Μαριλού Νικολαίδου, Η μηχανή

Αρχείο 06/03/2015

fav-3

To κορμί του βαρύ, βρώμικο, με το πουκάμισο κολλημένο επάνω του, έγλυφε παντού ο ιδρώτας. Τα βήματα του μετρούσαν σκιές στα σοκάκια της σκοτωμένης γειτονιάς. Ένας πόνος έσφιγγε το δυνατό του σβέρκο κι άρπαζε σε κάθε κίνηση τη ραχοκοκκαλιά του ως κάτω, τον κράταγε σκυφτό και υποτακτικό στον κάματο της ημέρας. ‘Η μηχανή τρέφεται με τις σάρκες μας’, του τοχαν πει από την πρώτη μέρα στη δουλειά οι συνάδελφοι. Τα μέλη του δεν τα’ νιωθε, μοναχά τα κινούσε μηχανικά λες και δεν ήταν δικά του κι όμως τον οδηγούσαν πιστά, στο ένα δρομάκι πίσω απ’ το άλλο. Η γλώσσα του τσαρούχι, ο λαιμός του κατάξερος, χωρίς ίχνος σάλιου. Για τσιγάρο ούτε λόγος, θα του’ σκιζε τα πληγιασμένα χείλη σα λεπίδι. Ένα μουχλιασμένο φεγγάρι με κοφτερές άκρες τον ανακάλυπτε απ’όπου κι αν έστριβε, τον έλουζε με το σκληρό λευκό φως του στα καλντερίμια αναγκάζοντας το ταλαίπωρο κορμί να πατά βαριά σε κάθε βήμα τον ίσκιο του.

     Μια πόρτα άνοιξε τρίζοντας παράξενα στη σιγαλιά. ‘Αργύρη!’ Ηξερε καλά τη φωνή. Κοντοστάθηκε. Το περίγραμμα μιας γυναίκας ήταν το μόνο που διαγραφόταν στο θαμπό φως που έβγαινε από την κάμαρη. ‘Αργύρη στάσου μια στιγμή’ είπε μαλακά, παρακαλετά, ‘έλα μέσα μη μας πάρει κανένα μάτι’. Σφάλισε την πόρτα, αρπάχτηκε απ’ το ένα του μπράτσο κι έχωσε το πρόσωπο της στο στέρνο του ανασαίνοντας βαθειά τη βαριά μυρωδιά του, τον έσφιξε πάνω της με λαχτάρα. ‘Τρεις μέρες έχεις να φανείς’, τρεμούλιασαν τα χείλη της. Είχε όμορφα χείλη, μεστά, καλοσχηματισμένα, ζεστά, που του δίνονταν πρόθυμα κάθε φορά, που ρουφούσαν το ίδιο αχόρταγα τον πόθο του κάθε φορά, που χάραζαν στο κορμί του πολύτιμα μονοπάτια ηδονής, κάθε φορά. Το δωμάτιο μίκραινε γύρω τους, τα μάτια της μεγάλωναν κι έδειχναν τώρα πιο σκοτεινά. Αρώματα ανακατωμένα σ’ένα παράξενο μεθυστικό μίγμα που άλλαζε συνεχώς ένταση και τόνο πλημμύριζαν το δωματιάκι, μια γνώριμη θαλπωρή βάραινε τα βλέφαρα τους, στους κροτάφους του έσταζε ο ιδρώτας, στα μηλίγγια του άκουγε το ταραγμένο αίμα του να χτυπά ρυθμικά. Τα ρουθούνια του έπαιξαν λαίμαργα ξεχωρίζοντας με τον αλάνθαστο αρχαίο τρόπο την οσμή της πρόθυμης θηλυκής σάρκας… Μια κουκουβάγια σε κάποια κοντινή στέγη τον συνέφερε. Με μια σπασμωδική κίνηση σα να πετάει από πάνω του κάτι βαρύ γύρισε το βλέμμα αλλού κι έσφιξε τις γροθιές. ‘Εχω το παιδί άρρωστο’ είπε με μισό στόμα. Σιωπή. ‘Κατάλαβα’, έκανε η γυναίκα ένα βήμα πίσω, ‘είναι πολύ σοβαρά;’ ‘Ψήνεται στον πυρετό τρία βράδια τώρα. Δε συνέρχεται. Σήμερα έκανε σπασμούς και θα ερχότανε ο γιατρός’. Δεν είπε τίποτα. Η μορφή της σφραγίστηκε, σαν της σφίγγας. Πήρε ένα ποτήρι, το γέμισε κρύο νερό. ‘Πιές το και τράβα σπίτι σου.’

