Αρχείο 02/06/2016
Οι πεταλούδες από το στομάχι μου, στον ιστό της αράχνης
λικνίζονται, αιωρούνται, τραμπαλίζοναι
πάνω – κάτω
υψώνονται απ’ τη πιθανότητα της διαφορετικότητας –πάνω-
έλκονται απ’τη βαρύτητα της έξης –κάτω-
σε δίχτυα που ξέρασαν έντομα χωρίς φτερά
πάνω –κάτω διεκδικούν μιαν άνοιξη.
[πάντα χαζές πεταλούδες κατάπινα]
Πλησιάζει αργά, με μια ψευδαίσθηση οικειότητας, η αράχνη
τις αγκαλιάζει, τις κουνάει με της Μήδειας τη στοργή πάνω – κάτω
έρμαια στο βωμό της
με μία τελευταία αναλαμπή άνοιξης απ’ τ’ άγγιγμά της.
Τις κατασπάραξε!
[Τώρα πρέπει να δεχτούν, πως θα ξαναγεννηθούν κάμπιες]
ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΑΣ
Χρώματα αφανέρωτα του Προμηθέα τα δώρα
πεθαίνω για να μεταμορφωθώ
πενθώ τον θάνατό μου
στολίδια στο κουφάρι μου τ’αόρατα χρώματα
είμαι ο κορμός, είμαι το φύλλο, είμαι ο βράχος
είμαι η ανυπαρξία της ίδιας μου της ύπαρξης, που διεκδίκησε ταύτιση.
Έρποντας στην αγάπη θηρίων που προσπέρασαν
η έστω στην οργή τους
είμαι το χώμα, είμαι η πέτρα, είμαι το ξύλο
είμαι μια ακανόνιστη ομοιομορφία απόλυτης περιφρόνησης.
[Τι να τα κάνω τα χρώματα που προσαρμόζω σε καλούπια; Φτερά θέλω!]
*
©Άννα Κυριτσιοπούλου
Εικόνα, Jacob Meydenbach, Mainz (1491)
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.