Ανταποκρίσεις, ιστορίες με λαμπιόνια
Η ανταπόκριση ήρθε χθες αργά. Ο Ματ που βρισκόταν στην εφημερίδα ως αργά ήταν ο πρώτος που διάβασε. Τηλεφώνησε αμέσως στον κύριο Τζέιμς, τον μεγαλομέτοχο – αν και κανείς δεν νοιάζεται εδώ πέρα αν είσαι μεγαλομέτοχος ή απλά μέτοχος ή καθόλου μέτοχος, σαν να λέμε αμέτοχος όπως παντού. Ελάτε, είναι σοβαρό. Εκείνος σκοτώθηκε με το παλιό σέλικα στρίβοντας επικίνδυνα με την Κάλας στη διαπασών. Και αν γραφόταν ιστορία εκείνη την ώρα, ρώτησε και απάντησε μονάχος του, θα μας βοηθήσει ο καλός Θεός, έτσι δεν είναι, για κάτι τέτοια δεν υπάρχεις;
Ο Πιτ στην αρχή έκανε τον δύσκολο μα όταν άκουσε από την άλλη άκρη του τηλεφώνου τις πρώτες φράσεις , δεν περίμενε, πέταξε το ακουστικό, άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, όλα με μια μαεστρία που σε άφηνε μες στην έκπληξη για τις γεωμετρίες που κατορθώνει ο άνθρωπος στην ανάγκη. Έπειτα όρμησε έξω.
Η Κλειώ βρισκόταν εκεί κοντά και γρήγορα έφθασε στα γραφεία. Φιλήθηκε με τον Ματ, βιαστικά δώσανε μια υπόσχεση για αργότερα, σπίτι σου και όλα φτιάξανε μεμιάς και ο Ματ δεν έβλεπε να περνάει η ώρα και την ρωτούσε. Μα η Κλειώ είναι δοσμένη στην δουλειά της και δεν διστάζει να απορροφηθεί ολοκληρωτικά από την τυχαία περίσταση. Ο Ματ πρέπει να περιμένει, την ώρα που ακούγονται τα λάστιχα του σέλικα. Λίγο πιο γρήγορα και θα χάσει τον έλεγχο ο κύριος Τζέιμς και πάνε περίπατο τα γηρατειά στα Φίτζι με αιθέριες υπάρξεις και δαντελωτές ακρογιαλιές, πάνε όλα στράφι πάνω στο τιμόνι του κατακόκκινου σέλικα.
Όλοι στέκονταν γύρω από το χαρτί. Κανείς δεν μιλούσε και ο χερ Τζέιμς ένιωσε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Πλησίασε, πήρε ήσυχα το χαρτί, έκανε έναν ήχο, σαν να σωριάζεται κάτι ανεπαίσθητο, κάτι με μηδενικό αντίκτυπο στην όλη υπόθεση. Και διάβασε, ξανά και ξανά, τις λίγες λέξεις στην αρχή, έπειτα στη συνέχεια χρειάστηκε να στηριχτεί. Έπειτα κοίταξε τους άλλους, τυλίχτηκε με την καμπαρντίνα του και απομονώθηκε στο γραφείο. Εμείς, οι άλλοι αυτής της ιστορίας, λιγοψυχήσαμε ήταν η αλήθεια και χάσαμε μεμιάς το κουράγιο μας, άλλοι πέσανε να πεθάνουνε, δυο τρεις πήραν τηλέφωνο τις γυναίκες τους, μη με περιμένεις, μια νεαρή ασκούμενη ξέσπασε σε κλάματα. Έπειτα ακούστηκε κάτω στον δρόμο ο κόσμος που πλήθαινε και ο κύριος Τζέιμς, μας έδωσε να τυπώσουμε το τελευταίο φύλλο.
Πάσες οι πλευρές έδωσαν τα χέρια. Εμείς είμαστε οι κατακτητές, είπαν οι μεν και οι δε, αποκρίθηκαν, και εμείς οι κατακτημένοι.
Ύστερα οι πόρτες σπάσανε, πρώτος έπεσε ο Ματ, έπειτα ο κύριος Τζέιμς που έβαλε κάτω δυο από δαύτους, η Κλειώ έμεινε στη θέση της, καρφωμένη στον κενό τηλέγραφο. Η πόλις έπεσε, η πόλις έπεσε.
Εκείνο που έκανε την υπόθεση περισσότερο ανθρώπινη από το αναμενόμενο ήταν κυρίως το τηλεγράφημα που έμεινε μισό, το τηλεγράφημα που δεν πρόλαβε να στείλει ο Ματ, ένα τηλεγράφημα που ισοδυναμούσε με τη ζωή του, ένα τηλεγράφημα που τέλειωνε με τις λέξεις, χρειάζεται να έρθεις τώρα πια, περισσότερο από ποτέ.
Όλα τα παραπάνω βρέθηκαν κακογραμμένα στο συρτάρι του μικρού γραφείου. Ο Ματ ήταν κιόλας μακριά, με ένα μελαγχολικό ωτοστόπ στην άκρη του κόσμου. Κάπου μες σε αυτήν την ιστορία που δεν βγάζει πουθενά. Κάνανε φίλο και φτερό το καμαράκι του. Είπαν πως είχε κάνει κάτι σοβαρό. Είχε εισβάλλει στα γραφεία της εφημερίδας, παραμερίζοντας τον Ράλφι κάτω στην είσοδο, με ένα άγριο πρόσωπο που φώτιζαν τα αναμμένα λαμπιόνια. Ο χρόνος εκείνος, πάει τέλειωνε. Ο χρόνος του Ματ, για την ακρίβεια, εκεί έξω.
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
φωτο: Στράτος Φουντούλης

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.