Αρχείο 11/01/2016
όταν πέθανε είχε το γιο της
θέλω να πω, μ’ αυτόν πενθούσε την πεθαμένη μάνα της
τον κρατούσε μπροστά της μέσα στην εκκλησία
κάποιος τον άρπαξε από την αγκαλιά της
μη βλέπει είπαν
δεν ξέρανε που ήδη είχε ζητήσει όπως της παρήγγειλαν οι ίδιοι να μην ανοιχτεί το καπάκι υπακούοντας στη δική τους επιθυμία μη τους πάρει ο φόβος· φοβιτσιάρηδες· και πως το είχαν καμουφλάρει στο να μείνει η εικόνα της μάνας της όπως πριν τον θάνατο όπως έξω από το φέρετρο στ’ αρσενικό
εκείνη πάλι ήθελε να δει να ξέρει να μάθει να καβατζάρει τη ζωή και μ’ αυτή την εικόνα
όταν εξαφανίσανε το γιο της από την αγκαλιά της έμεινε μόνη
τα κενά δίπλα της ήταν άνθρωποι κοντινοί της
κανένας δεσμός δε την κρατούσε κοντά τους εκείνη τη στιγμή
μια γεννημένη μοναχή και που τέτοια στάθηκε σε όλη τη ζωή της
εκείνη πενθούσε με το γιο της
οι άλλοι κλαίγανε
εκείνη είχε μόνον αυτόν
στο θάνατο του πατέρα της είχε τη μάνα της
μαζί πενθούσανε
πένθος από τα βαριά
κλειστά παντζούρια καθρέφτες σκεπασμένοι με υφάσματα τηλεόραση κλειστή ραδιόφωνο επίσης
μια βραδιά που δεν μπορούσε να υποφέρει τα κενά, άναψε να δει λίγη τηλεόραση
της επιτέθηκε
την έσβησε
μείνανε αμίλητες
έμαθε έτσι τον μεγάλο πόνο να μην τον μιλάει
μόνο να τον νοιώθει
όλα τα μεγάλα μόνο τα νοιώθει – δεν τα εκφράζει
φτιάχνει ένα κουκούλι μπαίνει μέσα μαζί τους τα κανακεύει να την πληγώνουν τα ζει κι όταν τα χορτάσει βγαίνει αφήνοντας ένα κομμάτι της να τους ανήκει μέσα κι ένα άλλο έξω στον αέρα μαζί της
είχε και τους μαθητές της
τον Σπύρο στο φροντιστήριο
θα περάσει, είπε ένα απόγευμα εκεί έξω από το γραφείο των καθηγητών
πέρασε
πέρασε μετρώντας τις μέρες που περίμενε να ακούσει 3 παρά μεσημέρι την αυλόπορτα του πατρικού να κλείνει πίσω από τον πατέρα που επέστρεφε από τη δουλειά του
τον Σπύρο τον ερωτεύτηκε
στα 23 αυτή
6 χρόνια πιο μικρός εκείνος
έτσι που φρόντισε να του τα “φτιάξει” με την Ρίτα
είχε και τον Κώστα
γειτονόπουλο γιο της Χρυσάνθης
ήρθε σπίτι
στη βεραντούλα του πατρικού όρθιοι μίλαγαν
οι άλλοι μέσα γέλαγαν πια
είχε περάσει η συνοδεία του νεκρού στη μνήμη ευφρόσυνων
η μάνα αμίλητη πικραμένη ενοχική μόνη
εκείνη απέξω
όταν πέθανε είχε το γιο της
θέλω να πω, μ’ αυτόν μαζί πενθούσε την πεθαμένη μάνα της
εννιάμιση χρονών παιδί
όταν τον πήραν από την αγκαλιά της στην εκκλησία κρέμασε τα χέρια στο πλάι κι έστεκε ακούγοντας τους άλλους να κλαίνε
εκείνη πενθούσε
ο γιος της πένθησε επαναλαμβάνοντας όσα του είχε δείξει η μάνα της
σκαρφαλώματα ιστορίες πήρε το λιονταράκι του μαζί του το κλώτσαγε
η μάνα της τον έλεγε λιονταράκι της
εκείνη το έβγαλε Σπύρο
στο ρόλο του στους τρεις μάγους εκείνης της χρονιάς στο σχολείο, αυτή έλειπε στο χειρουργείο στο μάτι της θειάς της
είχε υπολογίσει πως θα προλάβαινε
δεν πρόλαβε επειδή η θεια δεν ηρεμούσε γιατί κατουριόταν από το ζάχαρο που δεν είχε ρυθμίσει
δεν ήταν παρούσα που ο γιος της είπε: τι καλή χρονιά; για μένα ήταν η χειρότερη. πέθανε η γιαγιά μου.
