Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Το σκάρτο πράγμα

Εργάκι με γλαροπούλια
πλαστικές καρδιές
και απομεινάρια ημερών

κουπιδότοπος, κάπου μακριά από την πόλη. Στον ορίζοντα, στο βάθος της σκηνής, διαδοχικοί λόφοι σκουπιδιών, ρόδινα δειλινά και γλαροπούλια. Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για ένα μέρος ειδυλλιακό και ας πρόκειται για τους τόπους  όπου αποθέτουμε τ’απομεινάρια της ζωής μας. Δυο τύποι, όχι πάνω από τριάντα χρονών, στέκουν με την πλάτη ακουμπισμένη σε ένα σορό σακιά. Είναι ξέχειλα από ένα ακαθόριστο υλικό και τους βολεύουν μια χαρά. Στη μια πλευρά, ένας τεράστιο φορτίο από μαζεμένες, πλαστικές καρδιές. Όσα αφήνουν πίσω τους οι μέρες, θα πει κάποιος. Οι δυο τύποι μοιάζουν κατάκοποι, γύρω τους έχουν διάφορα σκουπιδόχαρτα, κάθε τόσο ρίχνουν μερικά στον τενεκέ δίπλα τους. Στραπατσαρισμένος και αυτός όπως όλα τριγύρω, κάτι σαν το τοπίο σε κάποια από την αθησαύριστες φωτογραφίες της Ρώμης του 1960. “Εκεί που τελειώνει η ανθρωπιά” θα μπορούσε να λέγεται ολόκληρο αυτό το το σαγηνευτικό κατά τα άλλα τοπίο. Τα ονόματά τους ας πούμε πως είναι Τζιοβάνι και Άλεξ.) 

Τζιοβάνι: (τραβά μια γερή τζούρα από την πίπα του, ξεφυσάει και όταν όλα πια έχουν τελειώσει και η τελετή του καπνού έχει ολοκληρωθεί, πιάνει την κουβέντα)

Θα πρέπει να τις μαζέψαμε όλες. Μου φαίνεται, κάναμε καλή δουλειά. Από δαύτες θα βγάλουμε, πενήντα, ίσως και τα διπλά!

Άλεξ: Ε, ρε κέφια! Μας χρειαζόταν μια καλή! Δεν μας πήγε καθόλου καλά ο χειμώνας αδερφάκι μου. Και η στράντζα δεν φτουράει πια, σκραπ και σκραπ, βρώμισε ο τόπος, έχουν όλοι αρκετό να κάνουν τη δουλειά τους. Όπως στο λέω, βρώμισε ο τόπος!

Τζιοβάνι: Δεν έχεις και άδικο. Πρέπει κανείς να ξέρει πότε είναι χορτασμένος ο κόσμος. Εκείνες τις φορές, είναι καλύτερα να μην τον ταίζεις σανό! (οι δυο τους βάζουν τα γέλια δυνατά)

Άλεξ: (κοιτάζει τις καρδιές) Μου λες  τι σημαίνουν όλες αυτές οι καρδιές; Άμα με ρωτούσες θα σου έλεγα ότι τιμούμε κάποια μέρα με πρόσημο ιατρικό. Ας πούμε, μέρα της καρδιοπάθειας! Τόσες καρδιές δεν δικαιολογούνται! Πώς καταλήγει κανείς στον έρωτα είναι να αναρωτιέσαι σου λέω Τζιοβάνι!

Τζιοβάνι: Από την άλλη μας κάνουν ετούτη τη φορά. Οπότε ας βγάλει ο καθένας ότι μπορεί από τις μέρες που φεύγουν.

Άλεξ: Ωραίο αυτό που είπες. Τώρα, μένει να τις πάμε ως κάτω. Έπειτα φορτηγό, καφετιά και δρόμο.

Τζιοβάνι: Αδερφάκι μου, θα πάω από της Ρίτα. Θα την πείσω σε δυο λεπτά πως την αγαπώ και πως άλλη δεν έχω σαν αυτήν – που σημαίνει ότι έχω, αλλά όχι τέτοια, με πιάνεις;- έπειτα έρωτας, ένα καλό γεύμα, κανά δυο ποτηράκια, ζεστασιά, συζυγική να πούμε ζωή.

Άλεξ: Άκου συζυγική! Κοίτα πώς είσαι! Βρωμάς περισσότερο και από αυτές τις καρδιές. (γελούν δυνατά και σπρώχνουν ο ένας τον άλλον)

Τζιοβάνι: (σοβαρεύει ξαφνικά) Μωρέ λες; Δεν τ’ακούς;

Άλεξ: Τι ν’ακούσω βρε Τζιοβάνι; Καλά τα λέγαμε μα εσύ μου φαίνεται πως τα ‘χασες λιγάκι.

Τζιοβάνι: Δώσε προσοχή! (ακούγεται ένας χτύπος, κάτι σαν ταμπούρλο) Τώρα τ’ακούς, σωστά;

Άλεξ: Πώς δεν τ’ακούω;

Τζιοβάνι: Λες να πέταξε κανείς καμιά αληθινή καρδιά; Ένεκα των ημερών που λένε, μήπως κανείς έκανε λάθος; Θα μου πεις, δεν πετιέται έτσι μια καρδιά, μα ρώτα και μένα που κατέληξα εδώ εξαιτίας μιας πικρής αγάπης, ρώτα και μένα.

Άλεξ: Να την γυρέψουμε!

Τζιοβάνι: Ναι, βέβαια! Μπορεί να μας έχει ανάγκη. Πάντως θα νιώθει πολύ μοναχή της.

Άλεξ: Ναι, σωστά, εμείς έχουμε ο ένας τον άλλον, όμως εκείνη, μες σε τόσα πλαστικά αντίγραφα, τι μοναξιά καρδούλα μου!

Τζιοβάνι: Θα είναι κάτω χαμηλά, από εδώ (ορμούν, ο σορός πέφτει, σηκώνεται σκόνη, έπειτα όλα καταλαγιάζουν. Οι δυο τους ανασηκώνονται, γελούν τρανταχτά και έπειτα κοιτάζουν εμπρός τους τη ζεστή, κόκκινη καρδιά που χτυπάει)

Άλεξ: Κοίτα! Η καρδιά!

Τζιοβάνι: Νομίζω πως λυπάμαι.

Άλεξ : Και εγώ.

Τζιοβάνι: Κοίτα, έπαψε!

Άλεξ: Σκάψε με τα χέρια σου, είμαι πολύ λυπημένος.

Τζιοβάνι: Θα κάνω κουράγιο, θα σκάψω εγώ. Για την πεθαμένη καρδιά, σωστά;

Άλεξ: Για όλες τις πεθαμένες καρδιές Τζιοβάνι, για όλες.

Τζιοβάνι: Είδες; Καλύτερα οι πλαστικές, καλύτερα Άλεξ.

(Οι δυο τους αγκαλιάζονται, πιάνει ένας άνεμος, σφίγγουν τα σακάκια τους, εμπρός τους περνούν σκουπίδια, μένει μόνο ένα ρόδινο χρώμα σαν πρώτο χάραμα και ήχοι από τα πουλιά του σκουπιδότοπου.  Ακούγονται οι ήχοι του φτυαριού που σκάβει, γέλια τρανταχτά. Έπειτα όλα σβήνουν και τέλος)

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης