Αρχείο 17/11/2016
«Πότε θα σταδώσει τα λεφτά;»
«Μέχρι τέλος του μήνα».
«Μέχρι τέλους του μήνα;»
«Έτσι είπε».
«Τι έτσι είπε ρε. Δουλεύεις σαν το σκυλί και είσαι απλήρωτος τρεις μήνες. Τσέτουλα έχουμε μείνει. Φράγκο», είπε.
«Και τι θες να κάνω;»
Σήκωσε το φλιτζάνι, ήπιε μια γουλιά καφέ και έβγαλε από το πακέτο ένα τσιγάρο.
«Δεν σου έχω πει να μην καπνίζεις εδώ μέσα. Τεκέ το ‘χεις κάνει. Ανάσα δε μπορώ να πάρω».
Άφησε το τσιγάρο στο τραπέζι. Το κυλούσε δεξιά κι αριστερά. Του έδωσε μια σπρωξιά και αυτό έπεσε κάτω. Έσκυψε και το έβαλε ανάμεσα στα χείλη του.
«Στο τέλος του μήνα. Καλά για μαλάκα σε περνάει; Να του πεις σήμερα ότι θες τα λεφτά σου. Το πολύ στο τέλος της βδομάδας. Να το κάνεις. Άντε μην τον πάρω εγώ τηλέφωνο και τον ξεχέσω», είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι.
Ο Τάκης σηκώθηκε και εκείνος αποτελειώνοντας τον καφέ του στα όρθια.
«Φεύγω», είπε και την πλησίασε. Προσπάθησε να την φιλήσει αλλά η Ελένη γύρισε από την άλλη. Την απελευθέρωσε από τα χέρια του. Φόρεσε το μπουφάν του και άνοιξε την πόρτα. Καθώς κατέβαινε τα σκαλιά την άκουσε που φώναζε: Σήμερα να του το πεις. Σήμερα. Ακούς;
Βγήκε έξω από την πολυκατοικία. Η μέρα είχε πάρει το γκρι χρώμα της. Ίσα που είχε ξημερώσει. Τα μαγαζιά δεν είχαν ακόμα ανοίξει, μόνο λιγοστοί διαβάτες στο δρόμο. Κι αυτοκίνητα. Φορτηγάκια που μετέφεραν γάλα στους φούρνους, άνθρωποι που ετοίμαζαν το πρωινό της πόλης.
Περπάτησε στο πεζοδρόμιο μέχρι να φτάσει στην στάση. Ένα αυτοκίνητο πέρασε με την μουσική τέρμα. Τα τζάμια του κοπανιόντουσαν από τον θόρυβο και το ίδιο έκαναν και τα αυτιά του Τάκη. Μέσα ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα. Ο άντρας γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια του ήταν κόκκινα από το ξενύχτι, το αλκοόλ και τους καπνούς.
Ο Τάκης πήγε λίγο πιο μακριά από το φανάρι. Αυτό πρασίνισε και το αυτοκίνητο με το ζευγάρι χάθηκε, μαζί του και ο δυνατός θόρυβος.
Στην στάση άρχισαν να πλησιάζουν κι άλλοι άνθρωποι. Μια κοντούλα γριά, με ένα μαντήλι στο κεφάλι για να μην της θερίζει ο αέρας τα αυτιά, δυο νεαροί, και ένας γέρος.
Οι νεαροί έπιασαν κουβέντα. Μάλλον γνωρίζονταν. Ο Τάκης δεν καταλάβαινε την γλωσσά τους. Το μόνο που καταλάβαινε ήταν ότι τα πρόσωπά τους είχαν την ίδια όψη με την δική του.
Η γριά κάθισε στο παγκάκι της στάσης. Ο γέρος έκοβε βόλτες πάνω κάτω. Δεν σταματούσε. Περπατούσε σα να έκανε παρέλαση. Με στητό παράστημα, και βήμα ανοιχτό.
Εν δυο ένα. Εν δυο ένα.
Το κεφάλι του ψηλά, και δως του παρέλαση. Ο Τάκης έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο. Το άναψε και φύσηξε τον αέρα προς τα πάνω. Οι δυο νεαροί τον πλησίασαν. Ο ένας του έκανε νόημα, του έδειχνε το τσιγάρο.
«Τι;» ρώτησε ο Τάκης.
Ο νεαρός συνέχισε να δείχνει το τσιγάρο.
«Τσιγκαρέτο», είπε.
