Νίκος Χουλιαράς, Φυσούσε έν’ αεράκι απαλό…

Ο Ούβε στα Καλούδια

Έφτασε νύχτα. Πέρασε απ’ την Πούντα στο νησί και νοίκιασε δωμάτιο στα Καλούδια.

Τον είδα το πρωί. Μάλλον πρώτα τον άκουσα. Μες στην αιθρία του πρωινού ακούστηκε μια
κραυγή: ένα παρατεταμένο «Ααα!» που ερχότανε ψηλά απ’ το μπαλκόνι κι αμέσως ύστερα
ο Ούβε, κουτρουβαλώντας απ’ τις σκάλες, κατέβηκε στο δρόμο, μπρος στη θάλασσα.

Με σηκωμένα χέρια προς τον ουρανό και πρόσωπο που φεγγοβόλαγε από την έκσταση
πέρασε από μπροστά μου. Με κοίταξε για λίγο έκπληκτος κι αμέσως ύστερα, άρχισε πάλι
να φωνάζει: να βγάζει αυτή την άναρθρη κραυγή και τρέχοντας να φτάνει ως την άμμο.

Εκεί, στην άκρη του γιαλού σταμάτησε και, σαν τον άνθρωπο που τον χτυπάει κεραυνός,
γονάτισε δίπλα σε κάτι πιτσιρίκια.

Φυσούσε έν’ αεράκι απαλό κι ο θόλος τ’ ουρανού δεν είχε ούτε ένα σύννεφο. Η θάλασσα –
στα χρώματα της γαλαζόπετρας– ακύμαντη· κατάστικτη απ’ τις δεκάδες τις βαρκούλες όλων
των ειδών που φτάνουν μέχρι τον βραχίονα του κόλπου κι απέναντι, οι χαμηλοί λόφοι της
Πούντας άναυδοι –σαν τα παιδάκια που τα ξύπνησαν νωρίς για το σχολείο– με τα χρυσά
θαμνάκια τους αχτένιστα, μπροστά στο θάμβος της καινούριας μέρας.

Από την άλλη ο Ούβε: στο κέντρο αυτής της φοβερής κι ακατανόητης αιθρίας κοιτάζοντας
το θαύμα· τρέχοντας πάλι και φωνάζοντας, σ’ όλο το μήκος της ακτής, φτάνει πέρα, μακριά,
όπου –σαν σε εικόνα του αναγνωστικού της πρώτης τάξης– διακρίνεται ο ιερός ναός του
Άγιου Σπυρίδωνα, μες στα μεγάλα θαλασσόδεντρα, κατάλευκος κάτω απ’ το φως του ήλιου.

Κι ο Ούβε, το ξανθό παιδί από το Όσλο, εκεί κοντά. Υψώνει ένα μεγάλο «Ααα!» σαν απορία,
προς τον ουρανό, μη ξέροντας τι ακριβώς συμβαίνει εντός του.

Μισή ώρα αργότερα, επέστρεψε στο καφενείο. Κάθισε σε μια καρέκλα, δίπλα μου, και
μαγεμένος κοίταζε προς τη μεριά της θάλασσας χωρίς να λέει κουβέντα.

Του μίλησα εγώ: «Τι συμβαίνει;» του λέω. «Δεν είναι δυνατόν!» μου κάνει, κοιτάζοντας
προς τη μεριά μου, αλλά, μάλλον, βλέποντας κάπου μακριά και πίσω από μένα.

«Δεν καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει!» συνεχίζει αφηρημένος, «είμαι εδώ. Το νιώθω, κι
είναι σαν να ’μουνα εδώ, από πάντα!»

Από τη μέρα εκείνη τον συναντούσα τακτικά: Τα μεσημέρια στην ψαραλυκή, τα βράδια
στην πλατεία.

Έφυγε απ’ το νησί μετά από δεκαπέντε μέρες. Ήταν απόγευμα. Το φως του ήλιου
στραφτάλιζε –όλο κόκκινες ανταύγειες– πάνω στα νερά κι ο Ούβε, στην προβλήτα, έκλαιγε,
σαν να ’τανε μικρό παιδί. Τον είδα και το άλλο καλοκαίρι. Τον έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα.

Να περπατάει, σαν μαγεμένος, κατά μήκος της ακτής. Να κάθεται, με τις ώρες, κάτω απ’ τα
θαλασσόδεντρα και να κοιτάει, συλλογισμένος, τα ρηχά νερά.

Μια νύχτα, στην πλατεία, τον ρώτησα πότε θα φύγει για το Όσλο και μου απάντησε: «Σε
μια βδομάδα».

«Γιατί;» του είπα, «η άδεια σου πότε τελειώνει;»

«Σε δυο βδομάδες από τώρα» μου ’πε.

«Πώς κι έτσι;» του λέω, «γιατί φεύγεις τόσο νωρίς εφέτος; Έπαψε να σ’ αρέσει, πια, εδώ;»

«Το αντίθετο!» μου κάνει πικραμένος. «Το περασμένο καλοκαίρι, έφτασα στο Όσλο
Κυριακή και τη Δευτέρα πήγα κατευθείαν στη δουλειά! Δεν το ξανακάνω. Ήταν σα να
πέρασε από πάνω μου ολόκληρη νταλίκα! Τρεις μήνες τους πέρασα στο νοσοκομείο με
κατάθλιψη! Δεν το ξανακάνω! Φέτος, λέω να πάω μια βδομάδα πιο πριν. Χρειάζομαι,
τουλάχιστον, μία βδομάδα μέχρι να συνηθίσω. Να συνηθίσω, σιγά-σιγά, τον άλλο Ούβε που
ζει εκεί και να αντέξω τη ζωή που κάνει!»

*

[Νίκος Χουλιαράς (1940), από το βιβλίο Μια μέρα πριν, δυο μέρες μετά, εκδόσεις Νεφέλη, 1998.

φωτο: Στράτος Φουντούλης

✳︎