
Το ’70 κάθε Κυριακή απόγευμα μαζευόμασταν στης Βαγγελίτσας για χαρτάκι. Τέλη Γενάρη και το κρύο τσουχτερό. Πρώτη κατέφθασε η Ασημίνα μετά του γιατρού συζύγου. Η δασκάλα ακολούθησε και τελευταίες το Φροσί με το Ισμηνάκι, κοτζάμ κοπέλα πια. Εγώ άφησα στο πόδι μου τον Κωστάκη για το κλείσιμο του καφενείου. Το εθιμοτυπικό λέει πρώτα καφές, μετά λικεράκι μέντα και τέλος στρώσιμο για χαρτί. Το χτύπημα της πόρτας δεν ήταν στο πρόγραμμα. Το Φροσί, μόλις τον αντίκρισε μπροστά της, έπεσε στα γόνατα.
Γεννηθείς το 1915, μητέρα Πατρινιά, πατέρας απ’ το Μεσολόγγι. Από μικρός έκανε όποια δουλειά του ποδαριού κάτσει. Σχολείο πήγε για λίγο. Κάτι κολλυβογράμματα που έμαθε του αρκούσαν για να διαβάζει λίγες αράδες. Στα είκοσι του παντρεύεται μια Μακεδόνισσα και φεύγει για ένα χωριό της Κοζάνης. Η γυναίκα του μένει έγκυος, λίγο καιρό μετά, αλλά παιδί δε θα θηλάσει. Ο Γιάννης θα μεγαλώσει μόνος του τη μικρή. Δεν θέλησε να παντρευτεί κι ας του ’καναν προξενιά. Άντρας δύο μέτρα, με μαύρο μουστάκι, πυκνά σγουρά μαλλιά και μάτια πράσινα σαν σμαράγδια. Δούλευε αξημέρωτα στα καπνά, έβαζε σ’ ένα μαντήλι ψωμί με ελιές, κι αν ήταν τυχερός και τυρί. Η μοναδική του διασκέδαση ένα τσιπουράκι στο καφενείο. Δε μιλούσε πολύ, περισσότερο άκουγε για τα μικρά και μεγάλα που συνέβαιναν στο χωριό και στον τόπο. Πού και πού κουνούσε το κεφάλι σα να συμφωνούσε. Το κορίτσι ασχολιόταν με το σπίτι και λίγες κότες που είχαν, ίσα για κανένα φρέσκο αυγό. Τα ρούχα τους ήταν χιλιομπαλωμένα. Τα χέρια της είχαν φουσκάλες και πληγές απ’ τα πολλά πλυσίματα στη σκάφη. Στα δεκαπέντε, ένας αλήτης της περιοχής την είχε βάλει στο μάτι. Η μία φορά έγινε τρεις και γρήγορα δέκα. Ο Γιάννης είχε δει πώς τη γυρόφερνε κάθε που πήγαινε στον μπακάλη. Δεν άργησε να καταλάβει την αιτία που τα μάτια της ήταν πρησμένα και κόκκινα. Ένα βράδυ, Μάρτη του ’50, γύρισε βουτηγμένος στα αίματα. Το μόνο που άκουσε ήταν «Φύγε, πατέρα, κρύψου». Οι χωροφύλακες τον βρήκαν την επόμενη μέρα σπίτι του. Φορούσε το μοναδικό καλό του κουστούμι και τα μαλλιά τα είχε χτενισμένα με μπριγιαντίνη. Το μόνο που πρόλαβε το Φροσί ήταν να του φιλήσει τα χέρια.
Τα θυμήθηκα όλα, λες και έγιναν χθες. Στεκόταν στη σάλα, άσπρος σα φάντασμα, ένα ανθρώπινο κουβάρι. Μας κοίταξε όλους αλλά η ματιά του στάθηκε περισσότερο σε ‘κείνη. Έπειτα, χάθηκε μες στη νύχτα. Κανείς δεν άκουσε ξανά νέα του.
______________
Η ©Ευγενία Νικητίδου είναι νηπιαγωγός και έχει ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημιουργική Γραφή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Γράφει ποιήματα και διηγήματα. Το παιδικό βιβλίο της, «Διομήδης ο Πολυγλωσσίδης και το ταξίδι στη Γατική», κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις IWrite.
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.