Ο Τάκης έβγαλε δυο τσιγάρα από το πακέτο και του τα έδωσε.
Ο νεαρός έβαλε το ένα τσιγάρο στο στόμα του και σήκωσε τον αντίχειρα του. Κουνούσε τον αντίχειρα πάνω κάτω, κοντά στο στόμιο του τσιγάρου.
Ο Τάκης έβγαλε και του έδωσε τον αναπτήρα. Εκείνος άναψε και τα δυο τσιγάρα και πήγε κοντά στον άλλον. Η γριά αναστέναξε. Ο γέρος έκανε παρέλαση.
Οι δυο νεαροί πήγαν και κάθισαν δίπλα της, στο παγκάκι της στάσης. Ο γέρος σταμάτησε το βήμα. Εν δυο ένα.
Τους πλησίασε. Έκατσε πάνω από το κεφάλι τους και τους κοιτούσε. Οι νεαροί κάπνιζαν και μιλούσαν μεταξύ τους.
«Για σηκωθείτε», είπε ο γέρος. Εκείνοι σήκωσαν το κεφάλι τους.
«Σηκωθείτε», είπε.
Τον κοίταζαν, χωρίς να καταλαβαίνουν. Ο γέρος έπιασε τον έναν από τον γιακά και τον σήκωσε. Ο νεαρός έπιασε το χέρι του και το πέταξε από πάνω του.
«Ουστ από δω τσογλάνια. Θα φωνάξω την αστυνομία», είπε ο γέρος.
Δεν καταλάβαιναν. Ο γέρος έπιασε αυτόν που είχε σηκώσει και ξεκίνησε να τον σπρώχνει. Εκείνος έδιωχνε τα χέρια του αλλά αυτός όλο και έσπρωχνε.
Γύρισαν και οι δύο τις πλάτες τους και έφυγαν ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω τους. Χάθηκαν ύστερα μέσα στα στενά.
Ο γέρος κάθισε στο παγκάκι κοντά στην γριά.
«Κατάλαβες», μουρμούρισε. Η γριά δεν είπε τίποτα, παρά μόνο αναστέναξε. Ο Τάκης κάπνισε το τσιγάρο και πέταξε την γόπα κάτω. Ο γέρος σηκώθηκε και άρχισε να παρελαύνει πάλι. Εν δυο ένα.
Το λεωφορείο έφτασε. Το φως του ήλιου έδινε στην μέρα ένα κίτρινο χρώμα.
Ο Τάκης βρήκε θέση να κάτσει. Δεν είχε πολύ κόσμο μέσα. Κάθισε και ο γέρος κι η γριά. Σε μακρινές θέσεις αναμεταξύ τους.
Ο Τάκης ακούμπησε το κεφάλι του στο τζάμι. Το λεωφορείο βούιζε μέσα στους δρόμους και έτριζε. Ανά κάθε στάση φόρτωνε κι άλλους που πήγαιναν στην δουλειά. Έμπαιναν μέσα αμίλητοι με σκυθρωπά πρόσωπα.
Όλο το λεωφορείο έμοιαζε με καμιόνι, με ανθρώπους που πάνε για εκτέλεση.
Ο Τάκης κοιτούσε απ’ έξω τον δρόμο που σαν δραπέτης έφευγε μακριά του. Και την μέρα. Μια ακόμη κίτρινη μέρα φορτωμένη πάνω στις υπόλοιπες.
Έφτασε στην στάση του. Η πόλη τώρα ζωντάνευε. Πιο πολλά αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν στον δρόμο. Πιο πολλοί άνθρωποι περπατούσαν στο πεζοδρόμιο.
Ξεκλείδωσε το λουκέτο και σήκωσε τα κάγκελα. Άναψε τα φώτα και άρχισε να βγάζει από το ψυγείο τα κρέατα. Έβαλε τις μοσχαρίσιες σε πρώτη θέα, τα συκώτια, τα λουκάνικα και τα κοτόπουλα.
Στα τσιγκέλια της βιτρίνας, κρέμασε δυο αρνιά που ταξιδεύουν από το ψυγείο στην βιτρίνα μέρες τώρα.
Αυτά τα αρνιά είναι φίλοι του. Οι μπριζόλες, τα συκώτια και τα λουκάνικα όχι. Αλλά αυτά τα αρνιά είναι ολόκληρα. Έχουν τα πόδια τους, το κεφάλι τους, την ουρά τους.
Το μόνο που δεν έχουν είναι τρίχωμα και ζωή.
