Αγγελική Σιδηρά, «Αμείλικτα γαλάζιο» κ.α. ποιήματα

Αρχείο 27/12/2011

Αυτό που ένας άνθρωπος πίστεψε πως ήταν
Αυτό που ήταν
Και αυτό που υπήρξε.
(Ανδριανού Απομνημονεύματα)

(Φραγκογιαννού)
Το ‘ξερε πως είχε ανατεθεί σ’ εκείνη
Το θεάρεστο έργο
Να γλιτώσει όλα εκείνα τα’ αθώα βρέφη
τα «κοριτσούδια»
Από τη μοίρα του φύλου τους
Απ’ την κατάρα του ριζικού τους
Ω, αν μπορούσε μ’ ένα φύσημα μονάχα
Να τα εξαφάνιζε
Έπρεπε όμως να σκάψει
Με τα ροζιασμένα χέρια της
Απύθμενα πηγάδια
Να τα ρίξει μέσα
Έπρεπε με τα ίδια μαξιλάρια
Που θα’ κρυβαν αργότερα
Εκείνες τις παράτολμες, εφηβικές χυδαίες σκέψεις
Να τα πνίξει
Να τα’ απαλλάξει από την φτήνεια των ηδονών,
Από οδύνες και ωδίνες
Διαπομπεύσεις, εξευτελισμούς
Απ’ τη μιζέρια ίσως ακόμη κι από την αθλιότητα
Των γηρατιών
Εκείνη η αγαθή γερόντισσα
Ο άγγελος σωτήρας τους
Η Φόνισσα.

***

ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ

Μόνη μου στο Σινέ Παλλάς
μ’ εσένα πάντα πλάι μου να λείπεις
να καπνίζεις χαμογελώντας περιπαικτικά
στην κάθε απαγόρευση.
Ο θάνατος μοιάζει να μην σε αφορά
καθώς γλιστράς με αμφιβολία
τ’ άϋλα δάχτυλά σου
στο άδειο, παγωμένο χέρι μου.
Ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ χαμένος
μέσα στη ρεπούμπλικα
και τη μακριά του καμπαρντίνα
τινάζει τις στάχτες του τσιγάρου του
δίχως διόλου να νοιάζεται κι εκείνος
που δεν είναι ζωντανός.
Βρέχει στο έργο και συ βήχεις ασταμάτητα.
Ο ηθοποιός παράφορα την Μπέργκμαν αγκαλιάζει
κι ένα ρίγος ανάμικτο
τρόμου και πόθου με διαπερνά.
Σκύβεις, κάτι μου ψιθυρίζεις
όμως δεν μπορώ ν’ ακούσω
τόσο που δυναμώσανε τον ήχο
και θυμώνω που διακρίνω
ξένες φωνές κι εκμυστηρεύσεις άλλων
ακόμα και της θάλασσας τον παφλασμό.
Της θάλασσας που εισβάλλει ορμητική
να σε διεκδικήσει πάλι .
Πώς να τη συγχωρήσω
που δεν είναι καν γαλάζια.
Ασπρόμαυρη ταινία και η ζωή
κάποιες φορές απ’ το λευκό
στο μαύρο ολισθαίνει
οριστικά.

***

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΝΟΣ ΣΧΕΔΟΝ
ΕΦΗΒΟΥ Μ’ ΕΠΤΑ ΣΧΕΔΟΝ ΓΡΙΕΣ

Δίχως καμιάν υπόσχεση
το καλοκαίρι αυτό θ’ αργοκυλήσει
Λεωνίδα
και θα θυμάσαι κάποτε
τα έντεκα χρόνια σου ν’ ασφυκτιούν
ανάμεσα σ’ αιώνες πέντε
που απαρτίζαμε όλες μαζί
επτά γυναίκες, φανατικές κοκέτες
και γι’ αυτό πιο θλιβερές
ακόμα.

Ο άνεμος θα ξεσηκώνει τα μαλλιά σου
και συ αμέριμνος τίποτα δεν θα ξέρεις
για την αγωνία μας
να συγκαλύψουμε εκείνη την αυθάδεια
της άσπρης ρίζας
που μαρτυρούσε ασύστολα
τη μάταιη κι εφήμερη απάτη
του χρυσού, του κόκκινου, του μαύρου
χρωματισμένου πλαίσιου
της μουντής εικόνας μας.

Τις ζωηρές κραυγές σου θα θυμάσαι
να χάνονται σε μια χοάνη
κατασταλαγμένων στοχασμών
και άλλοτε την πλήξη σου ν’ αναστατώνεται
απ’ τα πνιχτά γελάκια μας
που μοιάζαν με λυγμούς.

Θα μας εντάξεις κάποτε στις μνήμες σου
ενώ εμεις θα σ’ έχουμε ξεχάσει
αν βέβαια οι πεθαμένοι λησμονούν
αν πάλι όχι, τότε
θα σμίγουμε την αύρα μας
με το μελτέμι του Αύγουστου
κι ανάλαφρα θα ‘ρχόμαστε
να σου δροσίζουμε το μέτωπο
πυρακτωμένο από τον πυρετό
της λάβας και του έρωτα
μήπως και λίγο εξιλεωθούμε
για το χαμένο εκείνο καλοκαίρι σου
στη Σαντορίνη.

***

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΤΟΠΙΟΥ

Πρωτοχρονιά για δύο

Καλή χρονιά! του είπε.
Τινάχτηκε στον κρότο
που μόνη της προκάλεσε
καθώς με το γνωστό επιδέξιο τρόπο
άνοιξε τη σαμπάνια.
Ύστερα σταύρωσε τη βασιλόπιτα:
Πρώτα το σπίτι, του φτωχού,
ένα δικο σου, ένα για μένα, τρόμαξε πάλι
νιώθοντας να την απειλούν
τα χαραγμένα πελώρια κομμάτια
Βλέπεις πως όσο λιγοστεύουν οι παρόντες
μεγαλώνουν οι μερίδες; γέλασε με τα χείλη μοναχά.

Τα διαμάντια στο ντεκολτέ
σκληρά κι αδιάφορα αστράφταν την οδύνη των ρυτίδων.
Αντίθετα το κόκκινο σατέν φουστάνι
σα να ντρεπότανε, να δυσανασχετούσε
μ’ εκείνο το παχύσαρκο κορμί.
Καλύτερα να είχε μείνει στη ντουλάπα
σκεφτότανε, γυμνό από χίμαιρες
μονάχο με τις μνήμες του.

Όμως κι εκείνη δυσφορούσε
με την έντονη και συνεχή προσπάθεια
να χωράει μες στις παλιές της διαστάσεις.
Ίσως να φάγαμε λιγάκι παραπάνω
έκανε να γελάσει πάλι, όμως τα μάτια της
υγρά και μακρινα δεν πείθανε.

Πειράζει να γδυθώ; τόν χάιδεψε
κι αμέσως άλλαξε γνώμη.
Πρώτη του χρόνου. ’ς κοιμηθούμε
λίγο πιο αργά απόψε.
Πές κι εσύ κάτι επιτέλους! παρακάλεσε

Κούνησε λίγο την ουρά του
Γαβ! γαβ! απάντησε βαριεστημένα. Γαβ! γαβ!

***



Μητέρα Δωρητή Σώματος

Αναστημένα σε ξένο πρόσωπο τα μάτια σου
έκπληκτα γύρω τους κοιτάζουν δίχως μνήμες
κι εμένα αδιάφορα με προσπεράνε
σα να μη μ’ αγαπήσανε ποτέ.
’ρρυθμοι οι κτύποι της καρδιάς σου
στο στήθος κάποιου άγνωστου
παράφορα αγωνίζονται
να συμφιλιωθούν με την δική του τη ζωή.

Πώς έτσι άσπλαχνα με καταδίκασες παιδί μου
μέσ’ από σένα ν’ αγαπήσω
όλους αυτούς τους υποψήφιους νεκρούς;
Πόσες φορές ακόμα
μαζί τους θα πεθαίνεις λίγο λίγο
και ύστερα
σε πόσους τάφους θα κοιμάται το κορμί σου;

Το ταγκό
Το ταγκό είναι μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται, είπε.

Ειν’ ένας καταδικασμένος έρωτας, μι’ αγάπη απαγορευμένη.
Δυο βήματα μπροστά να φύγεις, να ξεφύγεις.
Ενδοιασμοι;
Ένα: Γυρίζεις πίσω.
Ξανά δυο βήματα αποφασίζεις.
Νοσταλγία; Ενοχές;
Ενα βήμα στο χτες.
Αναποφάσιστα λικνίζεσαι
κι έτσι ποτέ σχεδόν δεν φτάνεις
κι όλο πονάς και διστάζεις
όταν χορεύεις ταγκό

***

Η ΟΔΓΟΗ ΝΟΤΑ

Νίσυρος
Αυτά τα ερειπωμένα σπίτια
όταν γεμίσει το φεγγάρι
ταξιδεύουνε.
Οι καμινάδες τους
μοιάζουν φουγάρα στοιχειωμένων καραβιών
που ζωντανεύουνε και βγάζουνε
έναν καπνό παράξενο.
Είναι οι ανάσες των ξενητεμένων
κρατημένες στους τοιχους
που εξατμίζονται και υψώνονται
σε μια βουβή, παράφορη επίκληση.
Κι εκείνο το ξεχασμένο κουρτινάκι
σαν μαντίλι αποχαιρετισμού
ανεμίζει στον σκοτεινό ορίζοντα.

