Αρχείο 26/10/2011
Θυμήθηκε: Μητέρα, εσύ στέκεσαι πίσω από αυτή τη μνήμη τώρα. Δικό σου δώρο ήταν, θυμάσαι; Μάλλινο. Βαρύ. Μπλε σκούρο. Με κοκάλινα κουμπιά και δερμάτινα θυλάκια. Μπλε σκούρο. Το δέρμα που μου χάρισες, να ‘χω να προχωράω στη ζωή, κρατώντας μια ανάσα δική μου, ξέχωρη από αυτόν τον κόσμο. Δώρο δικό σου, ήταν. Θραύσμα υπάκουο της αγωνίας που πάντα πλεόναζε στο βιος σου. Ανάσα από την ανάσα σου, ήταν. Που άσθμαινε να προλάβει το κακό, μια σπιθαμή πριν τον γκρεμό, μια σταγόνα πριν ξεχειλίσει το ποτάμι, πριν χείμαρρος γίνει η ζωή μου και βουρκώσει να τα πάρει όλα. Λόγια και χάδια, δεν γνώριζες. Μοίρα μου, όρισες την αγωνία.
Θρήνησε: Το δέχτηκα. Το κράτησα. Το κληροδότημα σου. Δεύτερο δέρμα, το έκανα. Πιο οικείο μού ‘μοιαζε κι από το δικό μου. Έτσι, είπα, θα είμαι πιο κοντά σου. Έκλεινα τα κουμπιά του μέχρι πάνω. Σφράγιζα τις μέρες μου κρύβοντας ένα σώμα παιδικό πίσω από την αγωνία ενός ενήλικα. Τις νύχτες τ’ ακουμπούσα στην καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι. Τ’ αέριζα να φύγουν από πάνω του οι ανάσες των ανθρώπων. Απομάκρυνα τους λεκέδες από τα λόγια που λέρωναν με ξένες αγωνίες τη δική σου. Κλείστηκα, στον εαυτό σου. Ανάσα από την ανάσα σου, έγινα.
Μεγάλωσε: Η πρώτη πέτρα με βρήκε στο στήθος. Έσπασε τα κουμπιά, θρυμμάτισε τα κοκάλινα θυλάκια. Το μπλε σκούρο σβήστηκε στη λάσπη. Πήρα την πρώτη ανάσα. Στην αρχή την πέρασα για ξένη, χρόνια μετά ανακάλυψα πως ήταν η δική μου. Η δεύτερη πέτρα πλήγωσε τα πλευρά. Πόνο δεν είχε. Βουβό έτρεξε το αίμα. Ούτε μια διαμαρτυρία. Άραγε πάντα έτσι σιωπηλές είναι οι πληγές που ανοίγει η ελευθερία, αναρωτήθηκα. Η τρίτη πέτρα ξέσκισε την πλάτη. Κομμάτια έγινε το δέρμα που μου ‘χες επιβάλλει. Μέσα από τις τρύπες έχασκε το ξεχασμένο δέρμα, με τρόμο δοκίμασε τις αντοχές του στο νέο κόσμο. Ένιωσα έτοιμος επιτέλους, να πενθήσω τη ντροπή σου. Στη νέα αγωνία σου, όρθωσα μ’ αυθάδεια τ’ όνομα μου. Δεν έφερες αντίρρηση. Είχες πια γεράσει.
Νοστάλγησε: Τρίβω τώρα το ξεχασμένο μου δέρμα. Το τρίβω μέχρι ν’ ανοίξει, να πληγιάσει. Από ‘κει περνούν οι ανάσες των ανθρώπων. Με χάδια και λόγια μολύνουν τις πληγές, αυτό που έφτασα να είμαι. Αφήνουν σημάδια-λάβαρα της κατάκτησης τους, μάχονται να γίνουν μνήμες. Ύστερα επουλώνονται οι πληγές. Τους ξεχνάω. Και τρίβω και πάλι πιο βαθιά, κάτω από το δέρμα, πίσω από το αίμα. Μην έστω και για μια φορά ξαναντικρίσω το δέρμα που παιδί, λάθεψα να είμαι.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.