Γιάννης Σκληβανιώτης, “Λόγια θάλασσα αμέτρητα” -ποίηση

Αρχείο 20/04/2016

fav-3

Περσόνα

Πρωτομάνα μου είναι. Στα νερά της, σαν ήμουν τρυφερός οι πρώτες μου
αποτυχημένες αποδράσεις απ’ τα θέσφατα τα πατρικά κι απ’ της μητρικής
άφεσης την τρυφηλότητα.
Σ’ αυτή, μέσα από νύχτας ρωγμή, αναδύθηκε βυθόσταλτη γυναίκα, που
σαν της έδωσα να κρατηθεί ραβδί αγέρα, έβγαλε χάους κραυγή δένοντας έναν
ακόμα κρίκο στην αλυσίδα.
Περιβλήθηκα τότε της γονικής κληρονομιάς το ένδυμα, με των λίθων τις γραφές,
και μόνασα σε ρασοφόρες ιδέες και μηρυκασμούς λόγων αλληλοσφαγμένων.
Μ’ αυτές πούλησα κι αγόρασα της χωματερής το ευ ζειν και καταναλώθηκα ιλαρός
σε χαύνες μεσημβρίες, ηδονικές εσπέρες και νόστους αμφιλύκης, κρατώντας
σπασμούς οδύνης πουλιών σε χούφτες πανικού.
Μ’ αυτές σεργιάνισα σε καντούνια νεφών, ιππεύοντας σε Ροσινάντι λυμφατικού τη ράχη. Παρακολούθησα πομπές και τελετές συγκινημένος από τη συγκίνηση μου.
Ήταν φορές που και τη σκοτεινή πύλη πλησίασα, κομίζοντας στη επιστροφή μου
τ’ αλάφιασμα του πρόκειται.
Μ’ αυτά πορεύτηκα και πορεύομαι. Λόγια θάλασσα αμέτρητα.
Αληθινά, κάλπικα, σιωπηλά, εκκωφαντικά, ικεσίας, ρητορικά, άναρθρα, εχθρικά, χυδαία, μουσικά, ερωτικά.
Ποταμός χωρίς φράγματα, προσχώσεις, ακβολές.
Ποταμός, ύλης νεφών, τροφοδότης.

(Από τη συλλογή «Περσόνα – Απόπειρες ζωής και προσεγγίσεις» εκδ. Καστανιώτη 2014)

*

Και είπε

Ιδού εγώ
ο ατελεύτητος ήχος του τίποτα και του υπάρχω
ως ίχνος της ομιλίας του σύμπαντος

Ιδού εγώ
η κοσμική σκόνη της τριβής των πλανητών
το αγγελόμορφο, το τελματώδες, το απολίθωμα
το τέκνο του χάους των αισθήσεων

Ιδού εγώ
ο οικοδόμος των κατεδαφίσεων
το μέγιστο του μηδαμινού

Ιδού εγώ
ο το ατίθασο της ερημίας μου ιππεύων
με του έρωτα τον καλπασμό

Ιδού εγώ
ο αείποτε αναζητών την έννοια μου

Ιδού εγώ
η ύλη του σκεπτόμενου μηδέν
η ύλη του φτιάχνω

(Από τη συλλογή «Αισθήσεις και παραισθήσεις» εκδ. Καστανιώτη 2015)

*
Των αγίων αμαρτωλών

Τα θαύματα σε αγίους αμαρτωλούς μόνο τυχαίνουν
Κάποια σαν αυτό που όταν είδες γυναίκα
άρχισες να βαδίζεις πάνω στη θάλασσα
και βρήκες στα κύματα κάτι δικό σου
ένα κομμάτι από το σώμα σου από καιρό χαμένο
κι αυτή με το δάχτυλό στα χείλη μη και το θαύμα χαθεί
παρακαλούσε σιωπή
Ή πάλι πως βίωσες τη μέρα που δεν υπήρξε στο χρόνο
που μόνο τ’ άνεμου τ’ αγκάλιασμα
τα πλέοντα αστέρια
των ανθών και των καρπών το αναστάσιμο
κι οι συντεχνίες των πουλιών την μαρτυρούσαν

Και πώς να πείσεις για τούτα τους ιερείς των αριθμών;

(Από τη συλλογή «Αισθήσεις και παραισθήσεις» εκδ. Καστανιώτη 2015)

*

©Γιάννης Σκληβανιώτης
φωτο©Στράτος Φουντούλης. Λέρος 2007.

vintage_under2