Λεωνίδας Καζάσης, Ο εγγονός

«Αν γεννιόσουν από φτωχούς γονείς, δεν θα σκεφτόσουν έτσι και δεν θα τα έλεγες αυτά, γιατί τα παιδιά των εργατών και των υπηρετριών ήταν πρώτοι μαθητές, και αργότερα στη ζωή τους προσπάθησαν, να ανέβουν τα σκαλιά της κοινωνίας, ώστε σήμερα να είναι γιατροί, δικηγόροι, επιχειρηματίες, βιομήχανοι. Θυμάμαι τον κυρ Σταύρο που έλεγε: «κύριε Μάνο, μπορεί εγώ να κουβαλούσα τσιμέντο σε όλη μου τη ζωή, αλλά η κόρη μου βγήκε φιλόλογος και ο γιος μου μικροβιολόγος». Όχι σαν εσένα που τα είχες όλα και δεν πείνασες, δεν κρύωσες, δεν είδες να υποτιμούν τους γονείς σου, γι’ αυτό δεν θέλεις να δουλέψεις και να κάνεις κάτι στη ζωή, αντί να μιλάς για λίγες υλικές ανάγκες και για έρωτες».

Έτσι εδιαμαρτύρετο ο εύπορος παππούς στον εγγονό του που δεν στερήθηκε, δεν μειώθηκε, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έσερνε μέσα του τα μικρόβια των συμπλεγμάτων της κοινωνικής ανόδου και της περιουσίας – απληστίας. Όχι πως τα παιδιά των ευπόρων υπολείπονται σε ματαιοδοξία, υπεροψία, σκληρότητα, αλλά, όταν είσαι χορτάτος, μπορείς πιο εύκολα να δεις πέρα από τον ασφυκτικά περιορισμένο ορίζοντα των ανθρώπων, που είναι ο ορίζοντας της χλιδής και των αξιωμάτων.

Είναι ντροπή να κουβαλείς τσιμέντο; Να φτιάχνεις ψωμί, να μαζεύεις σκουπίδια, να διορθώνεις βρύσες, να μεταφέρεις υλικά αναγκαία δια την ζωήν; Ώστε να ντρέπονται οι χειρώνακτες,  και   να    πρέπει να φύγει οπωσδήποτε η ρετσινιά του κτίστη ή του κηπουρού από το παιδί τους, σπουδάζοντάς το;
Άρα δεν σπουδάζουν δια την χαράν της γνώσεως και το άνοιγμα του μυαλού, το βάθεμα  της κρίσης, την καλλιέργεια της ψυχής, πράγματα που μπορούν να επιτευχθούν παράλληλα με οιοδήποτε λειτούργημα – απασχόληση του ηλεκτρολόγου, του κτίστη, του φορτωτή, του αγρότη, του  γιατρού, φτάνει να υπάρχει θεώρηση της ζωής από άλλη οπτική γωνία και ελεύθερος χρόνος, αλλά σπουδάζουν για να κυριαρχήσουν, να αδικήσουν, να πλουτίσουν. Η γνώση από κοινωνικό αγαθό για όλους, μετατρέπεται σε βρώμικο εργαλείο, που διχάζει, αποκλείει, εγκληματεί, χλευάζοντας το αναγκαίο, εκθειάζοντας το περιττό.

Ο εγγονός απέφευγε από παιδί ό,τι δεν τον ενδιέφερε, και, επομένως, του προξενούσε άδικο κόπο. Του άρεζε να φιλά τα κοριτσάκια στο στόμα, αν και τα σαρκώδη του Γιάννη χείλη στην έκτη δημοτικού δεν τον άφηναν αδιάφορο, κι έτσι στην  πρώτη γυμνασίου που καθόντουσαν στο ίδιο θρανίο, περνούσε προσεκτικά το χέρι του πίσω, και μέσα από το παντελόνι άγγιζε του Γιάννη τους γλουτούς.

Του άρεζε να ακούει τους μεγάλους, να συζητούν για την  δικτατορία του 1967, για τους Βούλγαρους, τους Τούρκους, τους κουμμουνιστές, που ήθελαν να βγάλουν τους πλούσιους από τα σπίτια τους, για να μπουν αυτοί μέσα.