Κλείνοντας την πόρτα πίσω του το χέρι της πίεζε τόσο το χερούλι που πόνεσε, μα ακόμα κι αυτό αντί να τη δυσαρεστήσει της προκάλεσε μια ευχάριστη ένταση μέσα στην άγρια χαρά που την είχε κατακλύσει. ‘Φαντάσου’ σκέφτηκε δαγκώνοντας τα χείλια, ‘φαντάσου να έβγαινε απ’τη μέση ΑΥΤΟ!’ Όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα μετά. Πολλές φορές του είχε πει να φύγουνε μαζί, να εξαφανιστούνε, κάπου πολύ μακριά, ίσως στην Αυστραλία, να μην τους ξέρει ψυχή, να ζήσουνε σαν κανονικοί άνθρωποι, χωρίς να κρύβονται, χωρίς να υποκρίνονται πιά. Το’ξερε πως την αγαπούσε κι εκείνος, δεν της το’χε πει ποτέ μα το’ξερε, το’βλεπε στα μάτια του, το διάβαζε στη λαχτάρα του, το μετρούσε στα φιλιά του. Αν δεν ήταν το παιδί θα το’χε αποφασίσει το δίχως άλλο να φύγει μαζί της. Το παιδί ήταν το εμπόδιο χωρίς αμφιβολία, ήταν η αλυσίδα που τους κράταγε δεμένους στη μίζερη εκείνη πόλη. Και να που τώρα τα’φερνε έτσι η τύχη που το εμπόδιο μπορεί να μην  υπήρχε πια. ‘Και τότε…’ Κεραυνοβολημένη έμεινε με τα χέρια στον αέρα για λίγα δευτερόλεπτα, έπειτα σωριάστηκε πάνω στην καρέκλα μια μαριονέτα που της κόψανε τα νήματα. ‘ Είμαι ένα τέρας!’ μονολόγησε, ‘είμαι ένα σιχαμένο τέρας! Σιχαμένο…’και δάγκωνε τα χέρια της με απόγνωση. Μα ούτε οι ειλικρινείς λυγμοί της, ούτε τα δάκρια μπόρεσαν να ξεπλύνουν εκείνο το παντοδύναμο μίγμα ντροπής κι ελπίδας που είχε γεννηθεί μέσα της.

