Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: el plan quinquenal*

Σκηνή από εργάκι θεατρικό,
παραδομένο στον παραλογισμό
της εποχής μας

κριβό σαλονάκι και πιο πίσω το θάμπος της βεράντας και η καρδιά του μεσημεριού που χτυπά. Πανάκριβα έπιπλα και ανθοστήλες πάνω στα σεκρεταίρ της εποχής του Λουδοβίκου, πάει να πει με γυριστά πόδια και ένα σορό διακοσμήσεις. Επιμελώς ατημέλητα ριγμένα τα καλύμματα πάνω στα πανάκριβα τ’ανάκλιντρα. Καθρέφτες με ολόχρυσες κορνίζες και παντού πίνακες μεγάλων δημιουργών. Σε έναν από τους καναπέδες μια κυρία κάπου στα σαράντα, ντυμένη με ριχτό φουστάνι, όλο μινωικές υπομνήσεις στο γιακά και στα μανίκια και ως κάτω στη δαντέλα που φέρνει γύρο το ύφασμα. Στα δάχτυλα ολόχρυσα τα δαχτυλίδια και στα χέρια πορσελάνινο φλιτζανάκι με κισσούς και μικρογραφίες ολοπόρφυρων ρόδων. Στ’απέναντι, ντυμένος με μπλαίηζερ κοστούμι ένας πολύ καθώς πρέπει κύριος. Ατενίζει το τίποτε και κάθε τόσο αλλάζει την πόζα του, πάντοτε με χάρη και ατσαλάκωτος. Φορεί γυαλιά ηλίου με ντεγκραντέ φακούς και έχει απλωμένη στα φροντισμένα του μαλλιά, μια γενναία δόση μπριγιαντίνης. Οι δυο τους δεν μιλούν και μοιάζουν να ‘ναι ξένοι. Έτσι όπως τους σαρώνει το θάμπος της βεράντας, θαρρείς και θα χαθούν μεμιάς από το επίκεντρο, όχι εξαιτίας του χρόνου που όλα τα σαρώνει, μα εξαιτίας της λάμψης που δεν αφήνει περιθώρια και σαρώνει τις μορφές. Η κυρία μιλά. Την λένε Σελίν και κρατάει από γενιά πριγκηπική, μάλλον ξεπεσμένη και δίχως τίτλους μα στον πλούτο συνηθισμένη. Ο κύριος δε, ονομάζεται Σερτζ. Οι δυο τους συζητούν για τον επικείμενο γάμο τους. Πάντα μ’επίπεδο και μια φινέτσα που μόνο στα ιλουστρασιόν περιοδικά της επίπλαστης ευτυχίας μπορεί κανείς να ιδεί.)

Σελίν: (ατενίζοντας το κενό με μια μεγαλοσύνη άφταστη) Θα’ναι ο γάμος της χρονιάς! Ω, Σερτζ, να δεις πόσα πράγματα έχω σκαρφιστεί! 

Σερτζ: (καπνίζει με στυλ, δίχως να την κοιτά) Είμαι βέβαιος μικρή μου. Είμαι βέβαιος.

Σελίν: (χαμογελάει και πίνει μια γουλιά από το ρόφημά της) Τι ωραία όταν σε ακούω να με λες έτσι. Σκέτη γλύκα! 

Σερτζ: (στρέφει το βλέμμα του προς τη μεριά της) Μα είσαι αγαπητή μου, ένα κορίτσι που μετρά ανάποδα τον καιρό. Μικρή μου. 

Σελίν: Ξανά, ξανά! 

Σερτζ: Μικρή μου, μικρή μου, μικρή μου. 

Σελίν: Ω, μα φτάνει! Τι κόλακας που είσαι, πόσο μ’αρέσει σαν γίνεσαι έτσι για χάρη μου.

Σερτζ: Ναι, μικρή μου.

Σελίν: (σηκώνεται από τη θέση της, ισιώνει το φουστάνι της και αρχίζει να αραδιάζει σχέδια για τον επικείμενο γάμο) Θα ‘χει κηροπήγια και δυο μικρά παιδιά, ντυμένα αγγελούδια θα κρατούν την ουρά του νυφικού μου. Και οι παρθένες θα ραίνουν με ροδοπέταλα από τον γυναικωνίτη την ευτυχία μας, Σερτζ. Βάλε το με το νου σου!

