεν μπορούσαμε να το αγνοήσουμε. Και έπρεπε, έπρεπε να δοθεί μια απάντηση. Σε μια τελετή με φωτογράφους και τα ρέστα η επιτροπή των σοφών απεφάνθη. Εμείς στα σαλόνια μας πανικόβλητοι, αγκαλιασμένο με την τραγωδία μας. Αν θέλετε να γλιτώσετε, δεν πρέπει να κοιμηθείτε. Σαστίσαμε, τέτοιο πράγμα δεν το φανταζόμαστε. Μας πήραν τα δάκρυα, άλλοι αποφάσισαν να φερθούν πεισματικά και διέγραψαν για πάντα τη μεσημεριανή σιέστα. Και έπειτα, ο χρόνος αυτός πάει χαμένος, που λέτε, αποκοιμιέσαι και τα σχέδια σου ματαιώνονται, μια άδικη και δίχως επιχείρημα παύση. Τέτοια ειπώθηκαν για να βελτιωθεί το ηθικό του λαού που ‘χε πέσει σαν βαρομετρικό και σερνότανε πάνω από την πόλη. Μια στιγμή αμηχανίας, είπαν στα πιο δημοφιλή σπορ ,μια αλλαγή που ταράζει την ισορροπία, μπορεί να αποβεί μοιραία. Συνεπεία της, αμέτρητα γκολ, αν υποθέσουμε πως μιλούμε για ποδόσφαιρο. Μόλις επιστρατεύθηκε το παράδειγμα πέσανε βροχή οι κροτίδες και όλοι κατάλαβαν. 

Έτσι και εγώ, μετρώ κιόλας είκοσι μέρες άυπνος. Έρχομαι εδώ κάτω, είναι ωραίο το κεντράκι, ακούμε και κανά δυο τραγουδάκια και παίζουν οι κιθάρες και τα βιολιά και πάνε και έρχονται οι καφέδες, εδώ και εκεί, έναν γλυκύ, έναν μέτριο, και ναι και όχι, χάνομαι παιδάκι μου, με καϊμάκι, το νου σου, και άλλα τέτοια παθιασμένα και τρεμάμενα λόγια, προϊόντα της αγωνίας που φτερουγίζει ανάμεσα στα τραπεζάκια. Να δείτε παιχνίδι με τα παιδιά τους και εκείνα τα δόλια, εκατόμβες ολόκληρες να φεύγουν με τα μικρά τους ολόλευκα καραβάκια και πίσω οι γονείς συντριμμένοι, με μια απουσία στα μάτια τους, άλλο να σας το λέω. Το λοιπόν, έχω διαβεί το περιθώριο, νιώθω υγιής και ακμαίος όσο παραμένω δίχως ύπνο. Δεν μπορεί, θα βρεθεί το αντίδοτο, θα λυθεί η πολιορκία, η επιστήμη δίνει απαντήσεις σήμερα, δεκάδες νέοι επιστήμονες εργάζονται στα υπόγεια, στα παγωμένα εργαστήρια, για χάρη μου, για να μπορέσω να ξαποστάσω μια στάλα και να ακούγεται το θρόισμα που λέτε. Έχει έναν σωρό θορύβους ο ύπνος για να γελά, ο ύπνος που όταν έρχεται. 

(κάπως βουρκώνει, η φωνή του τρέμει, θεέ μου πόσο, πνίγεται).

Τα νανουρίσματα να φανταστείτε, τα κλείσαμε σε κάτι παλιές βιβλιοθήκες και πετάξαμε τα κλειδιά. Έλαβε χώρα μια ωραία τελετή και οι βιβλιοθηκονόμοι, πετούσαν τις αρμαθιές και  τα πτυχία τους, αφού πια κανείς δεν έχει ανάγκη τα νανουρίσματα και με μια αυθαίρετη, συνειρμική τοποθέτηση, τα ίδια τα βιβλία. Γελάτε; Το βρίσκεται χαριτωμένο; Αλήθεια; Τότε μείνετε εσείς σε αϋπνία για ένα μήνα και βάλε. Να έρχεται η νύχτα και όλοι οι φίλοι όρθιοι στα Χαυτεία ανάμεσα σε άλλους που έτσι κατόρθωσαν να σωθούν. Άμα κανείς χασμουριόταν, αρχίζαμε να βήχουμε για να μην παρασυρθούμε. Και εσείς γελάτε; Ας είναι, δεν βρεθήκατε ποτέ εσείς σε μια τέτοια θέση. Τέλος πάντων, εκείνο που στοίχισε περισσότερο σε αυτήν την ιστορία είναι που χάσαμε την επαφή με το όνειρο. Κάτι σαν να θυμόμαστε, μα τώρα πια όλα είναι θολά. Μόνο τα δειλινά, ευχόμαστε πως πεθαίνουμε, η καρδιά μας ριγάει, λιγοψυχάμε, θα χάσουμε τη μάχη. Τέλος πάντων, δεν θα καταλαβαίνατε έτσι και αλλιώς. Από τούτη την πλευρά είναι μαρτύριο, σας λέω. Ωστόσο, αν σας βρίσκεται κανένα θέλημα, μην διστάσετε, πρέπει να μείνω ξύπνιος. Εγώ για αντάλλαγμα θα σας αφήσω να μου πείτε το όνειρό σας, ξέρετε, σαν παρηγοριά. 

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης