Ασημίνα Λαμπράκου, ίθρα ου θανάσιμη τσουλήθρα (*)

Αρχείο 12/06/2017

Κωμικού, ξυπόλυτου θιάσου/έργο τρομερό τα όρη του Καυκάσου
ίθρα ου θανάσιμη τσουλήθρα/ίθρα οα ακατα βόθρα, κολυμπήθρα

Σε πηγή θολή και μολυσμένη/την κρυφή μου αγάπη έχω βαφτισμένη
ερε ο σ’ όλα υπερέχω/όλα τα ζητώ και τίποτα δεν έχω (*)

(σιγανά)
των γυναικών και των αντρών
αχ μάτια μου!
αλάδωτοι οι μεντεσέδες
να προκαλούν συνήθισαν
της φύσης τούς …κορσέδες

(στην εισαγωγή χαμηλά)
παίζουν νταούλια και ζουρνάδες
σουραύλια και τσιφτάδες

ένα δύο τώρα!

πως τα δόντια του κροτάλισε ο Αίγισθος
κι άλλαξε φως στο μάτι– διάβασες Κλυταιμνήστρα
κι αντί όπως ζητήθηκε απ’ τη σκηνή να βγείς
σαν η γυναίκα στο δωμάτιο εμφανιζόταν· απ’ τα
μπαούλα πίσω κρύφτηκες μυρίζοντας κι ορώντας
τις αλλαγές στη διάθεση τ’ αντρός από της γυναικός
τα κάλλη στη φωνή και τους τρόπους αφού τα άλλα
να ιδείς δεν το μπορούσες· κι έμενες σφιχτά τα χείλη
καρφωμένα μην η ανάσα σου ακουστεί στου δώματος
το κρύο να κροταλίζει σα θεριό που το φαί του πήραν.
μα έμελλε χιλιόμοιρη των σκελιών σου το τρίξιμο να
σε προδώσει που αφίλητα απότιστα και μαραμένα
σα μεντεσές αλάδωτος τρίξανε στην πόρτα του Ταντάλου·
που τότε ο Αίγισθος σηκώθηκε καλώντας τη γυναίκα
το κατώφλι να διαβούν έξω να τήνε πάει τα πέριξ να
ιδεί· κι απού του χρειαζόταν –έλεγε– μια στάλα για προσφάι
στα ζωντανά που θάβρισκε να βόσκουν στο κατώι· εκεί
δεύτερο αφήκε –δίχως προσοχή να δώσει ο μωρραμένος–
σημάδι που το ντορβά σου άνοιξε στη θύρα αφημένο.
κι όργισε τους θεούς που το κουμάντο έκανε απ’ αλλουνού
τη μοίρα μα εκείνος βασιλιάς καθώς τού ήταν
τη γυναίκα τράβηξε από τη θύρα σημασία δίχως να δίνει
στων θεών του το θυμό και τα κηρύγματα ν’ ακούει·
άντρας και γυναίκα στην εξώθυρα εβάδισαν κι εσύ
χιλιόμοιρη με των γονάτων την ακρίβεια διάβηκες την πόρτα
τη σκιά σου να μοιραστείς με το σκοτάδι κι εκείνους ήσυχους
ν’ αφήσεις· μα τα σημάδια μείνανε στης γυναικός τα μάτια που
και δεμένα που ‘τανε απ’ του Αιγίσθου τα φιλήματα
και των νυμφών τα γέλια· να τής κρυφτεί δεν μπόρεσε η κλίση
ν’ αφουγκράζεται τ’ ανείδωτα και φυλαγμένα. κι απού στη θύρα
γροίκησε το ντορβά τον ξένο ευθύς της Κλυταιμνήστρας
γνώρισε το βιος το ρημαγμένο απ’ έρωτα γονιού κι ανδρός
της προδομένο· μυκτήρισε και γέλασε το γελασμένο.

να τα πολυλογώ δε θέλω· την εξιστόρηση κρατώ ζεστή· μ’ αυτό τήνε
τελειώνω· πως του Αιγίσθου γένηκε της γυναικός η χάρη να ιδεί
και να γευτεί τη φύση απού ‘θελε αυτή την Κλυταιμνήστρα να θυ-
μώσει να οργιστεί τ’ αντρός μια χείρα να εδώσει στου σύγκλινου
τη κεφαλή πολλά τα αγκάθια να τα χώσει.

και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς στο μέλλον το δικό των
να κρίνομε με γέλιο τη ζωή επάνω στο όνειδό των ._

fav_separator

(*) στίχοι Διονύση Σαββόπουλου – Μαύρη Θάλασσα
©Ασημίνα Λαμπράκου

φωτο©Στράτος Φουντούλης

vintage_under2

Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε