Ρωξάνη Νικολάου, Σαλός μαγνήτης ―από την Κατερίνα I. Παπαδημητρίου

Ρωξάνη Νικολάου, Σαλός μαγνήτης, Εκδόσεις Φαρφουλάς

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ή ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΝΥΧΤΟΣ

Mετά τις δύο προηγούμενες ποιητικές συλλογές, ανάμεσα στις οποίες μεσολαβούν σχεδόν δύο δεκαετίες (Ποιήματα 1991-1999, ιδιωτική έκδοση, Λεμεσός, 2000ˑ Ψαλιδιστής, Τεχνοδρόμιον, Λεμεσός, 2018), η Ρωξάνη Νικολάου μας δωροδοτεί με μία τρίτη συλλογή με τον τίτλο «Σαλός μαγνήτης». Ετούτη η λογοτεχνική σιωπή, ίσως και να τιμά τη δημιουργό, αφού με ειλικρίνεια καταθέτει: «Επιστρέφει ηττημένη η ηχώ γυρεύει το στόμα μου.», σημαίνοντας την ανάγκη να μιλήσει, όταν η μούσα την καλεί να ξεδιψάσει όσα κούρνιασαν στις λέξεις της. Πρόκειται για ένα ποιητικό σύμπαν με πολλές αναγνώσεις, αφού κυριαρχεί το παράδοξο, η έντονη αλληγορία και τα υπερρεαλιστικά στοιχεία, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα βαθιά υπαρξιακή, η οποία, κι αυτό είναι το έντεχνα θαυμαστό στην αυθεντικότητα της αλληγορίας της, περιλαμβάνει τον ποιητή, τον άνθρωπο, την πατρίδα και ταυτόχρονα καταφέρνει να είναι βαθιά πολιτικό, καθώς περιγράφει τη διχοτόμηση μιας ταλαιπωρημένης πατρίδας, για την οποία ο πόνος της ποιήτριας είναι εμφανής,«Κόβει τα σπίτια/κόβει τα πεζοδρόμια/κόβει τους κήπους/κόβει τη θάλασσα/κόβει τους ορίζοντας, κόβει τους χρόνους/διατρέχει το εδώ/μέχρι την έσχατη άκρη του εκεί.» (σελ.11)

Αξιοπρόσεκτο στοιχείο της συλλογής της Νικολάου αποτελούν οι τίτλοι των ποιημάτων της, οι οποίοι, συχνά, αφηγούνται και μπορούν και λειτουργούν αυτόνομα, «ΠΟΤΑΜΙ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗΣ ΩΡΑΣ ΚΥΛΑΕΙ ΣΙΓΑΛΑ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΖΕΥΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΟΥ ΤΙΣ ΚΗΛΙΔΕΣ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ ΠΟΤΙΖΟΥΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ», από την πρώτη ενότητα, «ΘΥΜΗΣΟΥ ΟΠΟΙΑ ΩΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ’ΝΑΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΔΙΑΣΥΡΟΥΜΕ ΤΟ ΧΩΜΑ ΜΑΣ», που περιέχεται στην τρίτη ενότητα, όπως και ο τίτλος του ποιήματος που περιέχει και τον τίτλο της συλλογής, «ΑΝ ΗΤΑΝ ΝΑ ΓΙΝΩ ΣΑΛΟΣ ΜΑΓΝΗΤΗΣ ΘΕΕ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΑΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΧΝΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΕΡΑ ΟΧΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ». (σελ. 67)

Στο ποιητικό σύμπαν της Ρωξάνης Νικολάου, περιδιαβαίνει ακόμη και ο έρωτας, ως «ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ή ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΝΥΧΤΟΣ», σημαδεμένος από τον υπαρξιακό πόνο της πονεμένης πατρίδας και τα πένθη ακολούθησαν. «…ύστερα απ’ τον έρωτα/διάβαζα στα σκοτεινά/τον ύπνο τους/χάλασα τα μάτια μου/βλέπω εμένα και κοιτώ.» (σελ. 14). Η ποίηση της Νικολάου έχει την ικανότητα να υπαινίσσεται, και όπου έρωτας να ζει η πατρίδα και το αντίστροφο, «…πυκνά φιλήματα αναπηδούσαν/μέσα απ’ τα φωτίσματά σου/χειλιών που ήπιαν/το ξύδι και τη χολή του κόσμου/προτού να χαλαστούν/προτού γίνουν ίχνη αδιόρατα/αχνές εκδορές στη σκόνη του παλαιού/κι ίσως ανύπαρκτου εικονίσματος.» (σελ.13). Ο θάνατος, η ανυπαρξία και το πένθος για όσα χάθηκαν, βρίσκουν στο χώμα την έκφρασή τους, αφού το ποιητικό σύμπαν της Νικολάου καταλήγει σχεδόν άνυδρο, παρόλο που οι ζωντανές περιγραφές της περιλαμβάνουν έναν κόσμο ολόκληρο, όπου η φύση ζωντανεύει, περικλείοντας άλλοτε τον μαρασμό και άλλοτε ένα ζωντάνεμα που πληγώνει, καθώς βρίσκεται σε αντίθεση με την υπαρξιακή καταβύθιση και το πένθος. «…Υπάρχουνε δρόμοι/ή μονάχα βουίσματα βημάτων/που η σκόνη καταπίνει;» (σελ. 11). Και στη σελ. 34, στον ΠΑΣΑΤΕΜΠΟ ΤΗΣ ΟΡΑΣΗΣ, ακούγεται ο «ξερός κρότος» στα τοιχώματα του υπαρξιακού βάθους, «Είμαι ένα πηγάδι/με λιγοστό νερό/καμιά φορά στερεύω/και μονάχα κοιτάζω: /το ανάπτυγμα του ειδώλου μου/στο θόλο…»