Όταν γεμίσει το φεγγάρι
αυτά τα ερειπωμένα σπίτια ταξιδεύουνε.
Πηγαίνουνε κι αράζουν
στα μαξιλάρια των ξενητεμένων
και τα όνειρά τους ξετρελαίνουνε.
Γι’ αυτό και οι απόδημοι νησιώτες
πολλές φορές στον ύπνο τους τινάζονται
κι ύστερα αγωνίζονται
ν’ αφουγκραστούν τη θάλασσα
για να μπορέσουνε να κοιμηθούνε πάλι.

***

ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΣΤΗ ΔΡΕΣΔΗ

Πως έμαθε να κλαίει
Κάποτε η σκιά μου
δεν ήξερε ούτε να γελάει
ούτε να πονά.
Μ’ ακολουθούσε μόνο
αφόρητα πιστή.
Διψούσα κι έπινε νερό.
Νύσταζα και κοιμόταν.
Δεν σ’ αγαπούσε
αλλά σ’ αγκάλιαζε παράφορα.
Στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας
οι δυο μαζί
με τη δική σου τη σκιά
πώς μπερδευόσαστε
σ’ ένα θεόρατο κουβάρι σκοτεινό
που άλλαζε σχήματα διαρκώς
ώσπου ησύχαζε.
Ξάφνου κοβότανε στα δύο
και ξανά…
ωσότου κάποτε στον τοίχο
έμεινε μόνη η δική μου η σκιά
μόνη για πάντα.
Και τότε ήτανε
που έμαθε πώς να κλαίει.

Κοντσέρτο στη Δρέσδη
Με πληγώνουνε οι νότες
Vτσι καθώς γλιστράν στο φως του φεγγαριού
και μεγαλώνει, πλαταίνει η σκιά μου
για να χωρέσει όλη την απελπισία
των πολύτιμων στιγμών
που γλίστρησαν κι αυτές σαν άμμος
μεσ’ από τις χούφτες μου.

Πασχίζουνε να με παρηγορήσουνε οι νότες
καθώς αλλάζουνε σιγά σιγά
σε μνήμες τις στιγμές.
Μια γλυκειά θαλπωρή
μια οδυνηρή, καθυστερημένη τρυφερότητα
ωσότου ξαφνικά ξεφεύγουν, δυναμώνουνε
-ένα κρεσέντο αμείλικτο-
μήπως καλύψουνε
τον ασύλληπτο θόρυβο της σιωπής μου.

Τρεμοπαίζουν οι νότες.
Σ’ αγαπώ, έτσι αόριστα σ’ αγαπάω
για το τρέμουλο των κουρασμένων χεριών σου
για το γαλάζιο και το ροζ
που ξεχείλισαν ξαφνικά στη ζωή μου
σ’ αγαπώ γιατί αιφνίδια κι αθόρυβα θα φύγεις
προτού προλάβω καν
συνειδητά να σ’ αγαπήσω.

Κατρακυλούν οι νότες
από τη Σαξωνία στο Σαρωνικό. Κρυώνω.
Κατρακυλούν και ξεσηκώνουνε τα κύματα
που ησύχασαν μετά για να ξεβράσουν
ένα άγνωστο, μελανιασμένο κουφάρι.
Θυμώνω με τη ζοφερή Tπιπολαιότητα του σύννεφου
που δεν μπορεί ένα σχήμα
ένα χρώμα να κρατήσει.

Σωπάσανε οι νότες. ’κου:
Απόψε πριν κοιμηθώ
στον καθρέφτη μου αντίκρυσα
ένα πένθος αλλόκοτο.
Ένα πένθος που αφορούσε
μια κυρτή, ρυτιδιασμένη ξένη
την ίδια που φοβόμουνα από παιδί.

Γιατί από μικρή θυμόμουνα το μέλλον μου.
Από τότε που συνάντησα το θάνατό μου.

***

Εν Χορδαίς
Μνήμη Τρύφωνα

“Εν Χορδαίς”. Τέσσερις
παρά τέταρτο. Ξημέρωσε.
Ένα σφηνάκι ακόμα
κι άλλο ένα. Τελευταίο.
Παγετός. Ολισθηρότης.

Αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνω.

Τρύφωνας. Είκοσι ένα έτη συναπτά.
Πάν αμάρτημα παρ’ αυτού πραχθέν
συγχώρησον.
Τρίπολη. Θερμοκρασία υπό το μηδέν.
Υπηρετήσας την στρατιωτικήν θητείαν.
Κουφέτα. Κόλλυβα
Μία καρδιά γαρδένιες η Φανή.
– Χθες, χθες ακόμη αλώνιζε το γήπεδο.
Όμως γιατί αργούμε τόσο;
Πρωταθλητής.
Αναβολή της επομένης αγωνιστικής.
Ενός λεπτού σιγή.

Αινείτε αυτόν εν ήχω σάλπιγγος.

Φλεβάρης. Φλέβες άδειες, στραγγισμένες,
-Τι λες να φάμε αύριο;
Καφές, κονιάκ και παξιμάδι.
“Γιε μου σήκω να μου μιλήσεις
γιε μου, γιε μου”
Παρακαλώ σε μάνα μου, μια χάρη να μου κάμης
Ποτές σου γέρμα του γηλιου μην πιάνης μοιρολόϊ.
Χοντρό το κρύο
γούνες αστρακάν.
Κορμί ασυνάρτητο, αποδεκατισμένο.
“Δεύτε τελευταίον ασπασμόν”
στους ’γιους Ταξιάρχες
και πριν λίγο…
“Απόψε φίλα με να με χορτάσεις”
στο “Εν Χορδαις”*

Αινείτε, αινείτε αυτόν
εν ψαλτηρίω και κιθάρα.

Αρώματα Yves Saint Laurent καί Givenchy
και νά το, να το χέρι του
μάλλον τ’ αριστερό.
Γκολ! και σημάδεψε το δέντρο
επιτέλους στην καρδιά.
Το γκρι φιατάκι
ζαρωμένο ασημόχαρτο. Τέσσερις ξημερώματα.
Το χιόνι αστράφτει
μπερδεύοντας λευκό, ασημί και κόκκινο.
Μια σύνθεση εκθαμβωτική.

Αινείτε αυτόν, αινείτε
εν κυμβάλοις αλαλαγμού.

*Μπαράκι έξω από την Τρίπολη

***

Copyright © Αγγελική Σιδηρά 


Σύντομο Βιογραφικό 

Η Αγγελική Σιδηρά-Παπακώστα γεννήθηκε στην Αθήνα (1938). Έχει εργαστεί στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και στο Υπουργείο Εξωτερικών. Είναι εθελόντρια κοινωνικής πρόνοιας στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά, έχουν συμπεριληφθεί σε γνωστές ανθολογίες και έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

 

Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές:
ΒΡΑΧΝΗ ΨΥΧΗ εκδ. Ι. Γ. Βασιλείου, Αθήνα 1983
ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΝΑ εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 1986
ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜΑ εκδ. Πιτσιλός, Αθήνα 1987
ΤΕΤΡΑΦΩΝΙΑ συλλογική έκδοση, εκδ. Πιτσιλός, Αθήνα 1989
Η ΟΓΔΟΗ ΝΟΤΑ Α εκδ., εκδ. Πιτσιλός , Αθήνα 1990
Β εκδ., Εκδ. Ερμείας, Αθήνα 1995
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΤΟΠΙΟΥ εκδ. Ερμείας, Αθήνα 1994
Ο ΠΙΟ ΜΙΚΡΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1998
ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΣΤΗ ΔΡΕΣΔΗ εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2004
Έχει μεταφράσει ποιήματα της Αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον:
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ Ποιήματα, εκδ. Ερμείας, Αθήνα 1996.
Επίσης έχει εκδώσει την μαρτυρία:
ΑΙΣΘΗΣΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, συλλογική έκδοση, Καστανιώτης 2000.
Πρόσφατα (Ιούλιος 2007) κυκλοφόρησε η ποιητική της συλλογή ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ από τις εκδόσεις Καστανιώτη, η οποία από τον Οκτώβριο 2007 κυκλοφορεί σε β΄ έκδοση.
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά καί αγγλικά, συμπεριληφθεί σε γνωστές ανθολογίες και δημοσιευθεί σ’ εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά: “Το Δένδρο”, “Το Πλανόδιον”,“Νέα ‘Εστία” “Ποίηση”, “Ευθύνη”, “Τό Παραμιλητό”, “Εμβόλιμον ” κ. A.
Η Αγγελική Σιδηρά είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων
[ekebi.gr]