Αρχείο 28/05/2011
Αλεξάντρεια. Σεπτέμβρης. – Είναι ένα βράδυ καλοκαιριάτικο απόψε που κατεβαίνεις την οδό Μισάλας. Ο αέρας έκοψε απότομα κι η υγρασία σαν αόρατη κουνουπιέρα τυλίγει τους ανθρώπους, χτυπά κατάστηθα τις γυναίκες, κάθεται πάνω τους και τους μουσκεύει τα ρούχα, γυαλίζει τα πρόσωπα τις αρπάχνει απ’ το λαιμό. Ο αέρας έχει κόψει τωόντι και σκέφτεσαι μες στον ιδρώτα, μέσα στις ξινές μυρωδιές τι θάλασσα θα κάνει αύριο – για το ψάρεμα. Καιρός για ψάρεμα με καλάμι• Κάποτε διάβασες πως την πρώτη βδομάδα μετά το Μόναχο, οι όχτες γύρω απ’ το Παρίσι γιόμισαν ανθρώπους που ψαρεύαν με καλάμι. Αναντρία ή τύψη; Απόψε ο αέρας έχει πέσει, είναι αρχές Σεπτέμβρη, τ’ αποτελέσματα στη Λακωνία φέραν 92% και συ σκέφτεσαι να βγεις στο ψάρεμα με το καλάμι.
Η υγρασία σούρνεται πάνω στην άσφαλτο την κάνει και λαμποκοπά, κατρεφτίζει τα ηλεκτρικά, θαμπώνει τα τζάμια στις βιτρίνες και τα ματογυάλια τούτης της δασκάλας που κοντοστάθηκε για να τα καθαρίσει. Σούρνεται πάνω στην άσφαλτο μαζί με τις ξινές μυρωδιές του καλοκαιριού που έβρασε και τώρα ξεθυμαίνει, Χνουδωτό ξανθοκόκκινο άρωμα των φρούτων. Ένα μπακάλικο μυρίζει παστουρμά ανυπόφορα. Οι ντομάτες σάπισαν στο μανάβικο. Πηχτή επιθετική και κρύα είναι η μπόχα που βγαίνει από κάτω από το σιδερένιο ρουλό του χασάπη. Τι σου γράφουν; ρωτά ο ένας. Ανεβαίνει. Τα ’πνιξε όλα κι ακόμα ανεβαίνει, του αποκρίνεται ο άλλος. Στην Απάνω Αίγυπτο, στο καψαλισμένο τ’ ασκητικό, το ξυπόλητο, το λιμάρικο το Σάιτ του Νείλου του κάπνισε να θέλει να χαϊδέψει τα χωριά που ’ναι χτισμένα από σβουνιά και λάσπη. Μόλις όμως τ’ αγγίξει η φαρδιά, ιερατική του μανίκα εκείνα γονυπετούν λιπόθυμα και λιώνουν. Σα να ’τανε φτιαγμένα από σβουνιά και λάσπη. Τα ’πνιξε κι όλα έχουν ακριβύνει, μου ’λεγε το πρωί ο εισπράχτορας του δημαρχιακού φόρου, χτενίζοντας τη φούντα του φεσιού του με τη βούρτσα του. Τη νύχτα περιμένει να πλαγιάσουν όλοι οι δικοί του μέσα στο στενάχωρο διαμέρισμα, ανάβει τη λάμπα και διαβάζει Σαίξπηρ στο πρωτότυπο. – Έτσι που πάμε, το χειμώνα δε θα φάμε καθόλου κρέας, μου είπε.
Περνώντας μπρος απ’ τα Μπιλιάρδα κοντοστέκεσαι, κάνεις ένα βήμα πίσω. Εκείνο το γερόντιο το χωμένο μέσα στην ψάθινη πολυθρόνα, λοξά μέσα στο ημίφωτο δεξιά, με τα ψαρά τ’ αχτένιστα μαλλιά, που σε κοιτάζει και δε σε κοιτάζει, μέσα από τ’ άταχτα, τα δασά του φρύδια, δεν είναι ο Καβάφης; Φυσικά, είναι ο Καβάφης κι είναι το ψάρεμα με καλάμι. Αν θέλεις όμως να γράψεις κι άλλες ανταπόκρισες θα πρέπει να φυλάξεις μια συμφωνία: Τον Καβάφη δε θα τον αναφέρνεις παρά περαστικά μονάχα, περαστικά μα κι απαραίτητα σε κάθε γράμμα. Να είναι μια σκιά, μια υπόμνηση, να μη φανείς ότι δεν ξέρεις πως Καβάφης κι Αλεξάντρεια είναι αχώριστοι. Όπως τη μαργαρίτα στα σχέδια του Ζαν Εφέλ την τόσο διακριτική, μα που χωρίς αυτή τα σκίτσα του είναι ατέλειωτα. Αλλιώς θα ’τανε τόσο εύκολο να μιλήσεις για την Αλεξάντρεια. Ή τόσο δύσκολο.
