Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Το λάλο το νερό[¹]

έκκρουσον στυγεράν εκ κραδίας οδύναν
Μελέαγρος

Έργο σε τρεις σκηνές

 τοιμόρροπο αρχοντικό στο κέντρο της πόλης. Δίπατο με σαθρές ξύλινες κολόνες, φαγωμένες από τον καιρό. Μια σκεπή μισογερμένη, με μπαλώματα εδώ και εκεί. Και ακριβώς πάνω από την είσοδο που υπακούει σε κάποιον αρχαιοελληνικό τάχα ρυθμό, με τη βαριά ξύλινη πόρτα και το εντυπωσιακό ρόπτρο με το μισάνοιχτο στόμα του γρύπα, η επιγραφή. «Το Μαντείο». Δίπλα από το οίκημα ξεχωρίζει ένα μικρό περιβόλι, με λίγες νεραντζιές και κάτι βρώμικες θημωνιές. Το σπίτι περιβάλλει μια μάντρα, με κακοκομμένους λίθους και το περίσσευμα της λάσπης στερεωμένο πια, ξεχασμένο από τον αδέξιο χτίστη, τον κακοπληρωμένο. Μια άλλη πόρτα πλάι σε εκείνη τη μεγάλη, την κλειστή στέκει μισάνοιχτη. Και πηγαινοέρχεται το βουβό πλήθος, μαυροφορεμένο, με τα γυαλιά για την αντηλιά φορεμένα. Και κάποιοι συνομιλούν, χαμηλόφωνα πάντα, σφίγγουν τα χέρια και αποχαιρετιούνται. Ένας που φεύγει σκοντάφτει σε ένα φαράσι, κάνει να πέσει μα κρατιέται. Και ύστερα, φωνάζει ένα μεγαλοπρεπέστατο «άει σιχτίρ». Στρίβει στη μάντρα, φτιάχνει το καπέλο του. Ένας από την αυλή φωνάζει. Το έργο αρχίζει.]

Παρευρισκόμενος (εφεξής θα ονομάζεται Νώντας, σιδηρουργός, με το όνειρο του μεγάλου, του θυελλώδους έρωτα.] Για μαζέψου ντε! Την περίσταση ντε δεν την εβλέπεις!

Επισκέπτης: [νευρικά , μα σε απόσταση] Και σένα τι σε βάλανε ρε; Για να φυλάς τις Θερμοπύλες; Άντε μην σε στείλω και σένα ακόμη παραπέρα, άντε!

 Νώντας: Τι να σου πω ρε. Σέβομαι την κυρά Πολυξένη που λιώνει κάτω απ’τη λαμπάδα. Αλλιώς θα σου κατέβαζα μερικά καντήλια, να ‘χεις να πορεύεσαι.

 Επισκέπτης: Σιγά μην σου λακίσει ο πόντος! Σαν δεν ντρέπεσαι, που θα με συνετίσεις, βρε ουστ!

 Νώντας: [χαμηλόφωνα, δίνει τόπο στην οργή] Ας είναι. Την κυρά Πολυξένη συλλογιέμαι και δεν του μουντάρω. Να ιδεί τι πάει να πει Νώντας, να δει το κάθαρμα!

 Φίλος του Νώντα: [εφεξής Φάνης] Άστον μωρέ. Καταλαβαίνουν μερικοί από τέτοια πράγματα, από σέβας να πούμε ξέρουνε; Τι φουρκίζεσαι; Όσο για την κυρά, μην κάθεσαι και σκας, απέθανε αυτή, πάει τώρα, ένα δεμάτι είναι, ξύλο, μάρμαρο που λένε.

 Νώντας: Και το σέβας ρε Φάνη; Να το κάνουμε και αυτό φέιγ βολάν; Να το σκίσουμε, να το κάνουμε να πέφτει σαν βροχή άμα μπαίνει το σέντερ φορ στο γήπεδο; Να πούμε, χαθήκανε όλα και με πιάνει ρε Φάνη το παράπονο, να πούμε. Δεν την λογαριάζεις εκεί μέσα, πεθαμένη γυναίκα; Να φερθείς σαν άντρας; Σαν άνθρωπος, έστω. Μα και αυτό εχάθη, εχάθη λέω (με στόμφο)

 Φάνης: Σώπα βρε παιδί μου και μην βαλαντώνεσαι. Ξέρεις τι εύκολο πράγμα είναι να σπάσει μια καρδιά; Για τέτοια είμαστε τώρα; Και παίζει και η ομάδα (χαμηλόφωνα, εμπιστευτικά) την Κυριακή. Και άμα χάσουμε Νώντα, κλάφτα που λένε, θα μας πάρουν με τις ντομάτες και με τις βρούβες. Δεν θα ‘χουμε πού να σταθούμε στο καφενείο, ξέρεις τι είναι το χάζι μωρέ Νώντα; Με δυο γκολ. Με τόσα πρέπει να κερδίσουμε. Αλλιώς, πάμε χαμένοι. Και Νώντα…

 Νώντας: [με ενδιαφέρον] Τι’ναι ρε;

 Φάνης: Τα’παιξα όλα και η κυρά μου’πε «τελευταία ευκαιρία Φάνη, μετά πάω στον πατέρα μου και ούτε γλύκες, ούτε ζεστό φαί, ακούς;». Ακούς Νώντα;

 Νώντας: Σώπα ρε Φάνη. Κοίτα και την κυρά Πολυξένη που απέθανε.

 Φώντας: Πες το ψέμματα. Και οι νεκροί, ως γνωστόν, δεν αποκρίνονται, μήτε λένε το μέλλον.

 Φάνης: Μήτε έχουν ανάγκες (γέρνει χαρακτηριστικά, το βλέμμα του παγώνει, κοκκινίζει μια στάλα)

 Νώντας: Βρε, δεν έχεις τον Θεό σου εσύ!

 (Κάνει να σηκωθεί, εκείνη την ώρα βγαίνει ο Θανασάκης. Φωνάζει και τρέχει στο περιβόλι. «Θάμα, θάμα! Η κυρά Πολυξένη την άφησε! Την άφησε, την άφησε!)

 Φάνης: Έλα εδώ ρε! Δεν ντρέπεσαι; (του ρίχνει μερικές στο σβέρκο)

 Θανασάκης: Τι φταίω εγώ κυρ Φάνη; Αφού σου λέω, την άφησε. Μας είχε πάρει φαλάγγι η ησυχία και εκείνη την ώρα, η πεθαμένη την άφησε. Μάλιστα! Η Ναυσικά του Γιώργη λιγοθύμισε από την τρομάρα της, πάνε να της φέρουν κινίνο! Γκαστρωμένη θα’ναι!

 Νώντας: Α, να χαθείς, νιάνιαρο! Δεν κοκκινίζεις μωρέ; (του ρίχνει και άλλες, ο Θανασάκης φεύγει στο δρόμο)

 (Ο Φάνης τον σκουντάει με ενδιαφέρον)

 Φάνης: Ρε Νώντα, αυτό είναι το σημάδι.

 Νώντας: Τι εννοείς;

 Φάνης: Λέω, αφού την άφησε πάει να πει πως μας έχει χεσμένους. Και εμάς και την ομάδα μας. Αμάν, Νώντα, πάμε χαμένοι, τ’ακούς; Ετοιμάζω τα ναύλα μου, πάω, θα με φάει το κύμα και τ’αφρόψαρα Νώντα μου! Πάω σου λέω, πάω!

 Νώντας: Σώπα ρε Φάνη! Θα ιδείς και τόσα μέρη, καλλονές, άλλο να σου λέω. Μωρέ τι μας λες; Κάνει ζάφτι δίχως εσένα η Μαρίκα; Του αέρα, είναι αυτά.

 Φάνης: Καλά τα λες εσύ. Μα δεν την ξέρεις.