Όταν έβλεπε τους οικοδόμους με τα μαντήλια δεμένα στο κεφάλι, να τραγουδούν ανεβασμένοι στις σκαλωσιές, χτυπώντας τα σφυριά, γοητευόταν τόσο, που μιά ακατανίκητη  συγκίνηση νότιζε τα μάτια του, για την παλικαριά των ανθρώπων του μόχθου, που κινδυνεύουν, περιφρονημένοι, με στερήσεις διάγοντας, και έλεγε μέσα  του:
«Σφάξτε τους πλούσιους, κι εγώ μαζί σας». Αργότερα κατάλαβε πόσο οι περιφρονημένοι λαχταρούν να μοιάσουν τους περιφρονητές τους! Ακόμη κι αν τους έσφαζαν θα το έκαναν για να πάρουν τη θέση τους, και τίποτα παραπάνω.

Μεγαλώνοντας ο εγγονός, ως μαθητής ήταν κακός,  παρ’ όλες τις βοήθειες που του παρείχαν με δασκάλους στο σπίτι, με την ανάλογη βέβαια υπονόμευση της μείωσης του ηθικού του από τους γονείς, ως συνήθως με τους γονείς γίνεται, όταν το παιδί δεν είναι καλός μαθητής.

Κατά την εφηβεία οι ορμές πίεζαν φοβερά, η φτώχεια των ηδονών της κοινωνίας απερίγραπτη, και ο εγγονός στα δέκα έξι του οδηγείται σε απόλαυση αγοραία. Βγαίνοντας στην επιβίωση, έβλεπε πως του έτρωγε  όλο τον χρόνο, και από την άλλη, τα κορίτσια να μην θέλουν να κάνουν έρωτα, παρά μόνο για λεφτά και οικογένεια! και ο εγγονός σκεφτόταν: «εάν είναι να χάσω τα μάτια μου και το ένα μου πόδι, μη σώσει και πλησιάσω γυναίκα». Η κατάσταση χειροτέρευε. < Δεν έχει ωράριο αυτό το επάγγελμα>  του έλεγαν, όταν εδιαμαρτύρετο  ότι, σχεδόν νύχτα πήγαινε στη δουλειά και  νύχτα επέστρεφε από αυτήν, και από την άλλη, αγαμία! ατέρμονη αγαμία !

«Η ζωή εις την οποίαν με έφερες είναι αγαμία και δουλειά. Ευθύνεσαι και εσύ βέβαια, διότι στην κόρη σου έλεγες ότι τα κορίτσια δεν έχουν ανάγκη να κάνουν έρωτα όπως τα αγόρια!  την απέτρεπες δε να συνδεθή ερωτικά με άνδρες, για να μην της βγει το όνομα και δεν μπορέσει να παντρευτεί. Επίσης της έφερνες παράδειγμα προς μίμησιν την γειτόνισσα, επειδή παντρεύτηκε ένα καλό παιδί που της παρέχει υλική ασφάλεια, ανέσεις. Έχω ακούσει και την γιαγιά να της λέει: «πρόσεχε, οι άνδρες σε πλησιάζουν για να φτύσουν και να φύγουν». Επίσης, η γιαγιά μας έλεγε και το εξής << βαθυστόχαστο>> : << Εάν σε μια οικογένεια ο άνδρας πάει με άλλη γυναίκα, δεν έγινε και τόσο μεγάλο κακό, εάν όμως η γυναίκα πάει με άλλον άνδρα, ατιμάζεται όλη η οικογένεια>>. Δεν  είστε οι μόνες που τα λέτε αυτά˙ όλες οι μητέρες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ανατρέφουν τις κόρες τους με τις φοβίες που και οι ίδιες ανετράφησαν.
Όσο για τους άνδρες που ενώ επιθυμούν όλες τις γυναίκες των άλλων, αλλά  αγριεύουν, εάν πλησιάσει κανείς την γυναίκα τους , την μάνα τους, την κόρη τους, την αδερφή τους,  είναι γνωστή ψυχασθένεια, που την  έζησες, την ξέρεις, και δεν θα επεκταθώ».

