Larry Cool, τρία ποιήματα

Αρχείο 07/04/2012

Ἡ ἄγ(ρ)ια νύκτα τῶν ἐξεγερμένων

Τὰ πρόσωπα τῶν παιδιῶν σχίζονται
Ὀγκώδη μάρμαρα προβάλλουν ἀπὸ μέσα
Τὰ ἐξορύσσουν ἀπ’ τὰ σπλάγχνα τους
Γιὰ νὰ οἰκοδομήσουν τὴ νέα πόλη.

Μπροστά μου τρέχει μία καλλίπυγος ἐπαναστάτις
Καταφεύγουμε λαχανιασμένοι στὰ Προπύλαια
-«Ποιὰ εἶσαι; Βγάλε τὴ μάσκα» τῆς ζητῶ
Κατεβάζει τὸ blue jean· «φίλησέ μου το» ἀξιώνει
Τῆς λείχω τὸ αἰδοῖο κοιτάζοντάς την κατάματα
Μέσα ἀπὸ τὴν ἀντιασφυξιογόνο μάσκα,
Ἀκούγεται βαθιὰ ἡ ἀναπνοή της.

Κραάκ! μιὰ πέτρα σπάζει τὸ κάτοπτρο τοῦ νοῦ
Τὸ εἴδωλο τοῦ κόσμου κερματίζεται
Μυριάδες ἀπαστράπτοντα κρύσταλλα στροβιλίζονται
Ἕνα ἀηδόνι βρυχᾶται,
Προσδίδοντας πρωτάκουστο νόημα στὸν κόσμο.

***

Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ χίλια μάτια 

Σπεύδω ἔντρομος στὰ ἐπείγοντα περιστατικὰ
Τὸ σῶμα μου ἔχει γεμίσει ἀναρίθμητα μάτια!

Νύκτα στὸν θάλαμο ἑβδομήντα τρία
Στὴ διπλανὴ κλίνη,
Χίλια στόματα σ’ ἕνα ἑτοιμοθάνατο σῶμα,
Προφητεύουν τὰ μέλλοντα.
Αἴφνης ἐμφανίζεται ἡ ὡραία ἰατρὸς
Εἶναι ἕνα βαθυκύανο κομμάτι θάλασσας,
Στὸ σχῆμα χυτοῦ, γυναικείου σώματος
Στὰ βάθη της λευκάζουν θρυλικοὶ ἐραστὲς
-«Τί συμβαίνει στ’ ἀνθρώπινα σώματα;» ῥωτῶ
-«Ἀλλάζουν
Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι γίνονται θεοί.»
Τὴν πιέζω νὰ γονατίσῃ στὴ γωνία
Πνίγει μιὰ κραυγὴ ἔκπληξης,
Καθὼς τὸ πέος εἰσδύει στὸν πρωκτό της.

Τρέχω μὲ μύρια μάτια στὴν καταιγίδα ἀλλόφρων
Στὸν οὐρανὸ ἀστράπτουν,
Οἱ κιτρινόμαυρες ἀνταύγειες μιᾶς τίγρης ποὺ ὁρμᾶ.

***

Ὁ θυμὸς τῶν σωμάτων

Τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπῶ,
Ἀλείφει μὲ ἄχνη ὑδραργύρου τὸ αἰδοῖο της
-ἀπόψε τὴν ἔχει καλέσει κάποιος τραπεζίτης-
Τυφλὸς ἀπὸ λαγνεία γλείφει τὸ δηλητήριο
Πεθαίνει μὲ σπασμούς,
Σφίγγοντάς του τὸ κεφάλι ἀνάμεσα στοὺς μηρούς της.

Τὸ κορίτσι μου εἰσβάλλει στὸ κοινοβούλιο
Ἀνεβαίνει στὸ βῆμα, πετᾶ τὸ σουτιὲν
Πρωθυπουργὸς καὶ βουλευτὲς μένουν ἐνεοί• καὶ τότε,
Ἀπ’ τὰ ὡραῖα στήθη δυὸ κάννες τοὺς πολυβολοῦν.

Μπόρα ξεσπᾶ
Μέσα ἀπ’ τὶς σταγόνες ποὺ σκᾶνε στὸ πεζοδρόμιο
Πετάγονται λιλιπούτειοι ἀστυφύλακες
Πανικόβλητοι τρέχουν νὰ σωθοῦν
Τὸ κορίτσι μου τοὺς πατᾶ γελῶντας.

Τὸ κορίτσι μου κοιμᾶται στὴν ἀγκαλιά μου
Αἴφνης, ἐκρήγνυται μὲ μιὰν ἐκτυφλωτικὴ λάμψη
Ἔκπληκτος κοιτάζω τὸ αἷμα της στὰ χέρια μου
Τὰ κρούσματα πληθύνονται
Παντοῦ στὴν πόλη ἀνατινάσσονται σώματα
Κατεδαφίζουν τὸν παλιό, ἑτοιμόρροπο κόσμο.

***

©Larry Cool

photo© Deborah Werbner, 2012