Σερτζ: Πρέπει να’ναι παρθένες Σελίν; Μου φαίνεται κομματάκι δύσκολο να βρούμε κάμποσες τέτοιες.

Σελίν: Το ξέρω, μ’απασχολεί και μένα αυτό. Από την άλλη δεν θα τις ελέγξει κανείς. Αν πούμε εμείς πως είναι παρθένες, ποιος θα τολμούσε να αμφισβητήσει εμάς τους δυο, ανθρώπους με τέτοια επιφάνεια;

Σερτζ: Σαν να’χεις δίκιο μικρή μου.

Σελίν: (με τρόπο και πόζα κοριτσίστικη) Ω, τι σ’έπιασε σήμερα!

Σερτζ: Πες μου και άλλα.

Σελίν: Σαν βγούμε, η φιλαρμονική θα παίξει για μας ένα βαλσάκι. Ξέρεις υποθέτω να χορεύεις βαλς, έτσι δεν είναι Σερτζ;

Σερτζ: Μα και βέβαια! Είμαι σωστός βιρτουόζος. Να , δες! (σηκώνεται και με μια φανταστική ντάμα στην αρχή φέρνει δυο βόλτες, έπειτα αρπάζει την Σελίν, εκείνη γελά και οι δυο του στροβιλίζονται μες στο σαλόνι. Μοιάζουν θαμποί, μα ευτυχισμένοι.)

Σελίν: Ω, Σερτζ, τρελόπαιδο σωστό είσαι! Τι αστείο, να χορεύουμε έτσι δίχως λόγο οι δυο μας! Τι αστείο!

Σερτζ: (της δίνει ένα χειροφίλημα και στέκει στο γραφειάκι, θέλοντας τάχα να συντάξει κάποια επιστολή)

Σελίν: Σου πάει πολύ όλη ετούτη η περισυλλογή και η σοβαρότητα. Ω, Σερτζ, νομίζω πως σ’αγαπώ.

Σερτζ: Και εγώ, ακριβή μου.

Σελίν: (αλλάζει ύφος) Ωστόσο, είναι και κάτι που θέλω να συζητήσουμε.

Σερτζ: Λες για το προγαμιαίο συμβόλαιο; Μα τι ανάγκη το ‘χουμε εμείς αυτό; Η αγάπη μας μετρά.

Σελίν: Όχι, όχι, δεν είναι αυτό. 

Σερτζ: (τρέχει κοντά της με έκδηλη ανησυχία) Τι ‘ναι μικρή μου; Πες μου εμένα, να χαρείς.

Σελίν: Να, πάνε μέρες που σου’καμα λόγο για εκείνο το πλάνο. 

Σερτζ: (ενοχλημένος) Το πενταετές;

Σελίν: Ναι, αυτό. Πρέπει όλα να τα ‘χουμε κανονισμένα. Μα δεν μου’πες τη γνώμη σου και η αγάπη μας τρέμει, το νιώθεις και εσύ; 

Σερτζ: Μα πού ακούστηκε να υπογράψουμε ένα πενταετές πλάνο οργασμών! Μου φαίνεται τρελό! (τώρα έχει επιστρέψει στο γραφειάκι, ίσκιος μες στο βάθος του μεγάλου καθρέφτη) 

Σελίν: Μπορεί, μα εγώ θέλω να ‘μαι βέβαιη πως δεν θα με παραμελήσεις. Ξέρεις, Σερτζ, ποτέ μου δεν χόρτασα τον έρωτα. Και τώρα, τώρα που αγαπιόμαστε έτσι παράφορα… 

Σερτζ:…μα ναι, παράφορα! 

