Αθηνά Χ. Λαζαρίδου, Θίσβη και Πύραμος

Αρχείο 19/04/2017

Ι.

Με
μιας
βουτούν
στους αφρούς
η Θίσβη πρώτη
κι ο Πύραμος ακολουθεί
κύματα κυνηγώντας στην Πέτρα του Ρωμιού.

Φανέρωνε στων τοίχων τις ρωγμές
τον έρωτά του· τώρα πια, σιωπά.
Σιγούν οι ψίθυροι με τις κραυγές,
η ώρα του θανάτου μον’ χτυπά.

Ομολογούσε πίστη τις στιγμές,
που βότσαλα μονάχα κωνικά
με τ’ αρχικά τους χάρασσε στικτές
γραμμές και τα πετούσε στα νερά.

Μα πια, στην κατισχύουσα σιωπή
η Θίσβη τον ζητά αν και νεκρό.
Σε ανακύκληση θεών Ωρών

τ’ αυτί ξανά κολλάει στη ρωγμή
στο στόμα της βυθίζει βότσαλο
να νιώσει την υφή των χαραγών.

fav-3

II.

Μες
σε
μαβιά
φορεσιά
οι χειμωνανθοί,
τα ία, χωρούν και τραγουδούν
τις πίκρες του θανάτου, τις γλύκες της ζωής.

Στα ιερά Ανθεστήρια, τη γιορτή,
τη δεύτερη ημέρα στο δειλινό
ανόρεχτα μετέχει στην πομπή,
μα πρέπει να τιμήσει τον Θεό.

Πως είναι θεϊκή επιταγή
ωσάν ανάθημα για τον νεκρό,
συμφώνησαν με εκείνη να σιγεί,
κι αρμόζον να κρατά ιοστέφανο.

Μια ευκαιρία σε μια απ’ τις στροφές
του δρόμου να χαθεί αναζητά
από νεκρούς μαζί και σιωπηλούς.

Και χρέη καταριέται κι οφειλές
προς τους νεκρούς, αν και ψιθυριστά,
την πάροδο μυρώνοντας μ’ ανθούς.

fav-3

III.

«Να
βρω
ζητώ
τον λόγο,
σεπτή Κυβέλη,
του αποχωρισμού εξ ου
εκ τυμπάνου εσθίω εκ κυμβάλου πίνω».

Ο Ίκελος τα βράδια ξεπηδά,
απ’ του Τομάρου τρέχει τις πηγές,
απ’ το βουνό γλιστρά στη θάλασσα,
βουτά στης πανσελήνου τις σκιές.

Το πρώτο ολόγιομο αναγεννά
και τις πιο άγονες απαντοχές
και Όνειρος τη Θίσβη δα ρωτά
«Ν’ αλλάξεις θα μπορούσες τις γραφές;».

«Εγώ αν ζήταγα να μ’ ορκιστεί
ποτέ να μη μ’ αφήσει μόνη μου
κι αν γκρέμιζα τον τοίχο των γονιών,

αν ήμασταν μαζί, ίσως τη ζωή
να διάλεγε κι ουχί τη μοίρα του
θανάτου, για εμένα να ‘ταν ζων».

fav-3

IV.

Στη
γη
νέο
φεγγάρι
φανερώθηκε,
ισχυρή φέρνει παλίρροια,
όσο σιμώνει τόσο φουσκώνει η θάλασσα.

Σε κάποια απάτητη, κρυφή ακτή
ανάμεσα σε βράχια κοφτερά
το θαλασσόξυλο έχει βρεθεί
παρασυρμένο από ρεύματα·

και το ρημάζουν τα ωχρόλευκα,
του βράχου στα δεξιά η εξοχή
τρυπά, του έτερου στ’ αριστερά
ρίχνει η εσοχή άλας στην πληγή.

Μα ξαφνικά μεταμορφώνεται
σε νεαρή το θαλασσόξυλο
γερμένη πάνω στης γης τους πηλούς.

Ανθώνας όλος ανεμώνες μπλε
σχεδιάζεται απάνω στον γιαλό
κι ο Λίβας πέταλα μαδά απ’ ανθούς.

fav-3

V.

«Σαν
να
περνούν
γρήγορα
οι ημέρες μου πια
και πιάνω τον εαυτό μου
να γελώ, κι ύστερα λίγο ντρέπομαι γι’ αυτό».

Φουσκώνουν τα λουλούδια στη ροδιά,
τα γόνιμα και τ’ άγονα μαζί.
Γεμίζει απ’ την άνοιξη ανθιά
για φθινοπωρινή συγκομιδή.

Στο χρώμα και τα δυο ειν’ πορφυρά,
το γόνιμο όμως σε κορμό ανθεί,
που στων ετών το πέρασμα βαστά,
κι έχει θωριά πιο μεγαλοπρεπή.

Στο μάζεμα πηγαίνει των ροδιών
η Θίσβη το πρωί με συγγενείς
και φίλους σαν να ‘ταν εορτασμός.

Κατόπιν ήρεμων βηματισμών
στον λόφο φθάνει κι από ‘κει ευθύς
διακρίνεται χαμηλά ο αγρός.

©Αθηνά Χ. Λαζαρίδου

φωτο©Στράτος Φουντούλης

vintage_under2