Αρχείο 13/06/2017
Το κορίτσι με τα μαύρα υπήρξε η πρώτη έκπληξη πάνω στην τέχνη του κινηματογράφου, όπως τη διδαχτήκαμε στην Ελλάδα. Κόντρα στη συνήθη ελαφριά ηθογραφία της εποχής, ο Μ. Κακογιάννης αφήνει ελεύθερο και άγριο τ΄αφήγημα της απλής ζωής. Με φόντο έναν τόπο οραματικό, που υπάρχει μονάχα γι΄αυτήν την πικρή ιστορία, μια άλλη αισθητική της ιδέας του θανάτου προβάλλει. Είναι τόσο λίγα, τόσο μετρημένα όσα κατέχουν την αληθή σημασία. Όσα διηγούνται ποτάμια τις ζωές. Πράγματα, πόζες, όψεις, σκηνογραφίες ολόκληρες, αυτά αρκούν για να ντύσουν στα μαύρα τους το κορίτσι. Τ΄ανήσυχα, επικίνδυνα βήματά του αντλούν απ΄τη ζωή, τη γεμάτη φαντασία και ορμή περιπέτεια που ορίζει τ΄ανθρώπινα. Έτσι, η ιδέα του θανάτου κατορθώνει να εικονογραφηθεί το ίδιο ελληνική, όσο και φυσική, αδούλευτη, όπως απαντάται σ΄όλους τους Κεραμεικούς αυτού του κόσμου. Ο νεοελληνικός πολιτισμός γεφυρώνει τις ακμές του, αντλεί απ΄την παράδοσή του και υπάρχει ξανά, καινούριος μες στην ιστορία. Όλα τα ποιήματα καταλήγουν στη σκηνογραφία του Κακογιάννη. Όλοι οι τραγικοί και ολόκληρη η γκάμα της πλάνης που δαμάζει την ψυχή, συνοψίζονται σ΄αυτήν τη δωρικά ανθρώπινη ιστορία.
Σήμερα ο θάνατος έχει σκληρό πρόσωπο. Αν ήταν άνθρωπος, κάποιος που συναντούμε σε μια υπηρεσία ή σε μια ξέφρενη τροχιά, θα΄μοιαζε μ΄ αυτούς που επιστρέφουν ως τα όρια της πόλης, διαλυμένοι, με κομμένα τα χέρια και τις καρδιές σφιγμένες. Το πρόσωπό του είναι από μίσος, η μοίρα του μια σκοτεινή γειτονιά, μια σειρά κλεισμένα παράθυρα. Φανερώνει μια δίψα για τ΄άνομο, το παράλογο, το φρικτό. Δεν μοιάζει μ΄εκείνον που φθάνει τα μεσημέρια μ΄ένα κατακόκκινο λουλούδι στο πέτο σ΄ανδαλουσιανά περιβόλια.
Τώρα πια φθάνει απ΄τις εφημερίδες, τις τηλεοράσεις, τους διαμετακομιστές. Εισβάλλει στη ζωή μας με μια κίνηση διακριτική και κάπως μηχανική. Κάτω απ΄τις φτερούγες του το πλήθος αθροίζεται, χάνει και κερδίζει όπως ο άνεμος, κάθε τόσο την έντασή του. Τέτοιος θάνατος θα΄ναι πάντα ξένος γι΄αυτόν τον τόπο. Εμπρός στην Κοιμωμένη του Χαλεπά ημερεύουν οι ψυχές, οι καρδιές αντικρίζουν αλλιώς αυτήν τη μοναξιά. Μες στ΄άγαλμα είναι κρυμμένα όλα τα καλοκαίρια, όλες μας οι συνήθειες, η πίκρα για την παράφορη απουσία. Μια μεγάλη παρέλαση νικημένων στρατιωτών αποθανατίζει τις ζωές μας. Σ΄αυτούς τους στίχους, στ΄άκρο μιας πτυχής που φτιάχνει το φόρεμά της Κοιμωμένης, στη σπαραχτική Περσεφόνη των διυλιστηρίων και την Αντιγόνη, στο κορίτσι της δικής μας δημοτικής ποίησης που ζει ανάμεσα στους δυο κόσμους, στα ηπειρώτικα έθιμα που ξεσηκώνουν με όργανα και με φωνές τους πεθαμένους, κατοικεί και θεμελιώνεται η ιδέα μας για τον θάνατο. Στους νεαρούς αδελφούς μιας αρχαίας δόξας προσωπογραφείται το νόημα αυτού του ταξιδιού. Άλλωστε με τέτοια δόξα και τέτοιο βάθος συντάχθηκε πάντα το τέλος της ζωής γι΄αυτόν τον τόπο.
Η ιδέα του θανάτου συνιστά πρωτίστως μια άποψη αισθητικής φύσεως. Μ΄αυτήν τη θεώρηση ο οικουμενικός, ελληνικός πολιτισμός, ακούμπησε στην ανθρώπινη ψυχή και την κατέστησε επίκεντρο του ενδιαφέροντός του. Κάτω απ΄αυτό το φως, ερμήνευσε απ΄την αρχή όλα εκείνα τα μισοθαμμένα θαύματα που γέννησαν τούτα τα χώματα. Συνάντησε ποιήματα, αντίκρισε πρόσωπα, έπλασε μυθολογίες για χάρη τους που ως τότε δεν είχαν φανερωθεί. Κάπως έτσι συμφιλιώνεται ο άνθρωπος με την δίχως διαφυγή μοίρα του. Αυτό το κυνικό και απρόβλεπτο μυστήριο, το τελευταίο της ζωής μας, γίνεται τραγούδι, ζωγραφιά και πέτρα. Γίνεται γραμμή, ανάμνηση και σήμα για τώρα και για πάντα.
Μονάχα η φαντασία χάρισε σ΄αυτόν τον κόσμο την ιδέα της αθανασίας που ονειρεύτηκε. Και έτσι, της φόρεσε ρούχα γιορτινά, την έκανε συντροφιά στο ταξίδι ως τους κόλπους εκείνου που παραμένει αμετάφραστο. Ένα απλησίαστο σύνορο. Να τι αγγίξαμε με την καρδιά μας.
Εδώ, σ΄αυτόν τον τόπο που υπάρχει στ’ αλήθεια μονάχα για το θαύμα και για την ομορφιά, ο θάνατος κατείχε πάντα μια άλλη σημασία, ένα άλλο πρόσωπο απ΄αυτό που φέρνουν οι αντικατοπτρισμοί της δικής μας εποχής. Πουθενά αλλού και ποτέ το σύγνεφο άλογο και τ΄άστρο χαλινάρι. Αυτά τα πράγματα αθροίζονται στο ελληνικό που δοκιμάζει να μεταφράσει απόψε τούτο το σημείωμα. Διαμορφώνουν την αίσθηση, περιέχονται στην αγωγή που κουβαλούμε μέσα μας, την κάπως ονειρική και κάπως παράταιρη γι΄αυτά τα χρόνια. Στου κάτω κόσμου το συντριβάνι, στις μικρές ελιές που ανάβουν οι ναυτικοί στα ξερονήσια, στην άγια καρδιά και αγαπημένη, συμπυκνώνονται όσα και απόψε θέλησα να πω.
*
©Απόστολος Θηβαίος
φωτογραφία ανώνυμου δραστικά επεξεργασμένη από τις Στάχτες
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.