 Νώντας: Ε, τι κάθεσαι τότε;

 Φάνης: Και τι να κάνω ρε Νώντα;

 Νώντας: Να πας να τα πάρεις πίσω, ρε! Προλαβαίνεις. Άντε, όλο τσιγάρο είσαι και ντέρτι, με έσκασες με την ομάδα! Άει στο καλό και αυτή, άντε, να θρηνήσουμε και λίγο ρε Φάνη, βαλτός είσαι και εσύ, σαν τον άλλον, με το καπέλο;

 Φάνης: Και τι θα πω ρε Νώντα;

 Νώντας: Τι θα πεις; Απλά και ξάστερα. «Η κυρά Πολυξένη που είχε το Μαντείο και έλεγε κουβάδες τους καφέδες, τους και ναι και όχι και τους γλυκούς και τους μέτριους και τους βαπορίσους, πέθανε. Και άμα τη θρηνούσαμε την άφησε, όπερ και σημαίνει ότι μας έχει χεσμένους. Και είναι σημάδι που δεν πρέπει να τ’αφήνεις, δεν χωρατεύει κανείς με αυτά τα ζητήματα.

 Φάνης: Και θα μου τα δώσουν;

 Νώντας: Σίγουρα!  (με μια δόση ειρωνείας)

 Φάνης: Α ρε Πολυξένη, α ρε Πολυξένη! Που πήγες και πέθανες πριν το ματς μωρέ χριστιανή μου! Α ρε Πολυξένη!

 Νώντας: Και άμα τελειώσεις, να πεις «απέσβετο το λάλων ύδωρ».

 Φάνης: Τι ‘ναι αυτό ρε Νώντα; Μην το πάρουν για βρισιά και τις φάω.

 Νώντας: Αυτό θα σε αναδείξει, τάχα σπουδαγμένο και όσο να πεις τους σέβονται τους μορφωμένους οι τοκογλύφοι και οι στοιχηματζήδες. Κατάλαβες;Κατά βάθος, χαίρε βάθος, είναι καλά παιδιά. Και άμα προσπέφτεις στην ανάγκη τους ανταποκρίνονται. Και με τόκο!

 Φάνης: Κατάλαβα, Νώντα. (σκοτώνεται και φεύγει. Στέκει μια στιγμή πίσω από τη μάντρα και του φωνάζει) Λάλο, το ‘πες;

 Νώντας: Ποιο βρε;

 Φάνης: Το ύδωρ μωρέ, λάλο;

 Νώντας: Άλαλο, το’πα, άλαλο σαν το κεφάλι σου!

 (Χτυπάει πένθιμα η καμπάνα. Περνούν κάτι κοριτσόπουλα. Γελούν και έχουν λίγο κοκκινάδι στα χείλη. Σηκώνεται ο Νώντας και βγάζει το καπέλο, τις χαιρετάει. Αυτές γελούν, είναι άνοιξη και η κυρά Πολυξένη είναι πέρα για πέρα πεθαμένη. Στο βάθος ο Φάνης που μετράει τα χιλιάρικα και η Μαρίκα που του κάμει νάζια. Τι ερωτευμένοι που φαίνονται! Ο Φάνης κλείνει το μάτι στον Νώντα. Ο Θανασάκης επιστρέφει με το πατίνι , ανακατώνεται στο τραπέζι της αυλής με τα λικέρ και το κινίνο της κυρίας Ναυσικάς. Τα παίρνει όλα σβάρνα. Ακούγονται βλαστήμιες, σβήνουν τα φώτα στη σκηνή. Ο τόπος αδειάζει. Γύρω από την επιγραφή, «Μαντείο», ανάβουν κάτι φώτα λευκά, μαγαζιών λαϊκών. Η Μαρίκα κλείνει το μάτι στον Νώντα, Για δες τε, κάτι πράγματα που κρύβονται από τα μάτια μας.  Δόλιε Νώντα «έκκρουσον στυγεράν εκ κραδίας οδύναν».)

________________
[¹] «απέσβετο και λάλων ύδωρ«, μτφρ. του Ανδρέα Λεντάκη «Παλατινή Ανθολογία»

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης