Αρχείο 02/06/2017
✤
[…]Επέστρεφα απ’ το σχολείο και, ή έπεφτα πάνω σε μεγάλο καυγά ή είχε μόλις προηγηθεί. H μάνα μου μού έβαζε τότε να φάω ρουφώντας τις μύξες της κι αναστενάζοντας, και η χοντρή, αναψοκοκκινισμένη, ανακάτευε τη σόμπα και έριχνε παραπανήσια ξύλα, ή ήταν ξαπλωμένη, με το ένα χέρι είχε καλυμμένο το πρόσωπό της και με το άλλο κρατούσε την κοιλιά της, που ανεβοκατέβαινε πιο γρήγορα απ’ το κανονικό, και η μάνα μου με τη μαντίλα ως στα μάτια έπιανε το πλεκτό και έπλεκε με ασυνήθιστες ταχύτητες, και τότε δεν μου κατέβαινε μπουκιά. Με τα χρόνια και με τόσες εντάσεις στο διώροφο κατάντησα από στρουμπουλό και αφράτο παιδάκι, ένα άχαρο ξερακιανό πλάσμα, που έτρωγε σχεδόν ελάχιστα, και φυσικά ο κύριος υπεύθυνος και γι’ αυτό ήταν η μάνα μου. Γι’ αυτό και με κουβαλούσε στους γιατρούς να μου δώσουν βιταμίνες και να μου ανοίξουν την όρεξη, έτσι για κάμποσα χρόνια, και, μέχρι να μπορέσω να αντισταθώ στα μαρτύρια που μου υπέβαλαν, έπινα μουρουνέλαια αηδιάζοντας και ρουφούσα ωμά αυγά, που για κάποιο λόγο θεωρούνταν εξαιρετικό δυναμωτικό, ακόμα και σήμερα η σκέψη της γεύσης τους μού προκαλεί εμετό. Αυτά πρωί πρωί, πριν πάω στο σχολείο. Δεν ξέρω, τελικά, αν όντως ήμουν τόσο αδύνατος και οστεωμένος ή το πρότυπο του υγιούς παιδιού ήταν τότε παχουλό κι αφράτο, πέραν όμως της αναιμικής και ισχνής μου εμφάνισης και η υγεία μου ήταν ευαίσθητη. Από κάποια ηλικία και μετά οι ιώσεις και τα κρυολογήματα δεν μ’ άφηναν επί μήνες, το μισό περίπου χρόνο πρέπει να ήμουν άρρωστος. Τις αρρώστιες μου τις συνόδευαν περιποιήσεις, όπως εντριβές, καυτά τσάγια και κάθε είδους γιατροσόφια, που ταλαιπωρούσαν το ήδη ταλαιπωρημένο μου κορμί. Xωρίς να έχω καμιά βαριά αρρώστια, πνευμονία ή φυματίωση, ας πούμε, η αντιμετώπιση που είχα απ’ όλους στο διώροφο κι απ’ την οικογένεια του Κ. ήταν ότι ήμουν ένα βαριά άρρωστο παιδί που έχριζα ειδικής περιποίησης. Για τις απλές ιώσεις έπρεπε να κατεβάζω κιλά αντιβιοτικών που οι γιατροί έδιναν τότε με μεγάλη ευκολία, έπρεπε να μη συναναστρέφομαι άλλα παιδιά και να ντύνομαι πάντα με πάρα πολλά ρούχα. Tο χειμώνα, μια και το σπίτι μας δεν ήταν ποτέ αρκετά ζεστό, έπρεπε να φορώ διπλά και τριπλά εσώρουχα και κάλτσες, το δέρμα μου κάτω απ’ όλα αυτά τα ρούχα ήταν κάτι εξαιρετικά δυσεύρετο, η έκφραση ντυμένος σαν κρεμμύδι αποδίδει με ακρίβεια την περίπτωσή μου. Κι όταν ήταν να εξεταστώ απ’ το γιατρό ή να υποστώ κάποια θεραπεία, και τα δυο ισοδυναμούσαν με τιμωρία για μένα και ταπείνωση, το κορμί μου ή φλεγόταν ή μελανιασμένο έτρεμε σαν το φύλλο. Όλοι μ’ αντιμετώπιζαν, λοιπόν, σαν βαριά άρρωστο και εξαιρετικά άτυχο. Όσον αφορά στις ιατρικές επισκέψεις οι αναμνήσεις μου είναι θετικές, συνδέονταν με τις επισκέψεις στην πόλη, σε χώρους όμορφους και περιβάλλοντα πιο προσεγμένα απ’ αυτά του χωριού, υπήρχαν συμμαθητές μου που δεν αρρώσταιναν ποτέ και δεν πήγαιναν ποτέ σε γιατρό, άρα ούτε και στην πόλη, απ’ αυτή την άποψη