Αυτά είπε μια μέρα, αγανακτισμένος, ο εγγονός  εις την μητέρα του.

Ακόμη και γυναίκες μεγαλύτερες του, κατά δεκαπέντε και είκοσι χρόνια, ήθελαν να ξοδεύει χρήματα, για να πλαγιάσουν μαζί του. Όταν δε, απευθυνόταν σε γυναίκες πενήντα  έως εξήντα ετών, όσες από αυτές δεν ενδιαφέρονταν για υλικά αγαθά, εθίγοντο και τον εφώναζαν αλήτη!

Στα είκοσί του, όταν υπηρετούσε την στρατιωτική θητεία του, μια μέρα της εξόδου του, ο φίλος του, ο Δημήτρης, τον πήγε σε ένα διαμέρισμα , στο Κολωνάκι, όπου μία κυρία άνω των εβδομήντα, αφράτη, που αντιλαμβανόσουν, ότι θα ήτο γυναικάρα πριν από είκοσι χρόνια, συνευρίσκετο με νεαρούς, χωρίς πληρωμή! Μόνο «καποτίτσες», όπως τις έλεγε, ήθελε να τις φέρνουν.

Ο  εγγονός αργούσε να ολοκληρώσει, και η κυρία του είπε: «Ελάτε άλλη φορά, που θα έχω περισσότερο χρόνο, για να το ευχαριστηθούμε, γιατί τώρα, πρέπει να πάω να δω τον άντρα μου που, με περιμένει, στον Άγιο Σάββα». Μακάρι όλες οι γυναίκες να ήταν στην φύση τους, όπως αυτή η κυρία!!! δεν θα υπήρχε πρόβλημα κανένα!!!

Καλά που υπήρχαν παλικάρια με τα οποία ο εγγονός συνευρισκόταν, και έτσι έπαιρνε τους χυμούς της συναισθηματικής πλήρωσης, που χαρίζει η σαρκική απόλαυση, χωρίς να πληρώνει και να υπόσχεται υποκρινόμενος, όπως κάνουν οι υπόλοιποι άνδρες, για να τους κάτσει γυναίκα. Οι ομοφυλόφιλοι νέοι γοητεύθηκαν, τον αποδέχθηκαν, τον ερωτεύθηκαν, τον τίμησαν. Ο εγγονός δεν εκάμφθη από την ομοφοβική πλύση εγκεφάλου, που υφίστανται τα παιδιά από τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς, τους ιερείς, και ξεδίπλωσε την ομοφυλοφιλική του διάσταση, δίνοντας διέξοδο στο αδιέξοδο που τον έριχναν οι ακρωτηριασμένες, ενστικτικά – συναισθηματικά γυναίκες από την γαλουχία τους ακόμα.
Εκτός από τους ομοφυλόφιλους με τους οποίους συναναστρεφόταν, ήρθε σε επαφή, και με ομοφυλόφιλες γυναίκες, τις οποίες απεπειράθη να πλησιάσει ερωτικά, όμως προσέκρουσε στον βράχο άπωσης που νιώθουν οι ομοφυλόφιλοι για το έτερο φύλο, κάτι που δεν είχε καταλάβει από τους ομοφυλόφιλους νέους, αφού ανήκε στο ίδιο με αυτούς φύλο, και επομένως, μόνο γυναίκες σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσαν να διαγνώσουν την άπωση των ομοφυλοφίλων ανδρών γι’ αυτές.