Σελίν:… τώρα θέλω να πάρω πίσω όλη την απόλαυση που μου στέρησε η ζωή. Και άλλωστε, όλοι κάνουν σχέδια και καταστρώνουν πλάνα. Τι θα’ταν ο κόσμος δίχως τούτες τις συνεννοήσεις; Το λοιπόν, θα πρέπει να κάνουμε έρωτα τρεις φορές την εβδομάδα, όχι λιγότερο Σερτζ, τι θα πει ο κύκλος μας;

Σερτζ: Μα ναι, μικρή μου! Ποιος μπορεί να κρυφτεί από τον κύκλο μας! Σύμφωνοι, τρεις φορές.

Σελίν: (χειροκροτεί σαν παιδί) Τη δεύτερη χρονιά θα πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός. Ειδάλλως θα πιστέψω πως δεν με θες αληθινά. Με θες Σερτζ; 

Σερτζ: Μα και βέβαια μικρή μου. Άκου λέει, “σε θέλω”. Το σώμα μου σε ζητά, μικρή μου.

Σελίν: Καλέ τι όμορφα λόγια που ξέρεις να λες! Να, δες πώς χτυπάει η καρδιά μου.

Σερτζ: Μήπως να φωνάξουμε ιατρό; (κρατεί με τρόπο τους καρπούς της στα χέρια του) 

Σελίν: Όλο αστεία είσαι του λόγου σου, όλο αστεία. Που λες, ως τα πέντε χρόνια θα ‘χουμε κάνει έρωτα χιλιάδες φορές και θα’χω χορτάσει όσα μου στέρησε ο πλούτος και η ζωή. 

Σερτζ: (τελειώνει την επιστολή που έγραφε όλη ετούτη την ώρα. Ανοίγει το συρτάρι του μικρού γραφείου, κάτι κρατά, οι κινήσεις του αργές.) Σελίν… 

Σελίν: Ναι, Σερτζ; 

Σερτζ: Ο χρόνος περνάει γρήγορα, το ξέρεις; 

Σελίν: Όχι, όχι μαζί σου.

Σερτζ: Τα χρόνια μας σαρώνουν, τα πλάνα μας όλα πάνε στράφι. Θαρρώ πως είναι από την πλήξη κεντρωμένη η καρδιά μας.

Σελίν: (ανησυχεί) Μήπως έχεις όρεξη για κανένα ταξίδι; 

Σερτζ: Όχι, όχι, με κούρασε ο κόσμος.

Σελίν: Τότε, τι θα ‘θελες Σερτζ για να μου χαμογελάσεις; 

Σερτζ: Να κάνεις θρύψαλα τα χρόνια, μπορείς Σελίν; 

Σελίν: Τι παιδί που είσαι! 

(Εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένας πυροβολισμός. Ο Σερτζ πέφτει νεκρός. Η Σελίν, φωνάζει κάποια από τις υπηρέτριες). 

Σελίν: Αντελίν, Αντελίν; Ω. Θεέ μου, αν δεν ήταν όμορφη σαν τα κορίτσια του Γκογκέν θα την είχα διώξει. Αντελίν!

(Ένα κορίτσι εμφανίζεται στη σκηνή, κλείνει τα μάτια του Σερτζ και σταυρώνει τα χέρια του. Έπειτα πιάνει το τραγούδι, μια μελωδία μελαγχολική.) 

Σελίν: Ω, Αντελίν, θαρρώ πως το πενταετές πλάνο μου πήγε πάλι στράφι. Είναι ο τρίτος που κάνει πίσω. Μου φαίνεται πως θα καταντήσω σαν αυτές του κύκλου μου, τις ανοργασμικιές. Ας είναι, τακτοποίησε το μικρή μου. 

(Έπειτα σκύβει και χαϊδεύει τα μαλλιά του νεκρού Σερτζ.)

 Σελίν: Ω , ακριβέ μου! (απομακρύνεται τρεκλίζοντας ή κατά το παπαδιαμαντικότερον, “πατούσα σφαλερώς”, σαρώνοντας τα τιμαλφή από το πανάκριβο σαλόνι. Το θάμπος της βεράντας κορυφώνεται και η μικρή Αντελίν που τραγουδά, μοιάζει μονάχη της να ζει μες στο φως.)

 
_____________
*το πενταετές πλάνο

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

photo: Στράτος Φουντούλης