ήμουν τυχερός και επιπλέον οι γιατροί με αντιμετώπιζαν πάντα με ζεστασιά και τρυφερότητα που μου έλειπε απ’ τη μάνα μου, αλλά κι αυτή κάτι έπαιρνε τελικά απ’ αυτές τις επισκέψεις, σαν να έκανε σεμινάρια τρυφερότητας, που αυτό διαρκούσε κάποιες ώρες τουλάχιστον, μετά όμως επανερχόταν στις γνωστές της συμπεριφορές και ό, τι έκανε το έκανε με τραχύτητα, οι εντριβές αντί να γίνονται χαλαρά και με χάδι, μου έγδερναν το κορμί και τα κάθε είδους καταπλάσματα με βαμβάκι και οινόπνευμα ή με καυτά πίτουρα ήταν μια τιμωρία για το ασθενικό κορμί μου, που την ταλαιπωρούσε και την εξέθετε διαρκώς σ’ όλους στο διώροφο και εκτός διωρόφου. Ήταν τότε υπόλογες οι μάνες για την υγεία των παιδιών τους και πολύ περισσότερο βέβαια η μάνα μου. Τα φάρμακα, γλυκόξινα σιρόπια ως επί το πλείστον, τα έπινα με ευχαρίστηση, μια και τα γλυκά τότε δεν υπήρχαν σε μεγάλη αφθονία, οι ενέσεις όμως ήταν οδυνηρές, αλλά οι γλυκές καθησυχαστικές κουβέντες πριν από κάθε ένεση και το τρίψιμο με βαμβάκι στα οπίσθια ήταν αντισταθμιστικά του πόνου που ακολουθούσε, και τελικά μόλις περνούσε το στιγμιαίο τσίμπημα, απέμενε μια θαλπωρή που τη νοσταλγώ ακόμη και σήμερα. Γενικά οι αρρώστιες μου με τις περιποιήσεις τους και τα τρεχάματά τους ήταν για το διώροφο ένας λόγος να συνευρίσκονται όλοι ειρηνικά, και το μοναδικό θέμα συζήτησης να είναι πάντα η αντιμετώπισή τους, τα φάρμακά τους, οι γιατροί και το πήγαινε έλα όλων όσων εμπλέκονταν μ’ αυτές. Ένα τέτοιο πρόσωπο μεγάλης εμπιστοσύνης και κύρους ήταν η γυναίκα του Κ, που ο λόγος της είχε πάντα μεγαλύτερη βαρύτητα κι απ’ των γιατρών, ασκούσε χρέη νοσοκόμας και έκανε τις ενέσεις αυτή κι όχι η μάνα μου, αλλά και μετρούσε πυρετούς, έπαιρνε σφυγμούς, έδενε τραύματα, κατεύναζε πόνους, συνέφερε λιπόθυμους, με μια απλή κουβέντα και με ένα ελαφρό χτύπημα στο μάγουλο και τέλος, πρότεινε θεραπείες κι όλα αυτά με ύφος ειδήμονα που δεν επιδεχόταν καμία αντίρρηση. Όλοι την αποζητούσαν και την υπάκουαν. Γι’ αυτές τις ικανότητες που τις είχε αυτή κι όχι η μάνα μου, τη θαύμαζα και τη μισούσα. Η μάνα μου ήταν πάντα ανασφαλής, τρομοκρατημένη, υστερική και στο τέλος επιθετική, έτρεμε και δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει ούτε έναν μικροτραυματισμό ούτε μια αιμορραγία μύτης ούτε καν ένα τσίμπημα σφήκας, ένα σκουπιδάκι στο μάτι, έπρεπε να κληθεί η ειδικός, που με ύφος Βούδα αντιμετώπιζε τα πάντα, αγέλαστη κι αμίλητη, εξέταζε την περίπτωση κι έλεγε μόνο την καίρια κουβέντα κι ο ασθενής, ο τραυματίας, ο παθών συνερχόταν. Η μάνα μου φάνταζε γελοία δίπλα σε μια τέτοια αυθεντία κι, όταν αργότερα κοντά στις αρρώστιες μου προστέθηκαν και κάτι περίεργες λιποθυμίες, η γυναίκα του Κ γινόταν ολοένα και πιο απαραίτητη και η μάνα μου γελοιοποιούνταν όλο και πιο πολύ. Οι λιποθυμίες αυτές εμφανίστηκαν, νομίζω, στα μέσα του δημοτικού και συνέβαιναν ξαφνικά, εγώ τις έχω καταγράψει μέσα μου σαν κάτι προσχεδιασμένο, ήταν η κορύφωση ενός ψυχικού πόνου, μιας κατάστασης που δεν άντεχα, μιας έντασης που δεν μπορούσα να διαχειριστώ και τότε, για να γλυτώσω, έπεφτα ξερός κάτω, και ήταν κι αυτό ένας λόγος και πάλι να μαζευτούν όλοι μονιασμένοι πάνω απ’ το κεφάλι μου, να αρχίσουν να ασχολούνται με την περίεργη αρρώστια μου αντί να καυγαδίζουν. Έτσι το θυμάμαι εγώ, έτρεχαν όλοι να φωνάξουν την ειδικό, ερχόταν αυτή και έδινε τα χτυπηματάκια στα μάγουλα, έτριβε το σφυγμό και δρόσιζε με νερό το πρόσωπο και με μάλωνε παιχνιδιάρικα, που ήταν όμως μέρος κι αυτό της όλης αντιμετώπισης της κρίσης. Η μάνα μου όλη αυτή την ώρα σπαρταρούσε σαν το ψάρι δίπλα της, κι εγώ δεν αντιλαμβανόμουν βέβαια ότι, όσο αρρώσταινα και λιποθυμούσα, τόσο η γυναίκα του Κ εδραιωνόταν στο διώροφο και μπορούσε να επεμβαίνει στα πάντα, έτσι με τα χρόνια δεν ήταν πια μόνο νοσοκόμα αλλά και ψυχολόγος και οικογενειακή σύμβουλος. Για τις λιποθυμίες, που τους ανησυχούσαν ολοένα και περισσότερο, καταλήξαμε ύστερα από συστάσεις ντόπιων γιατρών σε κάποιο γιατρό στην Αθήνα. Έτσι χάριν των λιποθυμιών έκανα το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι και γνώρισα και την πρωτεύουσα. Αυτό για τα παιδιά του χωριού ήταν τότε ασύλληπτο, κι εγώ μόνο περηφάνια ένιωθα. Θυμάμαι πόσο εντυπωσιάστηκα απ’ τα πολλά αυτοκίνητα, τους φωταγωγημένους δρόμους τη νύχτα και τις πολυκατοικίες. Τόσες πολλές πολυκατοικίες στη σειρά με τόσους πολλούς ορόφους! Μου άρεσε πολύ που ήταν όλα άγνωστα, καινούργια και διαφορετικά, όχι επαναλαμβανόμενα σαν τους ανθρώπους του χωριού που τους έβλεπες ξανά και ξανά και έπεφτες πάντα πάνω τους, ακόμη και στην πόλη δίπλα μας οι άνθρωποι ήταν ελεγχόμενοι. Εδώ ήταν όλα πολλά, άνθρωποι, κτήρια, δρόμοι, αυτοκίνητα και γι’ αυτό ανεξέλεγκτα, αυτό, αντί να με πανικοβάλει, μου άρεσε, ήθελα να μείνω εκεί για πάντα και να περνώ απαρατήρητος. Στις πολυκατοικίες εκείνες μου έκαναν μεγάλη εντύπωση τα ασανσέρ, μεγάλα ξύλινα κλουβιά, με περίτεχνα κάγκελα, ανεβοκατέβαιναν κουβαλώντας ανθρώπους, και μόνο γι’ αυτό καλοτύχιζα τον εαυτό μου για τις λιποθυμίες μου, παρόλο που οι γιατροί μ’ έστελναν από πολυκατοικία σε πολυκατοικία για εξετάσεις, που κάποιες ήταν και πολύ ενοχλητικές, είχαν σχέση με το κεφάλι, καλώδια παντού και μετά ακτινογραφίες. Προσπαθούσαν να συνδέσουν τις λιποθυμίες με εκείνο το πέσιμό μου απ’ το διώροφο στα δύο μου χρόνια, έψαχναν για κάποιο τραύμα με αιμάτωμα και δεν έβρισκαν και όταν αυτές συνεχίζονταν, μιλούσαν όλοι τότε για επιληψία, κι εγώ προσπαθούσα να συγκρίνω τις λιποθυμίες μου με τις λιποθυμίες ενός παιδιού στο σχολείο που ήταν επιληπτικό και έπεφτε κάτω ανάμεσα στα θρανία και χτυπιόταν σαν τα αποκεφαλισμένα κοτόπουλα, μέχρι να εγκαταλείψει η ψυχή τους το σώμα, και έβγαζε και αφρούς απ’ το στόμα του, σαν να είχε καταπιεί σαπούνι. Και σιγουρευόμουν τότε ότι δεν έχω επιληψία.[…]
*
©Ευσταθία Ματζαρίδου
φωτο©Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.