Έτσι, το ζήτημα που ανοίγεται εδώ , είναι, πως οι ομοφυλόφιλοι, αποκλείοντας, λόγω τραύματος το έτερο φύλο, απεμπολούν από το διανοητικό τους οπλοστάσιο την άποψη, πως κάθε άνθρωπος φέρει μέσα του την τάση, να ερωτευθή και να συνευρεθή με άνθρωπο του ιδίου φύλου, αρκεί να αρθούν οι διαβολές, περί διαστροφής της ομοφυλοφιλίας, οι οποίες ταλανίζουν, πληγώνουν και αλλοιώνουν την φύση  της ανθρωπίνης ερωτικότητος.
Οι ομοφυλόφιλοι,  αντί να παλέψουν για την απελευθέρωση της αμφιφυλόφιλης  φύσης του ανθρώπου, δέχονται και αποζητούν λόγω της παθογενούς αποστροφής τους προς το άλλο φύλο – που η κοινωνία προκάλεσε – την γκετοποίησή τους, ζητιανεύοντας ανοχή και ένταξη  από μία κοινωνία, που αφού τους χάραξε ανεξίτηλα, τους περιθωριοποιεί, χλευάζοντας, διώκοντάς τους. Κάθε αποκλεισμός, είτε του ετέρου φύλου, που προέρχεται από την καταπιεστική αναγκαιότητα βιώματος τραυματικού είτε του ομοίου φύλου, που προέρχεται από την  πειθανάγκη της ομοφοβικής πλύσεως εγκεφάλου που γίνεται επίσημα από την κοινωνία  – ώστε τα λεξικά της να ερμηνεύουν την λέξη ομοφυλοφιλία  ως διαστροφή γενετήσια – ,  παραβαίνει την φύση, με δυσάρεστες δια την ψυχήν συνέπειες.

Όσο για τους δήθεν που ισχυρίζονται, πως η κοινωνία αποδέχεται την ομοφυλοφιλία, ας δοκιμάσουν να αποκαλέσουν σε έναν γονιό το παιδί του ομοφυλόφιλο, να δούμε τι αποδοχή θα εισπράξουν, όπως, επίσης, ας μας απαντήσουν, εάν  ένας εκπαιδευτικός, ένας ιερέας, ένας δικαστής, ένας στρατιωτικός, ένας γιατρός  μπορούν να δηλώσουν δημόσια, πως είναι ομοφυλόφιλοι, χωρίς να χάσουν την θέση τους.

Μετά από κάποια χρόνια ο εγγονός βρήκε επιτέλους οκτάωρη εργασία, όμως σύντομα ανακάλυψε ότι και το οκτάωρο ήταν ανυπόφορο. Δεν περνούσαν οι ώρες στον ίδιο χώρο, με το ίδιο αντικείμενο, και τους εργαζόμενους να  εξοντώνει ο ένας τον άλλον. Όσες δε τον πλησίαζαν, έφευγαν γιατί ήταν υπάλληλος. Όταν βρήκε τετράωρη απασχόληση διανέμοντας εφημερίδα, ξαναγεννήθηκε. Είχε άπλετο χρόνο, όλη η μέρα δική του. Εγυμνάζετο, εδιάβαζε, ξέγνοιαστα στην παραλία περπατούσε, μα οι γυναίκες τώρα, ούτε για καφέ δεν έβγαιναν μαζί του.

Ένας πρώτος εξάδελφος του πατέρα του, αριστερός, μεγαλοδικηγόρος, που έκανε περιουσία από το άδικο ( ως νομικός σύμβουλος των πλουσίων ) του είπε: «προέρχεσαι από αστική οικογένεια, και είναι ντροπή, να μοιράζεις εφημερίδες. Δεν θα σου λέει κανείς καλημέρα, και σε είκοσι χρόνια θα αυτοκτονήσεις».

Πέρασε κι άλλο ο χρόνος , κάθισε πολύ σ’ αυτή τη δουλειά,  ώσπου μια μέρα τον απέλυσαν, γιατί διεκδίκησε με άλλους συναδέλφους του, αυτά που ακόμη και ο νόμος της εργοδοσίας έδινε. Άνεργος πια, έγραψε στον καθηγητή μαθηματικών, που του παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα στο γυμνάσιο – ο οποίος επισκέφθηκε καρδιολόγο,  όταν ο εγγονός έμεινε μετεξεταστέος στα μαθηματικά, γιατί πρώτη φορά κοβόταν μαθητής που εκείνος είχε αναλάβει – : «Παλιέ μου προγυμναστά σε χαιρετώ και σου μηνώ, ότι παρέμεινα κακός μαθητής στην κοινωνία της αγοράς και του κέρδους».

*

©Λεωνίδας Καζάσης

φωτο: Στράτος Φουντούλης