Είναι μια ψαρίλα και μια ξινή μυρωδιά σάπιων φρούτων κι ένα βαρύ, ένα γλυκερό άρωμα κουρείου που σέρνεται πάνω στην άσφαλτο. Υγραίνονται οι γάμπες και τα γυμνά δάχτυλα των γυναικών μες στα σαντάλια τους. Είναι αυτή η μυστήρια η κρεμασμένη στο μπράτσο του Εγγλέζου λοχία, που του κουβεντιάζει, του μιλά με βουλιμία. Κάπου το τακούνι της στραβοπατά, ο αστράγαλός της θα ξεβιδωθεί, μα όχι, κρεμιέται στο μπράτσο του και του χαμογελά κι η φωνή της είναι γεμάτη απορίες, όλες οι φράσες της καταλήγουν ερωτηματικά, τόσο που αγωνίζεται να τον κάμει να την αγαπήσει, με μιαν απελπισμένη, μιαν επιθετική παθητικότητα. – Είναι οι τελευταίοι. Ο πόλεμος πέρασε και δεν παντρεύτηκαν.
Περιμένουν το τραμ. Είναι στο σταθμό Ραμλίου και περιμένουν το τραμ της Βικτώρια. Θα τον πάει ίσαμε το στρατώνα του ή θα τη συνοδέψει σπίτι της; Ο πρωτοετής της νομικής με τον ανοιχτό γιακά και τα σγουρά τα κατσαρά και κατάμαυρα μαλλιά που μοιάζουν με περούκα από αστρακάν δαγκώνει τα χείλια του με μια φαρμακωμένη μουγκαμάρα. – Ακόμα δεν έφυγαν. Στου Μουστάφα Μπάρακς χτίζουν κι άλλους στρατώνες. Βγάζει απ’ την τσέπη του μια κιμωλία, τους προσπερνά, κι επιδειχτικά γράφει μπροστά τους πάνω στα σανίδια του Κιοσκιού τη λέξη. Αλ Γκιλάα (εκκένωση).
Ο λοχίας τη βρίσκει πως μοιάζει με γόνδολα. Ένα κοντάρι στην πλώρη, έν’ άλλο πάνω στην τέντα και στην πρύμη κάτι σαν πανί από τρεχαντήρι. Και ψηλά δίπλα στο πανί, ένα περιστέρι μετέωρο, με ράμφος γυρισμένο προς τα μέσα, με μαζεμένα φτερά και τεντωμένα νύχια. Τα περιστέρια του Σαν Μάρκο.
Στη Βενετία πριν έρθει εδώ, ένα απόγεμα στο καφενείο που ’ναι αριστερά στην αρχή του Ριάλτο, κορίτσια και αγόρια τους προγκήξανε: να φύγετε! Πουθενά δε μας θέλουνε πια, σκέφτεται και κοιτάζει γεμάτος απορία τα χείλη που ’χουν ξυλιάσει σ’ ένα αργοπορημένο χαμόγελο. Το κοκκινάδι γυαλίζει υγρό και γλοίο. Τι θα γίνουμε όταν θα φύγουν; ρωτιέται η μυστήρια. Πρώτη φορά που βλέπει να σκαρώνεται μπροστά της μια απ’ τις χιλιάδες γόνδολες που αρμενίζουν πάνω σ’ όλους τους τοίχους της πόλης.
Στα καφενεία της Ιμπραϊμίας η υγρασία κάνει κάθετες ρυτίδες πάνω στα παγωμένα ποτήρια με τη μπύρα, κατρακυλά και σταμπάρει στρογγυλούς λεκέδες πάνω στα μισοβρόμικα τραπεζομάντιλα με τα καρό. Είναι τα φώτα κι η λατέρνα κι οι χάρτινες γκιρλάντες και τα γκαρσόνια που πηγαινοέρχονται με τους δίσκους. Μα είναι και μια καταχνιά, μια μουγκαμάρα πάνω σ’ όλον τούτο τον κόσμο. Η ατομική; Ο τρίτος παγκόσμιος; Οι Σλάβοι; Οι κυράδες βλέπουν μέσα στα πιατάκια με τους μεζέδες• οι κύριοι διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν τις ταμπέλες των μαγαζιών απέναντι. Ωχ, δεν είναι Ιμπραϊμία αυτή, είναι κυριακάτικη έξοδο ομογενών στο Ασσιούτ, πεντακόσια μίλια βαθιά, μέσα στην κουτσομπόλα την κιτρινιάρικη επαρχία. Που ’ναι τα χρόνια που έβραζε η Ιμπραϊμία και το Καμποτσέζαρε – η Κοκκινιά κι η Δραπετσώνα – στη μπαλαμάνα και στο ρε; Με όλο το μπλακάουτ τα ένιωθες να μερμηγκιάζουν ρωμιοσύνη τα μαγέρικα, τα καφενεία, τα μπακάλικα, τα φουλάδικα, τα ρακοπουλειά, τα παστουρματζίδικα, τα καπνοπωλεία, ο κινηματογράφος και τ’ αχτάρικα[1]. Περπατούσες μέσα στα σκοτεινά και σκουντουφλούσες πάνω στο Μιαούλη, την Κρήτη, τον Ιέρακα, την Όλγα, τον Ήφαιστο, τις κορβέτες, τα φτου, τις δυο ταξιαρχίες, το θωρακισμένο, την ένα τρία τρία – Ρε Μιχάλη, ρεεεε… Και ξεστομίζονταν στον ανήφορο βρισιές ρωμέικες, πελώριες, στρογγυλές και γυαλισμένες, σαν τσουρέκια πασκαλιάτικα, έτσι μα για το τίποτα, για να ραγίσουν λίγο οι σουβάδες των κατσουφιασμένων σπιτιών, να μυρίσουν πατρίδα. Και τριγύρω στα στενά, στα θεοσκότεινα σοκάκια της Ιμπραϊμίας, παίρναν και δίναν τα κρυφομιλήματα. Σκιές συναπαντιούνταν, κάτι λέγαν, κάτι κάμναν και χωρίζονταν. Τα δυο, τα αιώνια, τ’ ακατάλυτα μεράκια του Έλληνα: η λεφτεριά και ο έρωτας.