«Έλα κάτσε εσύ εδώ τώρα, και εσύ εδώ», λέει καθώς κρεμάει τα αρνιά στα τσιγκέλια.
Παρατηρεί το μάτι των αρνιών. Εκπέμπει φρίκη. Έτσι θα μοιάζουν και τα δικά μου μάτια λίγο πριν πεθάνω, σκέφτεται.
Ψήνει έναν καφέ στο γκάζι και κάθεται στο γραφείο του Νώντα.
Παίρνει το τασάκι κοντά του κι ανάβει τσιγάρο. Ανοίγει το μικρό ραδιόφωνο και περιμένει.
Λιγοστοί πελάτες έρχονται πια και όλο θέλουν βερεσέ ή παζάρι. Ο Νώντας του έχει πει: Τίποτα από τα δυο. Ας μείνουν στο ψυγείο να σαπίσουν τα κρέατα. Τι είμαστε εδώ, φτωχοκομείο;
Θυμάται μια Μεγάλη Παρασκευή που έκανε δώρο σε μια γριά μια συκωταριά. Την είχε λυπηθεί έτσι που τον κοίταζε με τα μαύρα μάτια της. Του θύμισε την μακαρίτισσα τη μάνα του. Έτσι τον κοιτούσε κι αυτή όταν ήταν στο νοσοκομείο. Όταν το έμαθε ο Νώντας πυρ και μανία έγινε. Τα κράτησε απ’ τον μισθό του.
Κάθεται και περιμένει τον κόσμο που δεν πρόκειται να έρθει. Και γιατί να το κάνει; Τα σουπερ μάρκετ έχουν πιο φτηνές τιμές.
Πρέπει και γω να φύγω αποδώ, σκέφτεται. Εδώ δεν βγαίνει φράγκο.
Ο ήλιος ανεβαίνει ψηλά και μεσημεριάζει. Ο Τάκης μετράει τα λεφτά στο ταμείο. Οκτώ ευρώ. Ποιος τον ακούει πάλι το Νώντα. Αλλά και τι να κάνει; Αυτός φταίει που οι άνθρωποι δεν ψωνίζουν;
Τον έχει πιάσει μια πείνα. Βλέπει τα λουκάνικα και του τρέχουν τα σάλια.
Παίρνει τηλέφωνο σπίτι.
«Ναι».
«Έλα Ελένη. Τι θα μαγειρέψεις σήμερα;»
«Θα μαγειρέψω όταν θα έχω λεφτά να ψωνίσω», λέει εκείνη.
«Σήμερα. Σήμερα θα πάρω ότι μαζέψει το ταμείο».
«Να σε δω», λέει εκείνη και κλείνει το τηλέφωνο.
Ο Τάκης σηκώνεται από το τραπεζάκι και πάει κοντά στα αρνιά.
Παρατηρεί τα δόντια τους που προεξέχουν. Τα φρικιαστικά μάτια τους. Τα πόδια τους που είναι δεμένα μεταξύ τους. Μια τομή από χασαπομάχαιρο, που ο ίδιος είχε κάνει, αφήνει τα σπλάχνα τους εκτεθειμένα.
Και η ούρα τους. Η ουρά τους τον συγκινεί πιο πολύ. Έτσι σηκωμένη που είναι, σαν ένδειξη χαράς. Αλλά ακίνητη και άκαμπτη.
Πλησιάζει απόγευμα και όλα κι όλα που έχει το ταμείο είναι κάνα εικοσάρικο.
Θα τα ζητήσεις. Θα πεις στο Νώντα ότι τα χρειάζεσαι. Θα του πεις ότι τα έχεις ανάγκη. Θα του πεις ότι σε έχει τόσο καιρό απλήρωτο. Θα του πεις πως δεν έχετε να φάτε. Όχι. Αυτό καλύτερα ας το, λέει στον εαυτό του.
Αρχινάει να τακτοποιεί τα κρέατα που έμειναν στο ψυγείο. Έξω στο δρόμο παγωνιά. Μέσα στο ψυγείο παγωνιά. Τον κουράζει το κρύο.
«Τάκη, ε Τάκη. Που είσαι;» ακούει.
Βγαίνει από το ψυγείο.
«Γεια σου Νώντα», λέει.
«Τι γίνεται; Είχαμε τίποτα σήμερα;» ρωτάει ο Νώντας.
«Κάτι ψιλά. Τα ίδια με χθες», λέει ο Τάκης.
Ο Νώντας πάει στο ταμείο και μετράει τα λεφτά.
«Δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα», λέει. «Έτσι μου έρχεται να το κλείσω το ρημάδι», συνεχίζει.
«Νώντα μήπως θα μπορούσα να κρατήσω την σημερινή είσπραξη;» ρωτάει ο Τάκης.
Ο Νώντας τον κοιτά για μερικά δευτερόλεπτα. Σιωπούν. Μιλούν με τα μάτια τους. Τα μάτια του Τάκη λένε: Σε παρακαλώ. Η ζωή μου κρέμεται από το «ναι». Ένα «ναι» καθορίζει την μοίρα μου. Και δεν ξέρω καν αν αξίζεις εσύ να κρατάς αυτό το «ναι» ανάμεσα στα χείλη σου.
«Τι λε ρε Τάκη. Δεν βλέπεις πόσα είναι; Τι να κρατήσεις;»
«Ρε Νώντα τόσο καιρό με ‘χεις απλήρωτο. Τουλάχιστον να κρατήσω τα σημερινά», λέει ο Τάκης.
«Άσε με ρε Τάκη. Εδώ σκέφτομαι να το κλείσω και συ μου λες να κρατήσεις και λεφτά από πάνω;»
«Τα έχω ανάγκη Νώντα. Δεν γίνεται. Πρέπει κάτι να μου δώσεις. Τα μισά έστω».
Ο Νώντας συνεχίζει να κρατά τα λεφτά στο χέρι του. Είναι ένα δεκάευρω, ένα τάλιρο και τα υπόλοιπα σε κέρματα.
«Τάκη δεν γίνεται. Σου είπα στο τέλος του μήνα».
«Ρε Νώντα. Δεν έχουμε να φάμε», λέει ο Τάκης και ένα αόρατο χέρι σφίγγει τα δάκτυλα του γύρω από λαιμό του. Η λαβή του κλείνει και ο Τάκης ασφυκτιά.
Ο Νώντας μένει σκεπτικός.
«Πάρε το ένα αρνί. Στο τέλος του μήνα θα πάρεις τα χρήματά σου», λέει ο Νώντας και φεύγει με τα λεφτά στην τσέπη του.
Το ένα αρνί; Θα σου δείξω εγώ τι θα πάρω, μονολογεί ο Τάκης.
Κατεβάζει το αρνί από το τσιγκέλι. Το τυλίγει καλά μέσα σε χαρτόνια. Παίρνει μια σακούλα και βάζει μέσα λουκάνικα, ένα κοτόπουλο, και μπριζόλες. Κλείνει τα φώτα. Κλειδώνει και λέει: Αι στο διάολο Νώντα.
Η Ελένη θα κατουρηθεί από την χαρά της. Θα ανάψω τα κάρβουνα και θα απλώσω πάνω στη σχάρα τα λουκάνικα, τις μπριζόλες και θα κάνουμε ένα γλέντι καλύτερο κι απ’ του γάμου μας. Θα σταματήσω να πάρω και κρασί. Κόκκινο. Κατακόκκινο. Με τέτοιο κρέας το κόκκινο κρασί πάει, σκέφτεται και κρατά σφιχτά το αρνί μέσα στο λεωφορείο.
Η μυρωδιά του δείχνει να ενοχλεί τον κόσμο γύρω του. Το βλέμμα τους φανερώνει περιέργεια. Ίσως και αποστροφή. Εκείνον δεν τον ενοχλεί. Την μυρωδιά την έχει συνηθίσει. Και το βλέμμα τους.
Τα φώτα των αυτοκινήτων κάνουν την πόλη να μοιάζει γιορτινή. Και έτσι νοιώθει και ο Τάκης. Καλύτερα κι από Χριστούγεννα.
Κατεβαίνει στην στάση του. Πάει στο ψιλικατζίδικο. Παίρνει ένα πλαστικό μπουκάλι κόκκινο κρασί.
«Γραψ’ τα κυρ Θόδωρε», λέει και βγαίνει από το ψιλικατζίδικο.
«Τι να γράψω; Τόσα λεφτά μου χρωστάς», ακούει τον κυρ Θόδωρο να φωνάζει ξοπίσω του.
Ο Τάκης όμως βιάζεται. Ανυπομονεί να δείξει στην Ελένη τι φέρνει. Χαίρεται σαν μικρό παιδί. Φτάνει στην πολυκατοικία. Ανεβαίνει τα σκαλιά και ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος.
«Ελένη, Ελένη. Που να στα λέω», φωνάζει.
