Ολβία Παπαηλίου, Μπερενγκάρια [επιστολή Ένατη]

Αρχείο 02/12/2015

Εσύ που με τα χέρια και με τραγούδια της αβύσσου, Βασιλιά μου –

Ω,που χορεύεις την ψυχή μου, έρχομαι και στα πόδια σου καθίζω και μου σκουπίζεις όλα δάκρυα, άλλοτε με τη γλύκα σου με παίζεις σαν ταμπουρίνο και αυτό – απογειώνει σε αναμμένες πίστες την καρδιά μου, και το κορμί μου άλλοτε καταστερίζεις και άλλοτε με κάνεις να βουίζω σαν τη θαλασσινή σπηλιά (τις έχετε άραγε ακούσει, όταν μικρούλη σας πήγαιναν στις πιο ρομαντικές ακρογιαλιές με τους ληστές που οδηγούσανε τα πλοία στο χαμό πάνω στα βράχια, και τα νερά ανεβοκατεβαίνουν στις παλίρροιες και χάνονται, βρίσκονται τα συντρίμια και θα ορμούσανε οι δικοί σας στο κοντραμπάντο – και τότε, ήθελ’ έπεφτα στα χέρια σας, ορκίζομαι θα έμενα). Τώρα, ως έχουμε – βρεθήκαμε δοσμένοι στο Θεό – στο Ινσαλλάχ του. Και έτσι, σε κείνες τις δικές μας δικές μας ώρες, όταν σε έβρισκα ξανά, αφού είχες θελήσει και αγαπήσει τον αδερφό μου, τελικά αγάπησες κι εμένα, ίσως ακόμα και να θέλησες να με κυλάς στ’ αγκάθια, θέλει ιδείς άμα σε δέχομαι για άντρα μου και ότι σ’ εμπιστεύομαι να μου σκουπίζεις και τα νεοσσά τα δάκρυα ακόμα (αχ, μάτια μου γλυκά, πικρή χαρά μου!).
Με είχανε καλέσει στα σαλόνια της πρώτης θέσης: σε κείνα τα δικά τους θεατρόνικα, στο δείπνο στο ας πούμε Υπερωκεάνιο, ας πούμε διάσκεψη κορφής των μαγισσών, ένα απλό μνημόσυνο μιας εποχής που πέρασε. Δεν έτυχε η συγκυρία να φέρει το να πάω τελικά, ήθελε ο αέρας και με χώρεψε αλλιώς. Πρέπει να έχει πάντοτε κανείς σιμά και το δοκιμαστή του, όταν οι εποχές αλλάζουνε, Πασά μου – τα έμαθα αυτά σ΄όλες εκείνες τις Αυλές: είτε στην Κύπρο που με οδήγησες, όταν στην πιο μεγάλη αγκαλιαπαλάμη σου με κράτησες και έτσι πια γλυκά με αναγνώριζες ως διεφθαρμένη από μήλο κι από φίδι, και τις πιο μυστικές σου σκέψεις όλες μου οι κλωστές και οι βαθειές πληγές μου αναγνώριζαν – κλωστές που με αυτές θα κένταγα σαν την μικρή καλόγρια, κι οι άλλες που σα μαριονέττα θα ήταν δοσμένες στο δεξί σου χέρι, και στο αριστερό, και σ΄όποιο κέφι σου θα σου χαμογελούσε. Και τόσο τρυφερός, της απαράμιλλης σκληρότητας του ήθους, πώς με ηθοποιούσες σαν την προσευχή και σαν τους πιο μεγάλους εξευτελισμούς δοκιμασίας (είτε απλώς και μόνο επειδή έτσι θα έπρεπε να γίνει, για λόγους θεραπείας). Και σε ευγνωμονώ, Θεέ μου, που με κρατάς με το σκυλοκολάρο και την καλή χαβιά στο ένα πόδι, είτε να πρέπει και να δείχνομαι στον άνεμο που ήθελε να του το κελαηδήσω βιβλικά, να με γνωρίσει ανάμεσα σε δείχτη και σ΄αντίχειρα δικιά του πεταλούδα κρατημένη. «Ποιός να στα έχει ανακατέψει τα μαλλάκια, βρωμοκόριτσο – κι εσύ καθόσουνα και το αποζητούσες, χαιρόσουνα» μου λέει το ανέμισμα – μάθε λοιπόν, μου λέει ο Αέρας – πως ήμουν πάντοτε εγώ, και πάντα θα΄μαι, και σ΄έχω σφραγισμένη και για μένανε κομμένη στο λαχνό. Και έτσι, με τα ψιθυρίσματα αυτά, με παρηγόρησε – είν’ ο καλός μου που με θέλει όχι μονάχα να με σέβεται μα για να με λατρεύει – και πώς να μην τονε λατρέψω πάντα εγώ – σ΄όλο το μεγαλείο του Εραστή που θα σφραγίσει την καρδιά και κάθε μυστική πτυχή του πιο φλοιού του εγκέφαλου με τη βαθύτερη σφραγίδα του χαδιού.
Το μεθυσμένο σου καράβι με έχεις κάνει – το ξέρουνε μέχρι κι οι αλυκές μας εκεί στο βόρειο νησί, στη νήσο Μαν, του Άντρα που μου χάρισ’ ο Θεός, το Μόνο Γιο του το διπλά Μονογενή. Μια συννεφιά ρόδινα όνειρα-φλαμίγκος έρχονται σ’ έναν κήπο στη Σκωτία, εκεί που ήτανε οι μεγαλύτερες μπλε παπαρούνες των Ιμαλαΐων, επίσης τα ροδόδεντρα, τα χέρια σου, επίσης οι σταυρολεξένιες Φριτιλλάριες Μελεάγκρις (όποτε είσαι Πλούτωνας είμαι η Περσεφόνε Πασιέντζα). Τα χείλη ταφιλιάσου. Τα δάχτυλά σου που με δύναμη και τέχνη παραβιάζουν κλειδαριές. Η Φριτιλλάρια του Αυτοκράτορα, τα Δάκρυα της Παναγιάς – από την πεισμωμένη περηφάνεια της Κόρης που κεφάλι αυτή δεν έσκυβε – χορεύει τώρα με τον άνεμο σκυμμένη, με τα μαλλιά λυμμένα στη μαγεία Σου, Αυτοκρατορική. Να με θυμάστε, σας παρακαλώ, όποτε σας καλούνε να τελέσετε τους γάμους των γαλαζοαίματων ανέμων και κάθε νεαρού αρχοντοκουταλάτου που έχει η γενιά του παρεκκλήσι ιδιωτικό – δακρύσετε για μένα ως μητέρα, Κεντιστή μου. Κι απέ, να στείλετε μαντάτο να με φέρουνε, ή έρχομαι εγώ με τον αέρα, καβαλώντας.

Δική σας,

*
© Ολβία Παπαηλίου, 2013
Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της συγγραφέα