Είναι Σαββατόβραδο. Ξέχασες να το πεις. Είναι Σαββατόβραδο μα στο «Λούνα Παρκ» ο αθηναϊκός θίασος έχει αργία. Κεσάτια, διάλυση. – Έλα να πάρεις κάτι, σου λένε οι φίλοι. Την άκουσες την τελευταία; Είναι νόστιμη. Ξέρεις το Σαχίν, το γιο του μπαξεβάνη του θεάτρου. Ένα μωράκι που το χαϊδεύουν όλα τα κορίτσια μας, το έχουν μασκότα. Σήμερα το χάιδευε κι η Κυρά. Θα το πάρω μαζί μου στην Αθήνα, λέει. Μια φορά, η Σάρα Μπερνάρ γυρίζοντας από μια τουρνέ έφερε μαζί της ένα λιονταράκι. Εγώ θα φέρω ένα αραπάκι. – Που δείχνει τι ιδέα έχει για τον εαυτό της. – Που δείχνει τι ιδέα έχει για τους αραπάδες. – Γεια σας, λες και σηκώνεσαι.
Φτωχέ φτωχέ μου Σαχίν. Αυτό το κούτελο αυτά τα μαλακά μαλλάκια, αυτά τα γυαλιστερά, τα μαύρα μάτια που θα τα θολώσει η πείνα κι η μιζέρια τόσο γρήγορα… Για την Κυρά δεν είσαι παρά ένα μικρό ζώο, ένα αρκουδάκι ή ένα σκυλί όρθιο.
Έτσι είναι σήμερα Σεπτέμβρης μήνας του ’46 στην Αλεξάντρεια. Μπορείς να μποδίσεις μερικούς ανθρώπους να ’χουν φρεναπάτες εκατό φορές πιο μεγάλες από το μπόι τους; Μπορείς να σταματήσεις το ποτάμι ν’ ανεβαίνει και να καταπίνει τα χωριά; Μπορείς να πείσεις τη μυστήρια, όλες τις μυστήριες πως θα ’ναι πιο καλά όταν θα τα μαζέψουν οι Εγγλέζοι και θ’ αδειάζουν τη γωνιά;
Μπορείς; Αυτό είναι όλο το παν.
Κι αν δεν ήταν κείνη η κουβέντα για το Μόναχο, θα το χαιρόσουν πολύ το ψάρεμα με το καλάμι, αύριο. Γιατί θα πας. Αργά η θάλασσα, μέσ’ απ’ το φύλλωμα της ανθισμένης πασχαλιάς του αντικρινού κήπου κάτι σου είπε, κάτι σαν παράπονο, κάτι σαν αναστεναγμό, κάτι σαν τη βαθιά ανάσα του χερομάχου που ετοιμάζεται να ριχτεί πάλι στη δουλειά. Ενώ τ’ αστέρια απάνου μένουν ασάλευτα, μεγάλα και καθάρια, ακέραια κι απείραγα, σαν την ελπίδα του κόσμου.
___________________
[1] Ψιλικατζήδικα
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» το 1946 με τον επίτιτλο «Γράμματα από την Αλεξάντρεια». Δεν το βρίσκω στον συγκεντρωτικό τόμο των διηγημάτων του, πράγμα που με κάνει να υποθέσω πως το θεώρησε χρονογράφημα. Ευχαριστώ τον φίλτατο Γιάννη Π. για την πληκτρολόγηση.(Νίκος Σαραντάκος)
ΠΗΓΗ: «Οι σελίδες του Νίκου Σαραντάκου»
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.