«Ε, τι έγινε;» λέει η Ελένη που είναι τυλιγμένη στο μπουρνούζι της.
«Κοίτα, κοίτα τι έφερα», λέει ο Τάκης και τα μάτια του βουρκώνουν.
«Τι;»
«Κοίτα», λέει και απλώνει πάνω στο τραπέζι τα κρέατα και το αρνί.
«Κοίτα».
«Σε πλήρωσε;» ρωτάει η Ελένη.
«Κοίτα».
«Σε πλήρωσε;»
«Καλά σήμερα θα φάμε σαν βασιλιάδες. Παϊδάκια, λουκάνικα, μπριζόλες», λέει και χαμογελάει ενώ τα δάκρυά του αρχίζουν να καίνε τα μάτια του. «Κοίτα».
«Σε πλήρωσε;»
«Όχι. Όχι ακόμα. Στο τέλος του μήνα δεν σου ‘πα;»
«Ποιο τέλος του μήνα ρε άχρηστε».
«Πάω να ανάψω την φωτιά», λέει ο Τάκης και βγαίνει στο μπαλκόνι. Τραβάει την τσίγκινη ψησταριά στο άνοιγμα του μπαλκονιού, ανοίγει την σακούλα με τα κάρβουνα και ρίχνει κάμποσα μέσα της.
«Ποιο τέλος του μήνα ρε ηλίθιε;»
Ρίχνει οινόπνευμα και ανάβει τα προσανάμματα για να κοκκινίσουν τα κάρβουνα.
«Καλά θα φάμε σήμερα. Γλέντι», λέει ο Τάκης και η φωνή του τσακίζει. Αφήνει τα κάρβουνα να πάρουν μπρος και μπαίνει μέσα. Η Ελένη τον ακολουθάει.
«Ποιο τέλος του μήνα;»
Ο Τάκης ξεδιπλώνει το αρνί και πιάνει τον μπαλτά. Με το χαρτί, του καλύπτει τα μάτια. Κόβει μόνο τα παΐδια του αρνιού. Το υπόλοιπο το τυλίγει και το αφήνει στην άκρη. Με το αριστερό κρατάει την μια άκρη και με το δεξί κάνει κάθετες τομές για να τα ξεχωρίσει.
«Πρέπει να βγάλουμε τα ράφια από το ψυγείο για να χωρέσουμε το αρνί», λέει με πρόσωπο υγρό και με φωνή που ίσα ακούγεται.
«Ποιο τέλος του μήνα; Είσαι άντρας εσύ ρε; Είσαι άντρας; Που σε κάνει ο μαλάκας ο Νώντας ότι θέλει. Ποιο τέλος του μήνα ρε μαλάκα;»
Ο Τάκης συνεχίζει να ξεχωρίζει τα παΐδια.
«Καλά θα κάνουμε ένα γλέντι. Με τα όλα του».
«Δεν μ’ ακούς ρε; Κοιτάτε έναν άντρα που παντρεύτηκα. Εσύ δεν είσαι άντρας. Γυναικούλα είσαι», λέει η Ελένη.
«Πω πω. Έχω πάρει και κόκκινο κρασί. Να μες στην σακούλα είναι. Δες», λέει ο Τάκης και συνεχίζει να τεμαχίζει.
«Ανίκανε. Άχρηστε», λέει η Ελένη. Και λέει κι άλλα. Ο Τάκης δεν μιλάει παρά μόνο τεμαχίζει. Η Ελένη μιλάει κι άλλο. Λέει περισσότερα. Ο Τάκης πια δεν ακούει τις λέξεις. Ακούει μόνο ένα θόρυβο, μια βοή, και συνεχίζει να τεμαχίζει.
«Ε, ρε γλέντι που θα κάνουμε σήμερα», λέει και φτάνει στο τελευταίο παΐδι. Αλλά δεν σταματά. Συνεχίζει να τεμαχίζει. Πρώτα τις φάλαγγες των δακτύλων του, μία μία, ύστερα τον καρπό του, ύστερα τον πήχη του, τον τεμαχίζει σε πολλά κομμάτια. Θέλει να φτάσει μέχρι τα δικά του τα παΐδια. Να βγάλει έξω την κάρδια του, να την τεμαχίσει και να την δώσει στην Ελένη να την φάει.
Έτσι ωμη και κρύα, γεμάτη αίμα.
*
©Αντώνης Τζήμας
φωτο©Στράτος Φουντούλης, Edmonton, Canada 2011
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.