
Ξαναδιαβάζω με ανησυχία την βιογραφία του Μαγκρίτ μήπως και κάτι μου ξέφυγε, μήπως στις εμπειρίες του έτυχε να ζήσει μια θανατηφόρο επιδημία, ένα απεχθές βίωμα σε επικίνδυνη μολυσμένη ατμόσφαιρα, μια απειλή χημικών αερίων που έβαλαν σε κίνδυνο τη ζωή του, τη σωματική του ακεραιότητα όπως για παράδειγμα συνέβη στον ήρωα εκείνης της παράξενης ταινίας, τον Άνθρωπο που μίκραινε…
Σε μια τέτοια περίπτωση βεβαρυμμένου παρελθόντος που απαίτησε ολική προφύλαξη προσώπου και την οποία ο διάσημος Βέλγος υπέστη σε σημείο να κρατήσει έντονη την ανάμνηση της δυσφορίας του, οφείλει προφανώς την έμπνευσή του να ζωγραφήσει τούτο τον πολύ γνωστό ανοίκειο πίνακα που έχω τώρα μπροστά μου και που τελευταία έχει αποκτήσει τόση επικαιρότητα:
Δύο εραστές να φιλιούνται με έναν απίστευτο και σοκαριστικό τρόπο. Δύο άσπρα μαντίλια με έντεχνες πτυχώσεις καλύπτουν τα πρόσωπά τους, πράγμα που ωστόσο δεν τους εμποδίζει να επιζητούν ο ένας τα χείλη του άλλου έστω και έτσι σκεπασμένα.
Ναι, βέβαια, ξέρω, ξέρω, οι απορίες μου και οι ερωτήσεις μου είναι καθαρά ρητορικές Πρόκειται για ένα σκαρίφημα σουρεαλιστικό, ένα τέχνασμα για να μας εκπλήξει, να μας θαμπώσει με την ευρηματική του πρωτοτυπία, να μας αποσταθεροποιήσει έτσι ώστε να κάνουμε ένα σωρό εικασίες για να βρούμε μια εξήγηση για κάτι που ουσιαστικά ο καλλιτέχνης δεν μας το ζητάει, αλλά ούτε καν το υπαινίσσεται. Μας το είπε άλλωστε η ιστορία της Τέχνης : πως ο ζωγράφος έχτιζε την εικόνα του με τη στρατηγική του σοκ και στη συνέχεια καλούσε τους φίλους του να την σχολιάσουν και να της δώσουν ένα τίτλο.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Μαγρίτ ικανοποιημένος από την επιτυχία του ευρήματός του και σύμφωνα με τις συνήθειές του το αντέγραψε άπειρες φορές σε πολλούς πίνακες λιθογραφίες και σχέδιά του μέχρι που να μας πείσει ότι είναι μια συνηθισμένη κατάσταση η οποία αν μη τι άλλο ευδοκιμεί σένα παράλογο κόσμο.
Παράλογο ναι αλλά όχι και τόσο ασυνήθιστο εν καιρώ πανδημίας, γιατί αυτόν το πίνακα τον είδα εκ του φυσικού με τα ίδια μου τα μάτια χθες το απόγευμα βγαίνοντας από το παρισινό πολυκατάστημα ΒΗV σχεδόν στο ίδιο σημείο που ο γνωστός φωτογράφος Doisneau συνέλαβε την πασίγνωστη φωτογραφία Les amoureux del’Hôtel de Ville. Δύο φυσιολογικοί άνθρωποι ν’ αγκαλιάζονται και να φιλιούνται, κατάσταση που γοήτευσε και συγκίνησε για δεκαετίες ένα σωρό κόσμο.
Αυτό που είδα με άφησε εμβρόντητη. Ένα νεαρό μασκοφορεμένο ζευγάρι να σπεύδει να φιληθεί μη βγάζοντας τη μάσκα του.
Ω φρίκη, ω απελπισία και απόγνωση, ω συθέμελη αναστάτωση και άπωση: πως φτάσαμε ως εδώ: που θα μας οδηγήσει ο φόβος, οι αλλοπρόσαλλες κυβερνητικές αποφάσεις, η υποταγμένη και πανικόβλητη φύση μας ώστε να καταλήξουμε να πράττουμε τα αφύσικα; Η μάλλον να μη νοιώθουμε πια καμμιά έκπληξη, καμιά δυσαρέσκεια εκτελώντας σουρεαλιστικές πράξεις;
Γιατί ποτέ δεν είδα τον σουρεαλισμό να εισβάλλει με τόση αφθονία στην καθημερινότητά μας κι αντί να την κάνει πιο ποιητική όπως θα το επιθυμούσε ο Αντρέ Μπρετόν να την καταδικάζει στην απόλυτη γελοιότητα.
Θα μου πείτε τώρα πως δύο ερωτευμένοι νοιώθουν την θέρμη του έρωτά τους ανά πάσα στιγμή γυμνοί η ντυμένοι. Η φαντασία υποσκελίζει την πραγματικότητα, εξωραΐζει τις πιο μεγάλες ασχήμιες. Τι σημασία έχει ένα κομμάτι πανί ανάμεσα σε δύο φλογισμένα χίλια; Η συγκίνηση εξαπολύει την ακαταμάχητη ενέργειά της, την ηλεκτρική της εκκένωση.
Όμως η εικόνα για μένα, που είμαι έξω από τα μυστήρια, είναι θλιβερή. Έστω κι αν την προοιώνισε ο Μαγρίτ, έστω κι αν ο σουρεαλισμός της Νατζά και του Τρελού Έρωτα την υποστηρίζουν ακόμη για τους λάτρες των βιβλίων, οι μασκοφόροι εραστές ρέπουν περισσότερο προς την επιστημονική φαντασία. Σ’ ένα κόσμο αυτοματοποιημένο, ψυχρό, που το σώμα και οι αισθήσεις έχουν χάσει τις ικανότητές τους να δονούνται, τον κόσμο της τεχνολογίας, της οθόνης που μας μαγνητίζει νεκρώνοντας τις εξάρσεις, του χυμούς και τις ζωντανές μας επιθυμίες.
*
©Ευρυδίκη Τρισόν – Μιλσανή
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.