Μια τελευταία στροφή είχε μείνει πια κι έφτανε, φάνηκε το σπίτι επιτέλους στη σκονισμένη άκρη του δρόμου. Κάτι γλαδιόλες λόγχιζαν με τα μυτερά φύλλα τους τα σκοτάδια, μια λεία πέτρα στο κεφαλόσκαλο έδειχνε περίεργα παγερή, όπως η καρδιά του εκείνη τη νύχτα. ‘Τι είπε ο γιατρός;’ ρώτησε σκύβοντας πάνω από το πυρωμένο παιδικό κεφαλάκι. ‘Δεν ξέρει σίγουρα’, είπε η μάνα με πανιασμένο πρόσωπο, ‘μα ανησυχεί. Εκανε ένεση κι είπε πως αν δεν πέσει ο πυρετός ως αύριο θα χρειαστουν εξετάσεις, νοσοκομείο’, παίδεψε τα δάκτυλα της μεταξύ τους. ‘Κάθησε να σου βάλω να φας.’ Εβαλε δυο μπουκιές στο στόμα του να στιλωθεί, ήπιε νερό, πολύ νερό, μα που να σβήσει η φωτιά που του’καιγε τα σωθικά. Αναψε τσιγάρο και συλλογιζόταν. Η γυναίκα του έβαζε κρύες κομπρέσες στο μέτωπο του μικρού. Οι μεγάλοι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της και τα πρησμένα βλέφαρα πρόδιδαν τα δάκρια και την αυπνία της. Κλείστηκε στο υπνοδωμάτιο να μη βλέπει. Αύριο θα ζητήσει να φύγει νωρίτερα για να μπορεί να τρέξει το παιδί στο νοσοκομείο αν χρειαστεί. Κι από λεφτά άστα, τρεις μήνες τους έχουν απλήρωτους, έπεσε η τιμή του χάλυβα τους εξήγησαν, το εργοστάσιο δεν πάει καλά, έπρεπε να γίνουν θυσίες για να μη χάσουν τις δουλειές τους, δυό δεκάρες που είχε βάλει με πολύ κόπο στην άκρη ίσα-ίσα τους βάστηξαν αυτούς τους τρεις μήνες. Μα τώρα θα χρειαστούν γιατροί, φάρμακα, βενζίνες. Τι ξέρουν αυτοί από μετοχές του χάλυβα, τι ξέρει ο χάλυβας από ανθρώπινη ανάγκη… ‘Το παιδί να γίνει καλά μονάχα’ σκεφτόταν. Ηθελε να προσευχηθεί μα ένιωθε βρώμικος. Η ιστορία με την Ελένη κράταγε πέντε χρόνια τώρα. Δε φέρθηκε τίμια στη γυναίκα του, η ντροπή τον βάραινε γι’αυτό, μα ούτε και στην Ελένη είχε φερθεί αντρίκια. Πολλές φορές είπε να το τελειώσει, να λυτρωθεί από τις τύψεις που τον βασάνιζαν, λίγο καιρό προσπαθούσε μα δεν άντεχε πάνω από μήνα και γύρναγε πάλι πίσω σ’εκείνη. Και μόνο τότε μπορούσε να νιώσει χαρά, παλεύοντας ταυτόχρονα με τις τύψεις του. Μα ήταν συνείδηση γι’αυτόν πιά πως οι δυο τους, όσο κι αν φαινόταν παράταιρο, έφτιαχναν μια σύνθεση απόλυτα φυσική και απαραίτητη, όπως το φως και το σκοτάδι χύνονται αργά το ένα μέσα στο άλλο σαν ήσυχα ποτάμια για να φτιάξουν τον κόσμο. Ετσι είχαν έρθει τα πράγματα και το’χε πάρει απόφαση πια. Μα δεν του’βγαινε να πει την προσευχή. Και χαμένο μέσα σ’αυτές τις σκέψεις τον πήρε ο ύπνος.

Τόσες μέρες που το παιδί της ήταν άρρωστο ούτε για μια στιγμή δε σκέφτηκε τον Αργύρη, ούτε την ένοιαξε καθόλου αν άργησε, αν ήταν εκεί ή αν δεν ήταν, δεν έκλαψε στον ώμο του, δεν αποζητούσε την παρουσία του, αντιθέτως η σιωπηλή του απέχθεια για τις ασθένειες και τις στεναχώριες της προκαλούσε εκνευρισμό και περιφρόνηση. Ηξερε πως μπορούσε να στηριχθεί πάνω του, πως εκείνος θα έκανε ό΄τι χρειαζόταν, το’ξερε αυτό. Μα η δειλία του της ήταν ανυπόφορη. ‘Πφφ! Αντρες!’ έλεγε και ξανάλεγε από μέσα της. Οι άντρες στο μυαλό της ήταν υποδεέστερα πλάσματα που από κάποιο είδος κοινωνικής αδικίας βρέθηκαν να διαφεντεύουν τη γυναίκα.  Κατά τη γνώμη της μονάχα στη μυική δύναμη είχαν υπεροχή. Ούτε το συγκεντρωμένο μυαλό της γυναίκας είχαν, ούτε τη σταθερότητα, ούτε την αφοσίωση, ούτε την ψυχική αντοχή στον πόνο και τις κακουχίες. Εφερναν όμως το ψωμί στο σπίτι κι αυτό ήταν σημαντικό. Για όλα τούτα λοιπόν δε λαχταρούσε τον άντρα της στο σπίτι και δε δυσανασχετούσε όταν ο Αργύρης έλειπε όλη μέρα, τι να τον κάνει μέσα στα πόδια της ενώ έχει τόση λάτρα, καλύτερα να λείπει! Σάμπως κι όταν ήταν εκεί σε τι χρησίμευε, με μια εφημερίδα στο χέρι αραχτός να ρουφάει εκνευριστικά τον καφέ. Τον αγαπούσε άραγε; Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί. Ναι, τον αγαπούσε. Τον αγαπούσε όπως οι περισσότεροι αγαπούν ένα σκύλο, ένα χρήσιμο αντικείμενο, μια συνήθεια, ένα επιπόλαιο και κακομαθημένο ανήψι, ένα οικογενειακό κειμήλιο. Είχε την αξία του και κυρίως, τη χρησιμότητα του. Και μέσα από αυτή τη χρησιμότητα γεννιόντουσαν συναισθήματα για εκείνον, κι επειδή ήταν γυναίκα που τα’παιρνε όλα όπως ερχόντουσαν, χωρίς αντίδραση, αποφάσισε πως επειδή ήταν ο άντρας της έπρεπε να συνεχίσει να τον αγαπά, ήταν καθήκον της. Ο γιός της ήταν ο σκοπός της ύπαρξης της, μονάχα αυτός.

