«Μνήσθητί μου Κύριε» του Πέτρου Κυρίμη, Το Όνειρο

Καμιά φορά, όταν τα πράγματα στενεύουν γύρω μου και ο φόβος, πάει να γίνει σχεδόν πανικός, όπως τώρα στις μέρες μας, με ανεργίες, πλειστηριασμούς και ειδήσεις για μια Ελλάδα χρεοκοπημένη, με τίποτα να μην αναγνωρίζω πια και τον πρωθυπουργό στο Πεκίνο να κλείνει συμφωνίες για το καλό μας, εγώ πίσω από τα τζάμια του παραθύρου μου, κοιτώντας εκατομμύρια επιθετικές νιφάδες χιονιού να μου ψιθυρίζουν «κάτσε μέσα, κάτσε μέσα» εντελώς διαφορετικές από εκείνες που αναθυμάμαι παιδί να μου χαμογελάνε και να μου γνέφουν «έλα έξω, έλα έξω να παίξουμε» στέλνω το μυαλό μου όπως ένα παιδί για θελήματα, να μου φέρει εικόνες που μου είναι γνώριμες. Που τις ξέρω και με ξέρουν. Κλείνω τα μάτια κι αναθυμάμαι.

   Εκείνο τρέχει πάνω κάτω, μέσα στα πολλά γυρίσματα του χρόνου και επιστρέφει από ένα βεληνεκές που φτάνει μέχρι το ΄60.
    Εικόνες στη σειρά και ακούγονται τα παιδιά του Πειραιά με τη φωνή της Μελίνας. Μια μεγάλη σειρά ανθρώπων φαίνεται, σα να κάνει παρέλαση.
     Εμπρός, προχωράνε με βήμα καμαρωτό, κρατώντας ένα μεγάλο πανό που γράφει «Ολυμπιακός», η θρυλική πεντάδα των Αντριανοπουλέων, ακολουθεί ο Ζυλ Ντασέν κρατώντας ένα πλακάτ με το «Ποτέ την Κυριακή», μετά πουτάνες, νταβατζήδες και τσάτσες, ο Χαρίδημος με τον μπερτέ του, αμερικάνοι ναύτες του έκτου στόλου και τσούρμο ξυπόλητα παιδιά να μπαινοβγαίνουν από χαμόσπιτα που έχουν για πόρτες σεντόνια και κουρελούδες, κάνοντας γκριμάτσες, πότε χαρούμενες και πότε κοροϊδευτικές.
    Κάτω στο Τουρκολίμανο, ο Χατζιδάκις τρώει με τη παρέα του γαρίδες γιουβέτσι. Ακούγεται το «Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό».
    Πέντε μικρά παιδιά, πάνω σε έναν μικρό χωματόλοφο, πίσω από το σινέ Άνεσις, παραβγαίνουν ποιο θα πάει πιο μακριά το κάτουρο του.
   Ξαφνικά οι εικόνες σκορπίζουν σαν να σηκώθηκε κάποιος δυνατός άνεμος και ακούγονται εμβατήρια, ξεχωρίζει το «…είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς…». Άνθρωποι στους δρόμους σηκώνουν τα χέρια ψηλά σε γροθιές και φωνάζουν ρυθμικά ένα, ένα, τέσσερα, αστυνομικοί χτυπάνε με γκλόπς, κάποιοι βγάζουν λόγους σε μπαλκόνια, ο Γκοτζαμάνης βάζει εμπρός το τρίκυκλο. Μια γνωστή φωνή να ρωτάει, «Ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο;»
    Μια μικροσκοπική εικόνα λόγο της απόστασης, καθώς πλησιάζει μεγαλώνει και γίνεται σε λίγο τεράστια, καλύπτοντας όλο το οπτικό μου πεδίο, έτσι που ξαφνικά βρίσκομαι μέσα στην εικόνα περικυκλωμένος από ένα χρώμα χακί, που προέρχεται από στρατιώτες και τανκς ενώ μια φωνή επαναλαμβάνει μονότονα, «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών».
     Στα δημόσια ουρητήρια της Κλαυθμώνος , δυο τρεις ομοφυλόφιλοι κάνουν πιάτσα.
    Και μετά άλλες εικόνες έρχονται προς το μέρος μου εκτοπίζοντας σιγά – σιγά τις παλιές. Το χρώμα ξανοίγει, γίνετε γκρίζο και μετά φωτεινό και χαρούμενο.
   Οι εικόνες πετάνε ακανόνιστα ολόγυρα και η κάθε μια έχει τη φωτογραφία ενός γνωστού πολιτικού.   Σε διάφορα βολ πλανέ ξεπροβάλλουν, ο Γιώργος Μαύρος, ο Αβέρωφ, ο Ράλλης, μα σε λίγο ξεχωρίζουν (καθώς οι άλλες εικόνες αποχωρούν) οι εικόνες του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Αντρέα Παπαντρέου.
  Το γαλάζιο και το πράσινο εναλλάσσονται με τρελό ρυθμό, ώσπου στο τέλος μέσα σε ένα ολοπράσινο φόντο, πάνω σε ένα μπαλκόνι, ο Αντρέας σηκώνει στα χέρια του ένα μικρό κοριτσάκι. Ο κόσμος από κάτω, χειροκροτεί με ενθουσιασμό.
   Σε μια άλλη μικρότερη εικόνα, η Δήμητρα Λιάνη ισιώνει τις ζαρτιέρες της κοιτώντας πίσω, πάνω από τον ώμο της.
  «Μνησθητί μου Κύριε, καλό κι ευλογημένο» είπα ανοίγοντας τα μάτια, νομίζοντας πως ήτανε όνειρο.