Στην ποίηση της Νικολάου είναι παρών και ο ποιητής, αφού είναι πάντα συνδεδεμένος με το κέντρο της ύπαρξης, με μια αέναη, σχεδόν αρχέγονη ανάγκη να συνδεθεί με τις λέξεις του δημιουργού. Να εκφράσει, να περιγράψει, να αφηγηθεί έντεχνα συναισθήματα και εικόνες, πράξεις και όνειρα, πόνους και χαρές. «..τα λόγια του Σ. πετούσαν ’δω και εκεί/ρίχνοντας πυκνές σκιές/κι ανεμίζοντας γελοία τα μαλλιά μου// κατέβηκα/κι είπα στο ποίημα που περίμενε:/“ο πόθος μου για σένα κιόλας ξεθύμανε”.» (σελ. 35). Η έντεχνη εικονοποιία της ποίησης της Νικολάου εμπλέκει παράδοξα και υπερρεαλιστικά τη φύση, καθώς εμπλέκει συμβολικά τη μαγεία και τον μαρασμό της.  Ο θάνατος ριζώνει σαν πεποίθηση και αποτελεί ένα από τα λίγα αμιγώς ρεαλιστικά στοιχεία του ποιητικού της σύμπαντος.

Στη δεύτερη και στην τρίτη ενότητα το ποιητικό υποκείμενο ξεγλιστρά από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στην τριτοπρόσωπη και ύστερα στην απεύθυνση και αλλάζει φύλο, για λίγο μόνο, για τις ανάγκες της ποιητικής αφήγησης, ενώ η μητρική παρουσία «…Παιδάκι μου μη βρεθείς ποτέ στη γειτονιά τους./Για κανένα λόγο.» (σελ 47). παραμένει συγκλονιστικά σταθερή, σαν από μηχανής θεός, πανταχού παρούσα να συντρέξει, ακόμα και από το επέκεινα. Η άλλη μεριά, υπηρετώντας το παράδοξο, όπως στο πεζοποίημα με τον τίτλο Αίνιγμα,(σελ. 52) θα παραμείνει στους στίχους της ποιήτριας, δημιουργώντας ένα μαγικά ρεαλιστικό προπέτασμα, ενώ το ενύπνιο τροφοδοτεί με υπερρεαλιστικούς συνειρμούς και εικόνες που τέμνουν βαθιά την ύπαρξη, καθώς οι μνήμες πονούν βαθιά. Μέχρι τον ανεκπλήρωτο έρωτα, μέχρι την αποκαθήλωσή του, «…Όσο περισσότερο συντρίβεσαι από τον πόθο σου για κάποιον τόσο πιο ανεπιθύμητος γίνεται εκείνος που συντρίβεται από τον πόθο του για σένα./Ένα σκοτωμένο ζώο που τα νύχια του πιάστηκαν στα ρούχα του.» (σελ. 69), μέχρι τη μισή χαμένη πατρίδα, μέχρι την αγάπη και έννοια της για τον άνθρωπο. Μέχρι τον θάνατο, μέχρι τη θυσία.

Δεν θα ενοχλήσει ούτε και μετά θάνατον.
Τελετουργός αγρυπνιών, σαλός μαγνήτης, ανιδιοτελές
Διυλιστήριο.
Έσωσε λίγη γη απ’ τα δόντια τους και μέσα της κοιμήθηκε.
Στυλώνει με τα οστά του ανήκουστη μουσική.

Στάζει λεμόνι στα μάτια της, ρίχνει ασβέστη στα γυμνά
Της πόδια.
«Αύριο πάλι μονολογεί.»

Και το ταξίδι συνεχίζεται, μέχρι τον ύπνο, που είναι ένας μικρός θάνατος, μα πριν απ’ αυτόν, μια καθημερινή λύτρωση, καθώς υποσυνείδητα θεραπεύει κάθε πληγή, μέχρι την επόμενη φορά. Και η ελπίδα φυτρώνει έστω και την τελευταία στιγμή, γιατί έτσι είναι ο άνθρωπος και αυτό αποτελεί δηλωτικό της ύπαρξης του. Εκείνη η χαραμάδα απ’ όπου εισχωρεί το φως και τα κουρέλια, τα άχυρα ντύνουν παιδικά χαμόγελα.

«Διορθώνω τις ειδήσεις που φτάνουν από τον έξω κόσμο διασχίζοντας τα αλτ των δέντρων (φέρε στο νου ένα ξεχασμένο εργοστάσιο και στο βάθος κάποιον να φτιάχνει παιχνίδια από άχυρα και κουρέλια) και δυνατή χαρά με ξυπνά το πρωί, τι ρόλος κι αυτός, τι απίθανος ρόλος.» (σελ. 74)._

*

©Κατερίνα I. Παπαδημητρίου