Αρχείο 17/05/2017
Τότε θα σκεπάσω
πρόσωπα και ονόματα
Ταντέους Ροζέβιτς
“Ποιήματα”
[Στην εφημερίδα του Λίμερικ, λίγες μέρες μόνο μετά το θάνατο του Στηβ, δημοσιεύονται στοιχεία για την δολοφονία. Ο δημοσιογράφος, ολοφάνερα σοκαρισμένος απ΄την απροσμέτρητη απώλεια, επιστρατεύει το είδος του χρονογραφήματος για να πει δυο λόγια. Όχι, κανείς δεν θα μπορούσε να μιλά μ΄ευθύτητα για τόσο επώδυνα πράγματα, όπως ο ξαφνικός θάνατος του Στηβ. Όλα τα φύλλα της εφημερίδας πουλήθηκαν σε μια ώρα απ΄την κυκλοφορία τους. Τα χαμίνια φωνάζουν σ΄όλους τους δρόμους, κανείς να μην απομείνει δίχως να ξέρει. “Ο Στηβ των κοριτσιών και των ωραίων ρόδων δολοφονήθηκε χθες βράδυ κοντά στην προκυμαία. Διαβάστε!”Μονάχα το σπουδαίο πετρελαιοφόρο πλοίο που πρόκειται να δέσει στο λιμάνι και σκεπάζει τις ζωές μας μπορεί να αποσπάσει για λίγο το νου μας από τον βίαιο θάνατο του ωραίου Στήβι.]
Και ποιος δεν έκλαψε για τον Στηβπου σκοτώθηκε χθες βράδυ στα ύποπτα στέκια του λιμανιού. Όλα τα κορίτσια τον θαυμάζανε. Απ΄το Λίβερπουλ ως μέσα βαθιά στο κάστρο του Ιωάννη συζητούν το φοβερό του θάνατο.
Την Κυριακή το πρωί, οι γυναίκες ντυμένες τα ολόμαυρα φουστάνια τους, θ΄αψηφήσουν τη βροχή και θα προσευχηθούν μ΄όλη τους την καρδιά για τον Στηβ. Πάνε μερικές μέρες που έπεσε μαχαιρωμένος σε κάποια πάροδο του λιμανιού. Είπαν πως η αιτία ήταν ένα κορίτσι. Κάποια γλυκιά δεκαεπτάχρονη που τηρεί το εθιμοτυπικό των πιστών καθολικών, μα είναι πληγές ανοιχτές τα δυο της ηφαιστειογενή μάτια.
Τ΄απόγευμα τα κορίτσια τρέχουν βιαστικά στους κοντινούς θαλάμους. Τηλεφωνούν στους τοπικούς, ραδιοφωνικούς σταθμούς που εκπέμπουν ως τα μεσοδυτικά. Για τον Στηβ, λένε και αφήνουν στην τηλεφωνήτρια ένα μικρό μονάχα όνομα.Έπειτα μες στα δωμάτιά τους που σφαδάζουν από έρωτα, κοιτάζουν τρομαγμένες έξω απ΄τα παράθυρα. Περιμένουν να τον αντικρίσουν ξανά, στο γύρισμα της νύχτας, να εξέρχεται των ομιχλωδών πραγμάτων που μας κατατρώνε τη ζωή. Θα είναι μεθυσμένος, -αυτή η ζωή Στήβι θα σε τελειώσει νωρίς-, μ΄ένα ρόδο στο πέτο. Θα τραγουδά ιρλανδικούς σκοπούς που λένε στην πατρίδα όταν αποχαιρετούν τους φίλους και έτσι ξαφνικά, όπως γεννήθηκε απ΄αυτήν την πόλη, θα χαθεί μες στα ίδια, εκείνα σπίτια της. Πίσω του προσμένει ο ωκεανός και ένα σωρό ταξίδια σε μέρη ονειρεμένα. Όμως ο Στήβι κρατά τα στόρια χαμηλωμένα. Μετρά τις ώρες στο παλιό ρολόϊ. Ώρες ώρες δίνει μια και φτάνει ως την προκυμαία, όμως τα κορίτσια τότε, έχουν αποκοιμηθεί αποκαμωμένα απ΄τ΄ανεκπλήρωτο.
Κάποιος έγραψε μια μπαλάντα για τον Στήβι. Διάβασε το έργο του σ΄ένα υπαίθριο φεστιβάλ κερδίζοντας το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού. Όμως ένα ποίημα, δεν αρκεί για να γυρίσει πίσω ο Στηβ και όλα τα κορίτσια κουρεύουν τα πλούσια μαλλιά τους, βάφονται με στάχτες και γίνονται οι παθιασμένες Ιουλιέτες που σώθηκαν. Αγκαλιάζονται, φιλούν η μια την άλλη με στοργή γιατί τώρα ο Στήβι, πάει, χάθηκε και έτσι καμιά τους δεν θα τον κάνει δικό της.
Ο εφημέριος στην πρωινή τελετή μοίρασε ματωμένα ρόδα στο ποίμνιό του.Για τον Στηβ, είπε πικραμένος και για μια στιγμή σκέφτηκε να παρατήσει τούτη την πίστη που του΄γινε θηλειά. Γιατί εκείνος ξέρει πως ο Στηβ, όταν έβγαινε απ΄τα ομιχλώδη πράγματα με φόντο τον ωκεανό, μ΄ανεξίτηλη τη λαϊκή του ομορφιά, κρατούσε στα χέρια του κομμάτια σταυρούς και καρδιές και τ΄όνειρο της ζωής που χάθηκε. Όταν βρέχει, καταμεσίς εκείνης της μπαλάντας, ο Στήβι στάζει αργά απ΄τις στέγες όλης της πόλης, απ΄όλους τους στίχους.
Δεν τελειώνει ποτέ η ιστορία του Στηβ που έπεσε απ΄του φονιά το χτύπημα σε κάποια πάροδο του λιμανιού, βυθίζοντας στη λύπη θεούς και ανθρώπους. Όσοι μπορούν συνεχίζουν και ζουν, αψηφώντας τα επικίνδυνα φεγγάρια που τον ξαναφέρνουν κοντά μας.
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο©Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.