
Θεατρικό έργο
ή
περισσότερο ένας μονόλογος
(Απομακρυσμένο χωριό κάπου στις ελληνικές εξοχές. Τα έχετε δει, στέκουν σκαρφαλωμένα στις πλαγιές και τα τρώει ο χρόνος. Το σπίτι χαμηλό, εξαίσιο δείγμα κυβισμού και βάλε, τι να σας λέω. Συμπληρώματα ασβεστωμένα, στερεωμένα καλά. Κατακόκκινη η σκεπή του, κάποιος το φεγγάρι έχει σκοτώσει, αλλιώς τέτοια χρώματα δεν χτίζονται. Ο ηλικιωμένος στη σάλα και τώρα περνούμε στη σκηνογραφία του έργου. Το τζάκι στην άκρη, ένα κρεβάτι με ατημέλητα τα σκεπάσματα, ένας καναπές κάπως παλιομοδίτικος με γυρίσματα στις άκρες και βαριοί. Μια βιτρίνα στην απέναντι γωνιά, δυο συμμετρικά παράθυρα και η τηλεόραση που δεσπόζει. Πόρτες σαθρές, πίσω από τον ηθοποιό το καντήλι που καίει λίγο φως να μας περάσουν τα σκοτάδια, τώρα και χθες και πάντα. Κάποτε λογάριαζα πως με αυτά τα φωσάκια οι άνθρωποι λένε τις πίκρες τους, τώρα πια είμαι σίγουρος.
Ο ηλικιωμένος καλεί στο τηλέφωνο, στην τηλεόραση χιόνια.)
Ηλικιωμένος: Καλησπέρα σας.
Φωνή : Παρακαλώ πληκτρολογήστε τον κωδικό.
Ηλικιωμένος: Ε, μα, αυτό είναι το θέμα. Για αυτό καλώ, θέλω να πω.
Φωνή: Παρακαλώ πληκτρολογήστε τον κωδικό.
Ηλικιωμένος: Α, εσύ είσαι σαν την μακαρίτισσα τη γυναίκα μου. Δεν στρίβεις που λένε. Για κοίτα που μετεμψυχώθηκες, φύλαγε μας Κύριε. (κοιτάζει στη βιτρίνα την κορνίζα με εκείνη)
Φωνή: Συγνώμη, δεν σας κατάλαβα.
Ηλικιωμένος: Μάλιστα, τώρα δεν με καταλάβατε. Μα δεν σας είπα και τίποτε. Άμα κάνω να μιλήσω, ξαναπιάνετε το τροπάρι με τον κωδικό. Και εγώ σας λέω πως δεν τον έχω, μα σας πληρώνω και πρέπει να φανείτε υπομονετικοί. Ο γιος μου δηλαδή σας πληρώνει, από την Αθήνα, είναι δικηγόρος, μεγαλοδικηγόρος, πολύ μεγάλος δικηγόρος, δεν χωρούσε να φανταστείτε πουθενά και έτσι αγόρασε ένα τρίπατο στην Νέα Πεντέλη και εκεί, με το εθνικό μας χρώμα στο φόντο, έκαψε τη ζωή του. Τώρα δεν έρχεται ίσαμε εδώ, τι να κάνει εδώ χάμω, και άλλωστε σας λέω δεν χωράει, τώρα πια θα’χει παραμεγαλώσει, τέτοιοι δικηγόροι δεν χωρούν πουθενά. Και το τρίπατο μπορεί να μην το χωρεί. Καμιά φορά λέω, αν τον δω εμπρός μου θα τον γνωρίσω; Λογαριάζω πως θα ‘χει αλλάξει μα είναι άτιμο πράγμα ο χρόνος, καμιά φορά σβήνει όλα τα σημάδια, περνάει χίλιες φορές από πάνω σαν χρώμα, τα ντύνει μαύρο βάμμα.