δεν είδε ούτε το βίντεο
κατά λάθος μια μέρα πάτησε ένα κουμπί και σβήστηκε η γιορτή του παιδιού
μετά σύντομα ο γιος της την απέβαλε σχεδόν με μια φράση: αν η γιαγιά μου δεν μού το είχε πει αυτό εγώ δεν θα ένοιωθα έτσι
η μάνα της έλεγε συχνά ό,τι της είχαν μάθει: όταν εγώ λείπω εσύ θα στεναχωριέσαι που δεν έκανες αυτό κι εκείνο… όπου συνήθως το αυτό κι εκείνοήταν κάτι που αφορούσε την ίδια
έτσι έδεναν τον εαυτό τους πάνω στους άλλους οι άνθρωποι εκείνου του καιρού και περνούσαν στο άλλο μέλλον εξασφαλίζοντας αθανασία
μέσα από εμβόλιμα συναισθήματα
τότε ήταν που έμεινε τελείως μόνη
να περάσει στο άλλο μέλλον θνητή
κι όταν τα βράδια ξεχνιέται να σκέφτεται πως… αχ! δεν πήρα τη μάνα μου ένα τηλέφωνο να δω πως είναι και θα στεναχωρηθεί
εκείνη τη χρονιά είχε περισσότερους μαθητές αλλά δεν είχε κανέναν
Μητέρα άρρωστη βαριά. Γιάννης.
Μικρή ζωή, λίγα τα λόγια.
Αυτόν τον καιρό στο Έλλις Άιλαντ τα νερά παγώνουν.
Ο πάγος στο Έλλις με ενώνει και με χωρίζει από τον τόπο μου.
Εγώ είμαι στη Γιούτα.
Καπνίζω άφιλτρο από τον διπλανό στη βάρδια.
Τικ τικ τικ-τικ τακ, τικ-τικ τικ τακ
Μάλλον τρυποκάρυδος. Στη βελανιδιά αριστερά μου. Χτυπά το ξύλο.
Όπως ο άντρας στο τηλεγραφείο.
Τικ τικ τικ-τικ τακ, τικ-τικ τικ τακ. Γιάννης.
Μητέρα άρρωστη βαριά.
Δεν θα την προλάβω.
Πέθανε.
Εγώ δεν θα γυρίσω πίσω κι αυτή που σας μιλάω θα έχει γεννηθεί φέροντας το όνομα δυο αγαπημένων μου. Και τη σκιά τους. Και γνώση τους καμιά από μένα. Θα με έχει τραγουδήσει νεκρό και θάχει χαϊδέψει το μέτωπο της νεκρής της μάνας. Όταν η μάνα της πεθάνει θα έχει το γιο της. Θέλω να πω, μ’ αυτόν θα πενθήσει την πεθαμένη μάνα της. Το δισέγγονό μου. Οι άλλοι θα κλαίνε. Εκείνη θα πενθεί. Σε μένα θα καταφεύγει σαν ξωτικό τα σημάδια. Εγώ, ο Τάσος, θα εξακολουθώ να προστατεύω το μικρό κορίτσι με το όνομα της μάνας και της γυναίκας μου όπως όταν νεαρό στρείδι στα γόνατά μου άκουγε ιστορίες της ζωής για παραμύθια ._
Γιούτα
1903, Δεκέμβρης.
*
©Ασημίνα Λαμπράκου
φωτο©Στράτος Φουντούλης-agrimologos.com, “Νέα Ιωνία, Αθήνα 2012″
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.