Διονύσιος Σολωμός, Ο Πόρφυρας

Αρχείο 16/04/2012

το 1ο από τα 3 χειρόγραφα

«Kοντά ‘ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,

π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα
κι εκεί γρικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη
κι εκεί τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πόχει.
Γλυκά ‘δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου
κι α δεν είν’ ώρα για τ’ αστρί θε να συρθεί και νά ‘βγει.
(Xιλιάδες άστρα στο λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα!).
Πουλί πουλάκι που λαλείς μ’ όλα τα μάγια πόχεις,
ευτυχισμός α δέν ειναι το θαύμα της φωνής σου,
καλό δεν άνθισε στη γη, στον ουρανό, κανένα.
Δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο!
Aλλ’ αχ, αλλ’ αχ, να μπόρουνα σαν αστραπή να τρέξω,
ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ‘μαι γυρισμένος
με δυο φιλιά της μάνας μου, με φούχτα γη της γης μου!».
Kι η φύσις όλη τού γελά και γένεται δική του.
Eλπίδα, τον αγκάλιασες και του κρυφομιλούσες
και του σφιχτόδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις.
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Aλλ’ απαντούν τα μάτια του τρανό θεριό πελάγου
κι αλιά, μακριά ‘ναι το σπαθί, μακριά ‘ναι το τουφέκι!
Kοντά ‘ν’ εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου•
αλλ’  όπως έσκισ’ εύκολα βαθιά νερά κι εβγήκε
κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο,
κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,
έτσι κι ο νιος ελεύτερος, μ’ όλες τες δύναμές του,
της φύσης από τσ’ όμορφες και δυνατές αγκάλες,
οπού τον εγλυκόσφιγγε και του γλυκομιλούσε,
ευτύς ενώνει στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
την τέχνη του κολυμπιστή και την ορμή της μάχης.
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει:
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
όμορφε ξένε και καλέ και στον ανθό της νιότης,
άμε και δέξου στο γιαλό του δυνατού την κλάψα.

***

Η σύνθεση του Πόρφυρα συνδέεται, όπως άλλωστε τα περισσότερα ποιήματα του Σολωμού, με ένα πραγματικό γεγονός, τη θανατηφόρα επίθεση από καρχαρία (πόρφυρα, στο κερκυραϊκό γλωσσικό ιδίωμα) που δέχθηκε ένας άγγλος στρατιώτης, ο δεκαεννιάχρονος Ουίλιαμ Μιλς (William Mills), 19 Ιουλίου του 1847, στην Κέρκυρα. Η επεξεργασία του ποιήματος, που κράτησε σχεδόν δύο χρόνια, έως το 1849, δεν κατέληξε σε ένα οριστικό κείμενο. Ωστόσο, το ποίημα, χωρισμένο σε άνισα επεξεργασμένες ενότητες, δεν παρουσιάζει ανυπέρβλητες δυσκολίες στην ανάγνωση, ενώ αρκετές δυσκολίες παρουσιάζει η ερμηνεία του. Μέσω της πάλης του άγγλου στρατιώτη με την «άλογη τερατώδη δύναμη» («irrazionale forza mostruosa») του καρχαρία το ποίημα σχολιάζει τη σχέση του ανθρώπου και της φύσης, περιγράφει τον αγώνα του Καλού και του Κακού και προβάλει την ηθική και πνευματική νίκη του Καλού, καθώς ο νέος «τη στιγμή που ένιωσε σαν αστραπή να του κομματιάζεται το μπράτσο, άστραψε φως και γνώρισε τον εαυτό του» («Nel momento in cui senti come lampospezzarglisi il braccio, saccese lume e conobbe se stesso»).

Μουσείο Σολωμού