Φωνή: Δεν σας κατάλαβα, παρακαλώ πληκτρολογήστε…
Ηλικιωμένη: Τι να πληκτρολογήσω; Με σας τίποτε δεν πιάνει. Εγώ κυρία μου, έχω έναν κωδικό. Δεν λέω, χρέος μου είναι να τον θυμάμαι, μα υπάρχουν φορές που τα πράγματα δεν πάνε όπως τα’χει υπολογίσει κανείς. Υπάρχουν φορές που σε ακολουθούν στρατιές σιωπής και δεν μπορείς μέσα από τις γραμμές τους να περάσεις. Καμιά φορά θυμάσαι το όνομά σου, κάποιοι σε γνωρίζουν, μα θα πρέπει να παλέψεις και άλλο με τόσα πράγματα θυελλώδη και αποτρόπαια αν θέλεις να βγει κάτι από όλο αυτόν τον κόπο. Τίποτε δεν μιλάει για σένα τότε, σαν να γκρεμίστηκε ο κόσμος, τίποτε, μήτε του δρόμου τα αποτυπώματα. Ένας θεός προστάζει και είναι αδειανός ο κόσμος. Θαρρείς πως κάποιος αφήνει το κορμί του για να επιστρέψει, αν το κατορθώσει λίγο καιρό μετά. Για αυτές τις στιγμές σας μιλάω που δεν μπόρεσα να θυμηθώ τον κωδικό σας, να φέρω εις πέρας ένα χρέος, ένα σκοπό που βαραίνει εμένα μόνο. Άλλες ώρες πάλι, όλα μοιάζουν καθαρά σαν πρωινή δροσιά και αν το θελήσετε μπορώ μέχρι και να σας αραδιάσω τραγούδια και σκετς και στερνά λόγια μεγάλων σκηνών. Μα όχι εκείνες τις στιγμές που με ξεχνώ.
Φωνή: Ο χρόνος σας έληξε, παρακαλώ καλέστε ξανά.
Ηλικιωμένος: Μα γιατί; Τόσο ωραία ήταν που τα λέγαμε. Σας είπα και για το γιο μου, πάει να πει όλο αυτό γίνηκε προσωπικό. Δεν μπορείτε να πείτε, πως είπαμε δυο τρεις κουβέντες παραπάνω από ότι προβλέπει το τυπικό του σκοπού. Σαν δυο φίλους που έχουν καιρό να τα πουν, βρεθήκαμε σε τούτες τις δυο τις άκρες. Ανάμεσά μας η γραμμή και εμείς, κοίτα μας, τι μικρές, τι στριμωγμένες ζωές, λουλούδια που μαράθηκαν και άνθη περσινά. Ήθελα λίγο ακόμη να τα λέγαμε, επειδή φοβάμαι πως θα’ρθει πάλι εκείνη η στιγμή, θέλω να πω θα ξεχάσω ποιος είμαι και δεν θα’θελα να ‘μαι μόνος. Ο γιος μου είναι μεγαλοδικηγόρος, δεν χωρεί σε τούτο το καμαράκι, μεγάλωσε πολύ, ίσως και ο κόσμος, ίσως και αυτός ακόμη να μην τον χωρεί. Δεν θα’ρθει, τώρα το ξερω, πως με τον καιρό τα πράγματα τα λευκαίνει το καμίνι, μα εγώ επνίγηκα μες στις πικροδάφνες, εγώ πνίγηκα σας λέω. Το κεντρί της λήθης, το κεντρί της λήθης.
Φωνή: Παρακαλώ καλέστε ξανά. (παρατεταμένος, χαρακτηριστικός ήχος)
Ο ηλικιωμένος αφήνει το τηλέφωνο. Κοιτάζει τα χιόνια στην οθόνη, το ρολόι μετρά το χρόνο με κάτι χτύπους δυνατούς. Ίσως να ακούγονται έτσι μες στην απόλυτη τη μοναξιά. Ο γέρος πηγαίνει στο παράθυρο, τ’ανοίγει, ο άνεμος μπαίνει μες στην κάμαρη, σαρώνει κάτι πράγματα και σβήνει το καντήλι. Σκοτάδι στη σκηνή.)
✳︎
*Ουσία που χρησιμοποιείται ευρέως στις θεραπείες για την άνοια
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.