Ο πυρετός έπεσε τα χάραμα, όταν ο Αργύρης είχε ήδη φύγει για το εργοστάσιο. Τον περίμενε να γυρίσει νωρίς για να του πει τα καλά νέα. Φιλούσε το παιδί της ξανά και ξανά, έλουσε το ιδρωμένο του σώμα, τον άλλαξε, τον χτένισε. Ο εφιάλτης είχε τελειώσει. Ο γιός της ανάρρωνε. Ηταν καλά, ήταν εκεί. Και ήξερε πως όσο ήταν εκεί, εκεί θα γύριζε κάθε βράδυ κι ο άντρας της. Ακόμα και τις νύχτες που εκείνος αργούσε, ήξερε πως ο Αργύρης θα γυρίσει αργά ή γρήγορα στο σπίτι του. Κι ούτε ρώταγε που ήτανε και βούλωνε τ’αυτιά της στα κουτσομπολιά. ‘Στο κάτω-κάτω άντρας είναι’ έλεγε, ‘κι αν ξεχνιέται πότε-πότε δε χάλασε κι ο κόσμος!’ Μια φορά στο σπίτι του γυρνούσε πάντοτε στο τέλος της ημέρας, κι αυτό ήταν το σημαντικό. Οι μέρες της ζωής της περνούσαν χωρίς συγκινήσεις, παρά μονάχα με λαχτάρες, όμοια με τα πουλιά που καθόντουσαν στη ροδακινιά του κήπου, άλλα έφευγαν κι άλλα κατέφθαναν ολοένα αλλάζοντας σαν τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια, μα πάντοτε υπήρχαν εκεί πουλιά και τα κελαηδίσματα ακουγόντουσαν πάντα ίδια ή σχεδόν ίδια. Κι έτσι η ζωή άνοιγε δρόμο τσαλαπατώντας τα όνειρα της. Μια ζωή πεζή και ήσυχη.

Είναι μια στιγμή που μπροστά της αλλάζει η έννοια του χρόνου. Είναι μια κραυγή που επαναλαμβάνεται. Που διώχνει τα πουλιά. Και μετά μια σιωπή ανυπόφορη που σε ξεγυμνώνει απ’τις αισθήσεις σου. ‘Δεν έφταιγε η μηχανή’ είπαν από το εργοστάσιο, ‘ήταν ανθρώπινο λάθος’, είπαν. Μοιραίο λάθος. Ποιος να το’λεγε. Η ζωή δεν είχε πια το χρώμα της ντροπής ή της ελπίδας. Δεν ήταν πια πεζή. Ούτε ήσυχη.

*

©Μαριλού Νικολαίδου
φωτο©Στράτος Φουντούλης,